[μελέτη]
γράφει η Νατάσα Ζαχαροπούλου
[βιογραφικό] Νατάσα Ζαχαροπούλου: Γεννήθηκε στη Λιβαδειά Βοιωτίας, σπούδασε Δημοσιογραφία. Έχουν εκδοθεί: «Να σ’ έχω» ποιήματα, «Κι ας με ταξιδεύεις όπου» διηγήματα, «Ίχνος κραγιόν η νύχτα» μυθιστόρημα, «Όπου ορίζει το φιλί» διηγήματα, «Ατμός» ποιήματα, «Η ζωή είναι εδώ» μυθιστόρημα, «Ρέικι η ατραπός της καρδιάς», μελέτη για το σύστημα Φυσικής θεραπείας Ρέικι.
___________________________
Περί Ευθύνης
Αν μπορούσε κάποιος να σταθεί ως απλός παρατηρητής των
τεκταινομένων της συλλο-γικής ή και προσωπικής καθημερινής ζωής, θα επισήμαινε
μια συνεχή ροή χρήσης λέξεων των οποίων έχει μάλλον παραφθαρεί η κατ’ αρχήν
έννοια και η σημασία ή έχουν απογυμνωθεί ή και απομακρυνθεί από το βάρος της
φιλοσοφικής ή και συνειδησιακής αντιστοιχίας τους, δηλαδή της Ηθικής.
Αυτές
οι λέξεις χρησιμοποιούνται βασισμένες στην κατ’ ίδιον συμφέρον ερμηνεία τους,
που εν τέλει καταλήγει σε ιδιοποίησή τους και από μικρές ή και μεγαλύτερες
κοινωνικές ομάδες, έτσι που το ιδιοτελές ιδιωτικό, το οποίο στην ουσία του
είναι διαχωριστικό, καταφέρνει, αναλόγως των συγκυριών, να ενώνει πληθυσμιακές
μάζες.
Ορισμένες
από αυτές τις λέξεις μάλιστα κατά καιρούς γίνονται ιδιαιτέρως επίκαιρες και
είναι συχνότατα αναμασώμενες από χείλη επίσημα: πνευματικών ταγών, εκπροσώπων
της πο-λιτικής ή και της θρησκευτικής εξουσίας, καλλιτεχνών, αλλά και από χείλη
λαϊκά.
Μία
ανάμεσα στον ποταμό τέτοιων λέξεων και εκφράσεων είναι και η λέξη «ευθύνη» καθώς
και ορισμένα από τα παράγωγά της. Εδώ και αρκετό καιρό διατρέχει και διαπερνά
τον έντυπο ή και προφορικό λόγο με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να πει κανείς
πως τιτλοφορεί την προς ώρας ελληνική καθημερινότητα.
Η
πλειονότητα αναζητεί πρόσωπα και καταστάσεις που έχουν την «ευθύνη» για την
πο-λιτική και οικονομική συγκυρία που διανύει η χώρα. Αναζητούνται οι
«υπεύθυνοι» και πλείστοι όσοι από τους «υπευθύνους», οι οποίοι μεταφέρουν ή
επιρρίπτουν τις «ευθύνες» σε άλλους, είτε ανθρώπους είτε καταστάσεις, πραγματικές
ή φαντασιακές, ακόμη-ακόμη και σε συνωμότες και συνωμοσίες που, είτε ανέκαθεν
είτε τώρα, διαπλέχθηκαν ή διαπλέκονται ερήμην τάχα της εκάστοτε εξουσίας και
οπωσδήποτε του «λαού».
Εν
τέλει φαίνεται πως η εν λόγω αναζήτηση (περί της ευθύνης για την όποια έκπτωση)
είναι μάταιη, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Κανένας εκπρόσωπος καμιάς
εξουσίας (πολιτι-κής, δικαστικής, οικονομικής, εκκλησιαστικής, πολιτιστικής
κ.ά.) δεν έχει ανακαλύψει ή αποκα-λύψει κανέναν «υπεύθυνο», παρά που ονόματα
ρίχνονται κατά καιρούς βορά στο πλήθος, εφ’ όσον σε κανέναν από τους θεωρητικά
«υπευθύνους» καμιά ευθύνη και καμιά ποινή δεν έχουν καταλογιστεί.
Και
πώς άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί ο παραμικρός ή ο έστω τύποις καταλογισμός;
Από ποιους;
Ο
παρατηρητής εξ αυτών ορμώμενος θα μπορούσε επίσης να αναρωτηθεί αν η «ευθύ-νες»
ή και η απόδοσή τους είναι κατ’ αρχήν ζήτημα ερμηνείας της έννοιας των λέξεων
«ευθύ-νη» και «υπεύθυνος» ή, αν πράγματι όλοι αντιλαμβάνονται την κατά
κυριολεξία σημασία τους. Θα μπορούσε επίσης να ερευνήσει αν οι πράξεις
βασίζονται και διέπονται από την αντίληψη της επακριβούς έννοιας των λέξεων ή,
κι αν επιπροσθέτως οι λεκτικές σημασίες έχουν υποστεί αλλοίωση εννοιολογικώς
λόγω, είτε της εξαίρεσης της προσωπικής συμπεριφοράς (άλλα μέτρα άλλα σταθμά
για τον εαυτό μου και άλλα για τους άλλους), είτε λόγω της πολυπολιτισμικότητας
που διέπει τον σημερινό κόσμο και, κατά συνέπεια, του αναγκαστικώς προκύπτοντος
γλωσσικού συμφύρματος που αυτή η μείξη επιφέρει.
Τι
σημαίνει κατ’ αρχήν όμως για τους Έλληνες η λέξη «ευθύνη»; Γνωρίζουμε την
ιστορία της, την προέλευσή της;[i] Διότι η έννοια όπως και η
προέλευση της λέξης καθίστανται εν τέλει ιδιαιτέρως σημαντικές.
Φαίνεται
όμως ότι η εξέλιξη μιας έννοιας σε σχέση με την αρχική της σημασία, όπως και
της συγκεκριμένης που μας απασχολεί, επηρεάζεται από τις κοινωνικές και
πολιτισμικές ζυμώσεις και συνθήκες όχι μόνο κατά το εκάστοτε παρόν, αλλά καθ’
όλη τη διάρκεια του Ιστορικού χρόνου-του Γίγνεσθαι.
Έτσι
παρατηρούμε και σ’ αυτήν την περίπτωση (του λόγου) να συμβαίνει μια «πτώσις»
από την Ουσία, το Είναι, στο Γίγνεσθαι, όπου η άφεση στη ροή, στην ακολουθία,
επιφέρει, ό-πως είναι επόμενο, και την αντίστοιχη «πτώση» στην αντίληψη, την
κρίση, τη συμπεριφορά και άρα στη θέση και την άποψη του ατόμου για τον εαυτό
του, τη ζωή και τον κόσμο.
Σε
ό,τι αφορά στο παρόν κείμενο τη θεώρηση ότι η αρχαία ελληνική σημασία της λέξης
«ευθύνη» αφορά την Ουσία, δεν προκύπτει από τη βάση περί της «ανωτερότητας» ή
«κατωτε-ρότητας» κάποιου έθνους ή φυλής, αλλά από το γεγονός ότι η φιλοσοφία
και η εξ αυτής ανάγκη αναζήτησης και προσδιορισμού των εννοιών γεννήθηκε και
κατ’ αρχήν ετέθη στην αρχαία Ελ-λάδα.
Στη
συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνουμε όμως πως, παρ’ ότι άπειρες ελληνικές
λέ-ξεις είτε υιοθετήθηκαν είτε οι ρίζες τους αυτούσιες αποτέλεσαν τις ρίζες
λέξεων άλλων Ευρω-παϊκών γλωσσών, σε ό,τι αφορά τις λέξεις «ευθύνη» και
«υπεύθυνος» αυτό δεν συνέβη.
Σχετικά
με τις δύο αυτές, τόσο οι λατινογενείς γλώσσες, όσο και τα Βουλγαρικά[ii] (Σλάβοι[iii]) ή και τα Ρουμανικά –
απ’ όσο μπόρεσα να ερευνήσω – επέλεξαν τη λατινική προέλευση: Respondeo, spondi, sponsum, ere (2η συζ.)
απαντώ, αποκρίνομαι//αρμόζω//ανταποδίδω (+δοτ.) σύντ.: respondeo alicui ad
aliquid = αποκρίνομαι σε κάποιον ως προς κάτι.[iv][v][vi][vii][viii]
Παρατηρούμε
λοιπόν ότι είναι σημαντική η διαφορά ανάμεσα στις σημασίες: «απάντη-ση»,
«απόκριση» ή «ανταπόκριση» και το «κάμνω
κάτι ευθύ», «λογοδοτώ», «κακή διαχείριση μιας εντολής», «αναλαμβάνω όλη την
ευθύνη για κάτι που προτείνω ή κάνω», «δέχομαι τον κα-ταλογισμό».
Αν
σταθούμε μάλιστα στην αγγλική λέξη responsibility (ευθύνη), the ability to
response (η ικανότητα να απαντάς, η ικανότητα να ανταποκρίνεσαι), μπορούμε να
διαπιστώσουμε τον διαφορετικό τρόπο αντίληψης και σκέψης, καθώς επίσης και τη
διαφορετική νοοτροπία και τρόπο δράσης που προκύπτει από τη χρήση τους, εφ’
όσον η χρήση των γλωσσικών κωδίκων δεν χρησιμεύει απλώς και μόνον για
επικοινωνιακούς λόγους, αλλά αφορά και προσδιορίζει τον καθορισμό της θέσης και
της στάσης στη ζωή. Πρόκειται εν κατακλείδι για την αντίληψη της ίδιας της ζωής
τόσο ως φαινομένου όσο και ως βιωμένης πραγματικότητας.
Κατά
συνέπεια, αυτή η επιρροή έχει σημασία ακριβώς επειδή μπορεί ένα άτομο ή ένα σύνολο
να χρησιμοποιεί, να εκφέρει τη λέξη «ευθύνη», αλλά να σκέπτεται και να δρα ως
«έχω την ικανότητα να απαντήσω». Μπορεί να λέει «κάμνω κάτι ευθύ», αλλά να
λειτουργεί ως «α-νταποκρίνομαι» (αντί+αποκρίνομαι), «απαντώ», ακόμη και
αρνητικά ή απλώς με ένα «όχι», δη-λαδή εν κατακλείδι μπορεί να διαφεύγει των
βαρών, της λογοδοσίας, της τιμωρίας κ.λπ.
Η
Αρχαία Ρώμη ως κατακτητής άφησε τη σφραγίδα της, όπως είναι κοινώς αλλά και
Ι-στορικά αποδεκτό, αλλά και η Νέα Ρώμη-ο αγγλοαμερικανικός τρόπος ζωής και
σκέψης, ως συ-νέχεια των πρακτικών και της δόξας της Παλιάς Εκείνης,
διαπερνάει, επιβάλλεται και αλλοτριώ-νει τη σκέψη και το βίο των ανθρώπων σήμερα.
Αλλά
κι αν επιπλέον θυμηθούμε την επέκταση, τις κατακτήσεις και την κυριαρχία των
Ισπανών και Πορτογάλων (άλλες «Ρώμες» και αυτές), και οπωσδήποτε την επιβολή
της γλώσσας τους ως επισήμων στους λαούς που καθυπόταξαν, αν προσθέσουμε τις
επεκτάσεις και αντίστοιχες κατακτήσεις της Γαλλίας και παλιότερα των Ενετών,
των Φράγκων κ.λπ., θα άξιζε να ερευνηθεί αν υπήρχε στους υποτελείς τους λέξη
αντίστοιχη της ελληνικής «ευθύνης», ποια ήταν η ετυμολογία της, αλλά και ποιά η
πιθανή «πτώση» της εννοιολογικώς και η παραφθορά της.
Τίθεται
λοιπόν για άλλη μια φορά το ζήτημα του πώς αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες,
δη-λαδή αν όντως τις κατανοούμε και δρούμε σύμφωνα με τη βαθειά τους κατανόηση
ή, αν το σύμφυρμα του Γίγνεσθαι μέσω της πολυπολιτισμικότητας έχει αλλοιώσει τη
διαδικασία και την πρακτική τής κατανόησης υπέρ εκείνων της ερμηνείας, καθώς
και της εξ αυτής προερχόμενης αντίδρασης με ψυχολογικούς εν τέλει όρους.
Διότι
η επιλογή της προέλευσης της ετυμολογίας των γλωσσικών τύπων δεν είναι τυχαία.
Όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι η επιστήμη της ψυχολογίας καθώς και εξ αυτής
προκύπτοντες διάφοροι κλάδοι (ψυχανάλυση, ψυχοθεραπεία κ.λπ.) γεννήθηκαν και
αναπτύχθηκαν από ανθρώπους που το γλωσσικό τους όργανο είναι λατινογενές.
Η
ανάγκη του ανθρώπου να αναγνωρίσει τον εαυτό του αφού καταλογίσει τις ευθύνες
για τη ζωή του και τις επιλογές του στους όποιους άλλους (να επινοήσει δηλαδή
δικαιολογίες και να καλυφθεί πίσω τους), αλλά και να τις επιμερίσει σ’ αυτούς,
η ανάγκη που προκύπτει ώστε ακόμη και η αλλαγή των μοντέλων της ζωής του να
συμβεί αφού αναγνωρίσει τους «άλλους» πταίοντες, και ο τρόπος αυτός να γίνει
στην ουσία και η βακτηρία, το δεκανίκι για τη συνέχιση της επιβίωσής του,
ανακλά, μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση, αυτήν ακριβώς την «ικανότητα του
απαντάν», την «ικανότητα του αντί+αποκρίνεσθαι».
Αυτή
η αντίληψη κατοπτρίζει την ανάγκη της σωτηρίας και της επιβίωσης υπό όποιους
όρους, μέσω της διαφυγής, της αποφυγής, του ψεύδους κ.λπ., και πάντως όχι μέσω
της αυτοε-ξέτασης, της πράγματι κατανόησης εις βάθος των αιτιών και των
συνεπειών τους, του καταλο-γισμού και της αποδοχής της όποιας ποινής ως τήρησης
του Δικαίου, δηλαδή σαν φυσική εξέλι-ξη της διαδικασίας του αιτίου και του
αποτελέσματος, αλλά συμβαίνει ως παρωδία δικαίου και της κατά το δίκαιον
πληρωμής, δηλαδή συνιστά την κατάσταση του δικαίου υπό όρους (Δικονομία και όχι
Δικαιοσύνη).
Στην
πραγματικότητα πρόκειται όχι περί ανάληψης της ευθύνης, αλλά περί της
εκχώρη-σής της. Κι όταν η ευθύνη για τις πράξεις κάποιου εκχωρείται στους
άλλους, τότε και ο όποιος καταλογισμός εξαρτάται από τις διαπλεγμένες
σχέσεις/καταστάσεις, από τα κατά περίπτωσιν συμφέροντα που συνδέουν τα δύο μέρη
μεταξύ τους.
Τότε,
ακόμη και στην περίπτωση των διαπροσωπικών σχέσεων, η μη ανάληψη ευθύνης δεν
συνιστά τη συνειδητή και πράγματι εννοούμενη «συγγνώμη», αν έστω τύχει αυτή να
ζητη-θεί ή να εκφραστεί. Σ’ αυτή την περίπτωση, η «συγγνώμη» είναι ένα επιπλέον
όχημα διαφυγής από την «ευθύνη».
Η
όποια δράση προκύπτει από αυτό δεν είναι άμεση ως συνέπεια της όποιας επιλογής
ζωής, αλλά γίνεται έμμεση ως επιλογή μεταξύ του τι συμφέρει καλλίτερα ή ως
πληρωμή του ελάχιστου ή του καθόλου κόστους.
Και
πώς θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς, εφ’ όσον ο τρόπος σκέψης και η πρακτική της
ζωής που ασκούμε βασίζεται πάνω στον «άλλον»: Οι ευθύνες του «άλλου», η επιρροή
του «άλ-λου», οι επιλογές του «άλλου», οι πράξεις του «άλλου» κ.λπ. Τελικά,
δίχως να το καταλαβαί-νουμε, ζούμε τη ζωή του «άλλου». Όχι τη δική μας, αλλά
του άλλου. Η δική μας έρχεται δεύτε-ρη, ως προέκταση της ζωής εκείνου-του
«άλλου»…
Θα
μπορούσε ίσως και να πει κάποιος ότι υπάρχουμε λόγω του «άλλου». Δηλαδή
ετε-ροπροσδιοριζόμαστε ή, ετεροφωτιζόμαστε. Οπότε καταλήγουμε να επι-βιώνουμε βάσει ψυχο-λογικών όρων και
όχι να ζούμε σύμφωνα με την χάριν του αυθόρμητου και του αυτεξούσιου, που κάθε
στιγμή μας καλεί η Ζωή να ζήσουμε.
Κατ’
αυτήν την έννοια όλες οι κοινωνίες, οποιαδήποτε διαφορετική ιστορία κι αν
διαθέ-τουν, η οποία φαινομενικά ή επιφανειακά παραπέμπει εκφραστικώς και σε μια
διαφορετική ιστορικά εννοιολογική συνέχεια, λειτουργούν με παρεμφερείς τρόπους
σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, σε συνειδητό ή υποσυνείδητο επίπεδο,
επηρεασμένες αλλά και κατευθυνόμενες από την ψυχολογική προσέγγιση των εννοιών.
Ας
θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο την οικονομικώς τεράστια παγκόσμια επιχείρηση όλων
αυτών των οδηγών περί ευζωΐας και καλοπέρασης, με τις συνταγές περί της
επαγγελματικής, οικογενειακής και προσωπικής επιτυχίας, της ευτυχίας, της
αυτοπραγμάτωσης, της αυτό-απελευθέρωσης, κ.ά., που δεν είναι τίποτε περισσότερο
από αναζήτηση των «άλλων» ως υπευθύνων,
είτε πρόκειται για την οικογένεια, τους γεννήτορες ή τους προ-γεννήτορες, τους
εργοδότες, τους πάσης φύσης εξουσιαστές, τους κάθε λογής «άλλους» συνωμότες εν
τέλει εποφθαλμιούντες τη ζωή μας.
Όμως,
στους κόσμους των «άλλων» ποιος «ένας» μπορεί να είναι τελικώς ο υπεύθυνος για
κάτι και για τι ακριβώς; Και μήπως εν τέλει αυτή η συνεχής αναζήτηση του
«άλλου» ως ιδέα και τρόπος ζωής συνιστά το άχθος της ζωής;
Μήπως
η συνειδητοποίηση της διαστρέβλωσης της Ιδέας γίνει αφορμή να αναζητήσουμε τον
«έναν», τον καθέναν-έναν, τον εαυτό, κι έτσι τόσο η ατομική ζωή όσο και η
συλλογική αρχί-σουν να βρίσκουν απαντήσεις και λύσεις για τα βασικά τους
ζητούμενα;
Επειδή
φαίνεται ότι «η ικανότητα του να απαντάν» ή του «ανταποκρίνεσθαι» συναντιέ-ται
με την ανάγκη του «ανήκειν». Προϋποτίθεται ότι για να «ανήκει» κάποιος, πρέπει
να υπάρ-χει κάποιο σύνολο, ομοίων έστω ή διαφορετικών, πάντως «άλλων». Το
σύμπαν της καθημερινό-τητας που χτίζουμε, αλλά και τα οικοδομήματα των Αξιών
και των Ιδεών, βασίζονται στο τεχνητό δίπολο του «ανήκειν» και της απώλειάς
του.
Το
βασικό αξίωμα φαίνεται να είναι: «ανήκω άρα υπάρχω» και, προκειμένου να υπάρχω,
είναι δυνατόν το «νόμιμο να είναι και ηθικό», εφ’ όσον ο «άλλος» αφ’ ενός με
αναγνωρίζει και αφ’ ετέρου πράττει ομοίως προς εμέ.
Οπότε
η προσπάθεια της διατήρησης του «ανήκειν», προκειμένου να μειωθεί ή να
εξα-φανιστεί η πιθανότητα της απώλειάς του αλλά και οι εξ αυτού απορρέουσες
συνέπειες της απομόνωσης και της υπαξίας του ατόμου, ενδυναμώνει την «ικανότητα
του απαντάν», ενισχύοντας τις, πολιτικώ τω τρόπω, πλάγιες και όχι ευθείες
αντιδράσεις έμπροσθεν της Συνειδήσεως. Εν τέλει, η Συνείδηση αποκρύπτεται πίσω
από τα πέπλα της «ψυχολογίας του «άλλου»».
Μοιάζει
λοιπόν ότι δεν ξέφυγε και η δική μας κοινωνία από το σύνδρομο της «ικανότη-τας
να αντιδρά» σε σχέση με τη «ανάληψη της ευθύνης», με το «να πράττει το ευθύ».
Εκεί βρίσκεται μια σχάση. Τόσο λεπτή, σχεδόν απαρατήρητη, που όμως επηρεάζει
βαθιά τη θέση, τη στάση και το μοντέλο της ζωής. Που συντείνει στο διαρκώς
ζητούμενο και πάντα ανέφικτο: τη ροή τη ζωής σύμφωνα με την Τάξη, με την αιτία
και το αποτέλεσμα.
Διότι
στην πρώτη περίπτωση υπάρχουν οδοί διαφυγής. Στη δεύτερη, ακόμη κι αν υπάρχουν
τέτοιες δυνατότητες, ο άνθρωπος επιλέγει να «λάβει» το βάρος της πράξης, να
«υποστεί» το κόστος της, να «δεχτεί» τον
όποιον καταλογισμό, να διορθώσει, να
ευθύνει το στρεβλό, το μη ορθό.
Πριν
φτάσουμε να παρατηρήσουμε ή να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα στα περί ευ-θύνης
ισχύοντα στα υψηλά κλιμάκια της Εξουσίας, μπορούμε να επισημάνουμε τις πλείστες
όσες περιπτώσεις της Αμερικανο-αγγλικής αντίληψης του όρου «ευθύνη» μέσα στη
μικρή ατομική και συν-πολιτική μας καθημερινότητα.
Όταν
ο δάσκαλος επί παραδείγματι δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για το επίπεδο παιδεί-ας
που παραδίδει, αλλά εκπαιδεύει και ασκεί την ικανότητά του στο να αντιδρά
απέναντι στο (αόριστο) σύστημα παιδείας που (κατά τη γνώμη του) ευθύνεται, όταν
ακόμη κι ο μικρός τη τά-ξει δημόσιος υπάλληλος σκέφτεται και αντιδρά παρομοίως
σε κάθε περίπτωση που δεν ασκεί τα καθήκοντά του αλλά παραβιάζει το νόμο, όταν
ο γιατρός, ο ακαδημαϊκός, ο πωλητής, ο υπουργός, ο έμπορος, ο καλλιτέχνης, ο
άνεργος, ο ιερωμένος, ο συνταξιούχος, ο γονιός παρα-ποιούν και παραβιάζουν τους
νόμους του Κράτους, τότε ποιος, πότε και πώς θα καταστεί υπεύ-θυνος για
ο,τιδήποτε; Ποιος μπορεί ή δικαιούται να επισημάνει ή και να απευθύνει
κατηγόριες, ποιος δικαιούται να ομιλεί έστω για συνέπειες, ποιος να τις
καταλογίσει και ποιος επιπλέον να τις επιβάλλει; Ποιος μπορεί ή δικαιούται να
γίνει ο τιμητής; Και έναντι τίνων;
Διότι
ακόμη και η πρακτική του να αναζητάς και να επιρρίπτεις τις ευθύνες για όλα τα
πράγματα απροσώπως ή αορίστως συνεργεί, εκτός από τον διαρκή υποβιβασμό της
ποιότητας της σκέψης και άρα της
αντίληψης της Αλήθειας, και στη συντήρηση της κοινωνίας στο επίπεδο της μάζας
και επομένως στη διαρκή της υποτέλεια, στον έλεγχο ποικίλων κέντρων εξουσίας,
και τη διαιώνιση των ίδιων καταστάσεων μέσω καινοφανών άλλων.
Επικαλούμενοι
και χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν το πρόσχημα της συλλογικότητας, συνήθως
διαφεύγουμε ή απλώς λησμονούμε τη μικρή πλην χρήσιμη λεπτομέρεια ότι, πριν απ’
όλα, η κάθε συλλογικότητα αποτελείται από ατομικότητες. Χωρίς αυτές καμιά
συλλογικότητα δεν είναι δυνατόν να συσταθεί.
Κατ’
επέκτασιν η ευθύνη είναι τρόπος σκέψης, τρόπος δράσης, στάση και Κατάσταση της
προσωπικής ζωής της κάθε μιας ατομικότητας ξεχωριστά.
Είναι
βέβαια ένα ζήτημα, αν η ατομικότητα θα επιλέξει να αναλάβει ακόμη κι αυτήν την
ευθύνη του ρόλου της ή, αν θα επιλέξει να χρησιμοποιεί το πρόσχημα της
συλλογικότητας ώστε να δικαιολογεί την αδυναμία της και γι’ αυτήν ακόμη τη
στοιχειώδη επιλογή.
Διότι
παρ’ όλο που είναι εντελώς άβολο και κινητοποιεί οργή και θυμό έναντι των κατά
περίστασιν καθοδηγητών, εν τέλει σε κάθε περίπτωση που η ατομικότητα επιζητεί
να διαφύγει των συνεπειών των όποιων της επιλογών (respondeo), τότε
κυριολεκτικά και μεταφορικά η μάζα (το ποίμνιο) γίνεται το ασφαλές και χρήσιμο
κρησφύγετο, το μαντρί. Και φυσικά κάποιος παλιός ή νέος ποδηγέτης καθίσταται
χρήσιμος και απαραίτητος. Ο «καλός» ποιμήν.
Βιώνοντας
άρρητα άκριτα την κατάσταση της ανεύθυνης μαζικότητας κατά καιρούς οι ένοικοι
του μαντριού επιδιώκουν την επανάσταση και την ανατροπή του Ποιμένα. Προς τι;
Εφ’ όσον αδυνατούν να αντιληφθούν ότι το θέμα δεν είναι η αλλαγή του Ποιμένα,
αλλά η κατ’ αρ-χήν αναγνώριση των ατομικοτήτων τους και κατ’ επέκτασιν η
προσωπική αλλαγή της κάθε μιας από αυτές.
Επειδή
είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης η αποδοχή να ανήκει ο καθείς στο «ποίμνιο» και,
είτε υπάρχουν είτε όχι λύκοι, να εκχωρεί στον «ποιμένα» το δικαίωμα να τον
προστατεύσει ή να τον σώσει, να επιλέξει ποιο πρόβατο θα φαγωθεί προς όφελος
άλλων και ποιών ακριβώς, καθώς και ποια θα επιβιώσουν.
Χρειάζεται
η αναγνώριση του ρόλου κάθε ξεχωριστής ατομικότητας, η αναζήτηση και η αντίληψη
του Μεγέθους και της ατομικής συνεισφοράς και ευθύνης μέσω αυτής της
συμμετο-χής στα πράγματα, η βύθιση στην πρωταρχική σημασία, στην χωρίς έκπτωση
σημασία των γλωσσικών κωδίκων, προκειμένου και με αυτόν τον τρόπο να διευρυνθεί
ο ψυχικός κόσμος και οι νοητικές ικανότητες. Προκειμένου να ειδωθούν, να
καθαριστούν και να συντηρηθούν οι αρ-μοί που ορίζουν την Τάξη και καταργούν το
Χάος.
Επειδή
ο Λόγος δεν γίνεται να λειτουργεί ερήμην των κωδίκων του λόγου. Κι επειδή, αν ο
καθένας αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και χρησιμοποιεί διαφορετικά τους κώδικες,
δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναγνωρίσει ούτε τη μέσα του Τάξη ούτε και το
Χάος μέσα του. Και δεν μπορεί να υπερβεί ποτέ ούτε αυτόν τον λόγο, παρ’ όλο που
μπορεί διακαώς ν’ αναζητά την επαφή και τη σύνδεση με τον Λόγο.
Χρειάζεται
απλώς η εφαρμογή του «να κάμω κάτι ευθύ». Όχι η επίκριση που ενυπάρχει στην
ερώτηση: «πράττει ο «άλλος» το σωστό, το πρέπον»; Αλλά το «ευθύ». Κι όχι για
τον «άλ-λον», για εμέ: «Πράττω το ευθύ;» Είμαι, εν τέλει, ευθύς;
Όχι
το πλάγιο ερώτημα, το έμμεσο, το ψυχολογικό, το πολιτικό-αλλά το άμεσο: Είμαι
ευθύς; Πράττω ευθέως; Όχι το διαχωριστικό, το παγιδευτικό «σωστό ή λάθος», αλλά
το ουδέτερο, το ισοβαρές και από ίση απόσταση θεώρησης έναντι του κάθε τι, το
ουσιώδες, το υπαρξιακό: «κάμνω τη ζωή ευθεία»;
Κι
αυτό δεν είναι μια πρακτική αναγκαία, αλλά είναι μια άσκηση, μια διαρκής άσκηση
επιφυλακής για την Ανάγκη και το Αναγκαίο. Και οπωσδήποτε για την ίδια τη Ζωή
και την άσκη-ση στην Ουσία της.
Και
σε ό,τι αφορά εμάς, αν τόση έγνοια έχουμε, αν τόσο κοπτόμαστε για την
«ελληνική» μας συνέχεια, γιατί δεν αρχίζουμε να σκεπτόμαστε και να δρούμε ως
Έλληνες; Ως εκείνοι οι Έλληνες; Θα
πρόκειται άλλωστε για μια στροφή, για ένα μικρό βήμα προς το Συνειδός.
[i] Ευθύνη η (ΑΜ εύθυνα και ευθύνη) η υποχρέωση που έχει κάποιος να
δώσει λόγο των πράξεών του («ανα-λαμβάνω όλη την ευθύνη γι’ αυτό που
προτείνω»)// (νεοελλ.) 1. Το σύνολο των συνεπειών σε βάρος κάποιου/για την
παράβαση ηθικής αρχής ή για την κακή διαχείριση ορισμένης εντολής. 2. (φρ.) α)
«ποινική ευθύνη» - η υποχρέωση που έχει παραβάτης νόμου να υποβληθεί σε
ανάκριση και δίκη ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και να εκτίσει την ποινή που του
επιβλήθηκε. β) «ευθύνη δημοσίου» - η νομική υποχρέωση του δημοσίου γι ανόρθωση
των ζημιών που προκλήθηκαν σε ιδιώτες από πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων
του // (αρχ.-μσν.) 1. Απόδειξη της αλήθειας 2. Διόρθωση, τιμωρία («η γάρ εύθυνα
βλάβη τις δικαία εστίν» Αριστοτ.) // (αρχ.) 1. Το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ,
το ίσιωμα. 2. Κλήση για λογοδοσία. 3. (στην Αθήνα) η λογοδοσία την οποία κάθε
δημόσιος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να δώσει κατά το τέλος της δημόσιας
υπηρεσίας του. 4. (φρ.) α) «πρεσβείας εύθυναι» - λογοδοσία για πρεσβεία. Β)
«απαιτώ τινα ευθύνας τινός» ζητώ λογοδοσία από κάποιον για κάτι. Γ) «τας
ευθύνας κατηγορώ», « επί τας ευθύνας έρχομαι» αμφισβητώ την λογοδοσία κάποιου
δ) «ευθύνας» (ή εύθυναν) οφλείν» κατηγορούμαι ή καταδικάζομαι για κατάχρηση ε)
«ευθύνας αποφυγείν (ή διαφυγείν) απαλλάσομαι από την κατηγορία στ) «αι του βίου
εύθυναι» ο απολογισμός του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ.
Εύθυνα, ο οποίος προήλθε υποχωρητικώς από το ρ. ευθύνω. Από τις πλάγιες πτώσεις
(ευθύνης, ευθύνη) προέκυψε αργότερα η παροξύτονη ονομαστική σε –η ευθύνη-
(παρβλ. Τόλμα>τόλμη)] 1.Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρος,
Αθήνα, 2007 2. [Η λ. προέρχεται από τη
γενική πτώση (της ευθύνης) του αρχ. ουσ. εύθυνα, το οποίο ανάγεται στο επίθ.
ευθύς.] Λεξικό της Ελλ. Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη
2. Ευθύνω (ΑΜ ευθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω
(«ευθύνω μέταλλο»)// (νεοελλ.) 1. Καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με
ευθύνες. 2. (συν. Μεσ.) ευθύνομαι – είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα
τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)// (αρχ.μσν.) 1.
Διοικώ, κυβερνώ («φίλιππον λαόν ευθύνων δορί» Ευρ.) 2. Αναιρώ, ανασκευάζω («την
Φιλίστου διάλεκτον ευθύνειν» Πλούτ.) //(μσν.) καταδικάζω //(αρχ.) 1. Οδηγώ στην
ευθεία ή κατ’ ευθείαν («προς οίκον ευθύνοντες
εναλίαν πλάτην», Ευρ.) 2. (για δρόμο) στρώνω, αφαιρώ τα εμπόδια («φωνή
βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου», ΚΔ) 3. Δικάζω σύμφωνα με το
δίκαιο 4. Στέλνω («χρόνος όλβον… ευθύνει», Πινδ.) 5. (στην Αθήνα για τους
άρχοντες) καλώ κάποιον σε λο-γοδοσία 6.
Υποβάλλω σε βασανιστήρια 7. Υπηρετώ ως εύθυνος 8. Διοικούμαι, κυβερνώμαι 9.
(παθ.) ευθύνομαι α) ανασκευάζομαι, εξελέγχομαι β) υποβάλλομαι σε κριτική έρευνα
10. Α) (αρς. Μτχ. Ενεργ. Ενεστ. ως ους.) ο ευθύνων, ο πηδαλιούχος β) (η μτχ.
Παθ. Ενεστ. Στο αρσ. Πληθ.) οι ευθυνόμενοι, οι κατηγορούμενοι. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Πάπυρος,
Αθήνα, 2007
3. Εὔθυνα, ἡ, ἀλλά κατά
το πλεῖστον ἐν τῶ πληθ. εὔθυναι αἱ (εὐθύνω). ἔλεγξις λογαριασμῶν, λογο-δοσία //
εὐθύνας ἀπαιτῶ = ἀπαιτῶ λογοδοσίαν παρά τινος (νά λογοδοτήσῃ // εὐθύνας δίδωμι
= ὑπέχω εὐθύνας, παρέχω (ὑποβάλλω) λογαριασμούς πρός ἐξέτασιν, λογοδοτῶ //
εὐθύνας ὀφλισκάνω = κατηγοροῦμαι ἤ καταδικάζομαι ἐπί καταχρήσει, ἤ ἐν
περιπτώσει καταδίκης πληρώ-νω πρόστιμον (ἤ: εἶμαι ὑποχρεωμένος νά πράξω οὕτω).
// τιμωρία, ἐπανόρθωσις. Ἐξ αὐτοῦ το
Εὔθυνος, ὁ. ὁ εὐθύνων δικαστής, τ. ἔ. ὁ ἐξελέγχων, ὁ ἐξερευνῶν, ὁ
διορθῶν, ὁ τιμωρῶν δικαστής. Ἐν Ἀθήναις Ἀρχή ἐκ δέκα ἀνδρῶν, οἵτινες ἐξήλεγχον
τάς λογοδοσίας τῶν διαχειρισθέντων δημό-σιον ἀξίωμα καί ἀπεφαίνοντο ἐπ’ αὐτῶν.
// διορθωτής, τιμωρός. Λεξικόν της
Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ιωάννου Σταματάκου, Άθήνα, 1994 ]
[ii]
Отговорност - riza:отговор// otgovotnost- ριζα – otgovor (απαντηση), δινω το λογο μου, θα απαντω για
πραξη, αναλαμβανω να προσεχω κατι. (η δασκαλα ευθυνεται για τα
παιδια ) [Ευχαριστίες στην κα Penka Njamova]
[iii] Ήδη στις αρχές του 7ου
αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, εντοπίζονται Ιστορικά σλάβικες
εποικίσεις στην Δαλματία, τη Δαρδανία και τη Μοισία από όπου θα εξαπλωθούν στα
νότια των Βαλκανίων. [Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BB%CE%AC%CE%B2%CE%BF%CE%B9]
[iv]
Βασικό Λεξικό της Λατινικής, Γερ. Α. Μαρκαντωνάτος, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1995
[v] Responsible a. 1599. [a. obs. F., l. respons-, respondere to Respond.] +1.
Correspondent or answering to something
- 1698. 2. Answerable, accountable (to another for something); liable to
be called to account 1643. B. morally accountable for one’s actions; capable of
rational conduct 1836. 3. U.S.
answerable to a charge 1650. 4. Ca-pable of fulfilling an obligation or trust;
reliable, trust-worthy; of good credit and repute 1691. b. of respectable
ap-pearance 1780. 5. Involving responsibility or obligation 1855.
1.The Mouth large, but not r. to so large a
Body 1698. 2. Being r. to the King for what might happen to us 1662. B. this
great God has treated us as r. beings 1836. 4. Very r. tenants 1817. B. he is
wrapped in a r. dressing-gown Dickens. 5. High and r. positions 1880. Hence
Respo.nsibleness. respo.nsibly adv.
Response. M.E. [orig. a. OF. Respons or
response. Later, ad. L., responsum, f. respondere.] 1. An answer, a reply. B.
transf. and fig. An action or feeling which answers to some stimulus or
influence 1815. 2. Eccl. A. = responsory sb. 1450. B. a part of the liturgy
said or sung by the congregation in reply to the priest. (Correl. To Versicle).
3. An oracular answer 1513. 4. Mus. In contrapuntal music, the repetition by
one part of a theme given by another part 1797. 3.The ancient oracle.. from
which.. the Greeks of his time used to seek responses 1869. Hence
Re-spo.nseless a. giving no r. or reply.
Responsible a. 1599. [a. obs. F., l. respons-,
respondere to Respond.] +1. Correspondent or answering to something - 1698. 2. Answerable, accountable (to
another for something); liable to be called to account 1643. B. morally
accountable for one’s actions; capable of rational conduct 1836. 3. U.S. answerable
to a charge 1650. 4. Ca-pable of fulfilling an obligation or trust; reliable,
trust-worthy; of good credit and repute 1691. b. of respectable ap-pearance
1780. 5. Involving responsibility or obligation 1855.
1.The Mouth large, but not r. to so large a
Body 1698. 2. Being r. to the King for what might happen to us 1662. B. this
great God has treated us as r. beings 1836. 4. Very r. tenants 1817. B. he is
wrapped in a r. dressing-gown Dickens. 5. High and r. positions 1880. Hence
Respo.nsibleness. respo.nsibly adv. [The Oxford Universal Dictionary Illustrated,
William Little, H.W. Powler, J. Coulson, revised and edited by C.T. Onions, reprinted with corrections 1965, Great
Britain]
[vi] Responsabilité n. f. Obligation de réparer le dommage cause à autrui par soi-même,
par une personne qui dépend de soi, ou par un animal ou une chose qu’on a sous
sa garde. // Obligation de supporter le châtiment prévu pour l’infraction qu’on
a commise. //Capacité de prendre une décision San en référer préalablement a
une autorité supérieure. //nécessite, pour un ministre, d’abandonner ses
fonctions lorsque le Parlement lui refuse sa confiance: la responsabilité
ministérielle caractérise le régime parlementaire. Responsabilité collective,
fait de considérer tous les membres d’un groupe comme solidairement
responsables de l’acte commis par un des membres de ce groupe.
Responsible adj. (du lat. Responder, se porter
Garand). Qui doit répondre, être garant de ses propres actions ou de celles
d’autrui dont il a la charge: gouvernement responsable. // - N. Personne qui a
la capacité de prendre des décisions, mais qui doit en rendre compte à une
autorité supérieure ou à ses mandants. [Petit
Larousse Illustre, Paris, 1978]
[vii] responsable. (Del lat. responsum, supino de respondĕre, responder). 1. adj.
Obligado a responder de algo o por alguien. U. t. c. s. 2. adj. Dicho de una
persona: Que pone cuidado y atención en lo que hace o decide. 3. com. Persona
que tiene a su cargo la dirección y vigilancia del trabajo en fábricas,
estable-cimientos, oficinas, inmuebles, etc. ~ civilmente. 1. m . Der. responsable que,
sin estar sometido a responsabilidad penal, es parte en una causa a los efectos
de restituir, reparar o indemnizar de un modo directo o subsidiario por las
consecuencias de un delito. [DICCIONARIO
ONLINE DE LA REAL ACADEMIA ESPAŇOLA [Ευχαριστίες στην κα Ελπίδα Θεοδωρακάκου]
[viii] ὑπ-αίτιος, α Verantwortung gezogen, unter Anklage; τινί, einem verantwortlich; ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen einen auf mich geladen, so daß ich der
Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin. Προέρχεται από τη λέξη Antwort
που σημαίνει απάντηση. [http://www.operone.de/griech/altspraksearch.php?search=Verantwortung&operator=and.
[Ευχαριστίες στην κα Isolde Pluta]
[Νατάσα Ζαχαροπούλου] συγγραφείς στον ιστό |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)