Πρόλογος
Η ιστορία της Κρήτης υπήρξε πάντα μια ιστορία κατακτήσεων και επαναστάσεων. Το νησί ύστερα από την αραβική κατάκτηση το 824 παραλίγο να χάσει τον ελληνικό του χαρακτήρα. Με την ανάκτηση όμως από τους Βυζαντινούς το 961 η ελληνική φυσιογνωμία του νησιού αποκαταστάθηκε. Μετά την πρώτη άλωση και κατά την διανομή των βυζαντινών εδαφών η Κρήτη πέρασε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Αυτός όμως πούλησε την Κρήτη στους Βενετούς για 10000 αργυρά μάρκα. Η Γένουα έκανε προσπάθειες για να την αποκτήσει αλλά μετά από μάχες το 1212 η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην κατοχή των Βενετών. Παρά τις πολιτικές και στρατιωτικές περιπέτειες του νησιού, η Κρήτη γνώρισε στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας μια αναγέννηση που ξεπερνάει σε βάθος και ζωντάνια κάθε ανάλογη στον ελληνικό χώρο. Σταθερό υπέδαφος αυτής της αναγέννησης ήταν η ελληνική γλώσσα και οι ελληνικές παραδόσεις. Πάνω από το ελληνικό όμως υπέδαφος κυλούσε ο άνεμος της ιταλικής αναγέννησης. Οι Βενετοί που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη έγιναν λιγότερο Βενετοί μέχρι που η ανάμιξη αίματος και γλώσσας δημιούργησε μια νέα ιδιότυπη πολιτιστική ομάδα. Σίγουρα η Κρήτη δεν σταμάτησε τις εξεγέρσεις αλλά στην συνείδηση των λογίων, των ποιητών και των καλλιτεχνών έγινε η σύζευξη και συγχώνευση των διαφορετικών επιδράσεων και παραδόσεων.
Η ιστορία της Κρήτης υπήρξε πάντα μια ιστορία κατακτήσεων και επαναστάσεων. Το νησί ύστερα από την αραβική κατάκτηση το 824 παραλίγο να χάσει τον ελληνικό του χαρακτήρα. Με την ανάκτηση όμως από τους Βυζαντινούς το 961 η ελληνική φυσιογνωμία του νησιού αποκαταστάθηκε. Μετά την πρώτη άλωση και κατά την διανομή των βυζαντινών εδαφών η Κρήτη πέρασε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Αυτός όμως πούλησε την Κρήτη στους Βενετούς για 10000 αργυρά μάρκα. Η Γένουα έκανε προσπάθειες για να την αποκτήσει αλλά μετά από μάχες το 1212 η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην κατοχή των Βενετών. Παρά τις πολιτικές και στρατιωτικές περιπέτειες του νησιού, η Κρήτη γνώρισε στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας μια αναγέννηση που ξεπερνάει σε βάθος και ζωντάνια κάθε ανάλογη στον ελληνικό χώρο. Σταθερό υπέδαφος αυτής της αναγέννησης ήταν η ελληνική γλώσσα και οι ελληνικές παραδόσεις. Πάνω από το ελληνικό όμως υπέδαφος κυλούσε ο άνεμος της ιταλικής αναγέννησης. Οι Βενετοί που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη έγιναν λιγότερο Βενετοί μέχρι που η ανάμιξη αίματος και γλώσσας δημιούργησε μια νέα ιδιότυπη πολιτιστική ομάδα. Σίγουρα η Κρήτη δεν σταμάτησε τις εξεγέρσεις αλλά στην συνείδηση των λογίων, των ποιητών και των καλλιτεχνών έγινε η σύζευξη και συγχώνευση των διαφορετικών επιδράσεων και παραδόσεων.
Το θαύμα αυτό το συναντάμε σε όλη την κρητική τέχνη που κατόρθωσε
να συνδυάσει την παράδοση της βυζαντινής ζωγραφικής και αγιογραφίας με τις αναζητήσεις
των ιταλικών εργαστηρίων. Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Το θαύμα όμως αυτό λειτούργησε με μεγαλύτερη πληρότητα στην κρητική λογοτεχνία.
Στον «Ερωτόκριτο» ο Β.Κορνάρος μετέβαλε ένα μέτριο ευρωπαϊκό έργο σε σωστό
μνημείο λόγου και αισθήματος.
Η Θυσία του Αβραάμ
Η Θυσία του Αβραάμ βασίζεται στο γνωστό μυστήριο της Παλαιάς
Διαθήκης και στηρίχτηκε πάνω στο έργο του L. Grotto “Isach”
Πότε γράφτηκε η Θυσία του Αβραάμ; Η φιλολογική έρευνα έχει εγκαταλείψει την εκδοχή του Legrand που ισχυριζόταν ότι γράφτηκε μεταξύ 1535 και 1555. Αφού το έργο «Isach» του Grotto πρωτοεκδόθηκε στην Βενετία το 1586, το έργο δεν μπορεί να γράφτηκε πριν από αυτήν την χρονολογία. Το πρόβλημα του ποιητή της «Θυσίας» πρέπει με μεγάλες πιθανότητες να θεωρείται λυμένο, αν και δεν υπογράφτηκε ποτέ από κάποιον. Πρώτος τον αποκάλυψε έστω και με υποθετικό τρόπο ο Ξανθουδίδης στην εισαγωγή της κριτικής έκδοσης για τον «Ερωτόκριτο». «Αν», γράφει, «ήτο δυνατόν να εξακριβωθεί ως χρόνος της θυσίας το 1635 δεν θα εδίσταζον να υποθέσω ότι και η θυσία είναι έργον του Β.Κορνάρου, ποιηθέν κατά την νεότητα του και ολίγον πριν του Ερωτοκρίτου». Ο Ξανθουδίδης στήριξε την υπόθεση του στις αξιοσημείωτες ομοιότητες που υπάρχουν σε διαφορετικά χωρία των δύο έργων. Μεταγενέστερες όμως συγκρίσεις έδειξαν ότι είναι πολυάριθμοι οι στίχοι που επαναλαμβάνονται στα δύο έργα, συνήθως ελαφρά παραλλαγμένοι, συχνά όμως και αυτούσιοι. Για παράδειγμα στον στίχο 364 της «θυσίας» διαβάζουμε «πιάσω μαχαίρι και σφαγώ να κακοθανατίσω» ενώ στο Α 762 του «Ερωτόκριτου» διαβάζουμε «πιάσω μαχαίρι να σφαώ, να κακοθανατίσω». Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορεί να βρει ο αναγνώστης των δύο κειμένων. Ξέχωρα από τις ομοιότητες που υπάρχουν σε πολυάριθμους στίχους των δύο έργων, τα συνδέει και το λεκτικό, το ύφος και η τεχνική. Εντούτοις οι αμφιβολίες για τον ποιητή της «Θυσίας» παραμένουν. Είναι αλήθεια πως μεγάλα κομμάτια από τον «Isach» επαναλαμβάνονται αυτούσια ή με ελάχιστες παραλλαγές στην κρητική «Θυσία». Αλλά και εκεί που η μίμηση είναι μεγάλη ο Έλληνας ποιητής δεν αρκέστηκε στην μετάφραση ή στην απλή διασκευή. Το έργο στο σύνολό του έχει ρυθμό, ζωντάνια, πρωτοτυπία και δύναμη. Ένα σχεδόν άψυχο έργο προορισμένο για έργο σπουδαστηρίου μεταμορφώθηκε σε έργο με ευρύτατη απήχηση και εξακολουθεί ακόμα να συναρπάζουν οι πολλές σκηνικές του παραστάσεις. Από το έργο ακολουθεί ως δείγμα ο θρήνος της Σάρας
Πότε γράφτηκε η Θυσία του Αβραάμ; Η φιλολογική έρευνα έχει εγκαταλείψει την εκδοχή του Legrand που ισχυριζόταν ότι γράφτηκε μεταξύ 1535 και 1555. Αφού το έργο «Isach» του Grotto πρωτοεκδόθηκε στην Βενετία το 1586, το έργο δεν μπορεί να γράφτηκε πριν από αυτήν την χρονολογία. Το πρόβλημα του ποιητή της «Θυσίας» πρέπει με μεγάλες πιθανότητες να θεωρείται λυμένο, αν και δεν υπογράφτηκε ποτέ από κάποιον. Πρώτος τον αποκάλυψε έστω και με υποθετικό τρόπο ο Ξανθουδίδης στην εισαγωγή της κριτικής έκδοσης για τον «Ερωτόκριτο». «Αν», γράφει, «ήτο δυνατόν να εξακριβωθεί ως χρόνος της θυσίας το 1635 δεν θα εδίσταζον να υποθέσω ότι και η θυσία είναι έργον του Β.Κορνάρου, ποιηθέν κατά την νεότητα του και ολίγον πριν του Ερωτοκρίτου». Ο Ξανθουδίδης στήριξε την υπόθεση του στις αξιοσημείωτες ομοιότητες που υπάρχουν σε διαφορετικά χωρία των δύο έργων. Μεταγενέστερες όμως συγκρίσεις έδειξαν ότι είναι πολυάριθμοι οι στίχοι που επαναλαμβάνονται στα δύο έργα, συνήθως ελαφρά παραλλαγμένοι, συχνά όμως και αυτούσιοι. Για παράδειγμα στον στίχο 364 της «θυσίας» διαβάζουμε «πιάσω μαχαίρι και σφαγώ να κακοθανατίσω» ενώ στο Α 762 του «Ερωτόκριτου» διαβάζουμε «πιάσω μαχαίρι να σφαώ, να κακοθανατίσω». Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορεί να βρει ο αναγνώστης των δύο κειμένων. Ξέχωρα από τις ομοιότητες που υπάρχουν σε πολυάριθμους στίχους των δύο έργων, τα συνδέει και το λεκτικό, το ύφος και η τεχνική. Εντούτοις οι αμφιβολίες για τον ποιητή της «Θυσίας» παραμένουν. Είναι αλήθεια πως μεγάλα κομμάτια από τον «Isach» επαναλαμβάνονται αυτούσια ή με ελάχιστες παραλλαγές στην κρητική «Θυσία». Αλλά και εκεί που η μίμηση είναι μεγάλη ο Έλληνας ποιητής δεν αρκέστηκε στην μετάφραση ή στην απλή διασκευή. Το έργο στο σύνολό του έχει ρυθμό, ζωντάνια, πρωτοτυπία και δύναμη. Ένα σχεδόν άψυχο έργο προορισμένο για έργο σπουδαστηρίου μεταμορφώθηκε σε έργο με ευρύτατη απήχηση και εξακολουθεί ακόμα να συναρπάζουν οι πολλές σκηνικές του παραστάσεις. Από το έργο ακολουθεί ως δείγμα ο θρήνος της Σάρας
Ώφου μυστήριο φρικτό!ώφου καημός και πάθος,
όντα μου’πούσι, τέκνο μου, το πώς γίνης άθος!
Ώφου!με ποιάν αποκοτιά να δυνηθής να σφάξεις
τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μηδέν τρομάξεις;
Θέλεις το να σκοτεινιαστούν τα μάτια σου, το φως σου
και να νεκρώσει το παιδί, να ξεψυχήσει ομπρός σου;
Με ποιάς καρδιάς απομονή να ακούσεις την φωνή το,
Όντας ταράξει ωσάν αρνί ομπρός σου το κορμίν του;
Ώφου, παιδί τσ’υπακοής, που μέλλεις να στρατέψεις;
‘ς ποιόν τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψεις;
Κι ως πότες να σε καρτερή ο κύρης κ’ η μητέρα;
Ποιάν εβδομάδα, ποιόν καιρό, ποιόν μήνα, ποιάν ημέρα;
Ώφου τα φύλλα της καρδιάς και πώς να μην τρομάσσου,
όνταν εις αλλουνού παιδί γροικήσω τ’ όνομά σου;
Τέκνο μου, πώς να δυναστώ την αποχώρησί σου,
Πώς να γροικήσω αλλού φωνή κι όχι την εδική σου;
Τέκνο μου, και γιατ’ ήθελες να λείψεις από μένα,
εγίνης τόσο φρόνιμο, παρά παιδί κανένα;
Τάσσω σου, υγιέ μου, τον καιρό που θέλω ακόμη ζήσει,
να μην αφήσω κοπελλιού γλώσσα να μου μιλήσει,
μα να θωρούν τα μάτια μου χαμαί τση γης τον πάτο,
και να θυμούμαι πάντοτε το σημερινό μαντάτο.
όντα μου’πούσι, τέκνο μου, το πώς γίνης άθος!
Ώφου!με ποιάν αποκοτιά να δυνηθής να σφάξεις
τέτοιο κορμί ακριμάτιστο και να μηδέν τρομάξεις;
Θέλεις το να σκοτεινιαστούν τα μάτια σου, το φως σου
και να νεκρώσει το παιδί, να ξεψυχήσει ομπρός σου;
Με ποιάς καρδιάς απομονή να ακούσεις την φωνή το,
Όντας ταράξει ωσάν αρνί ομπρός σου το κορμίν του;
Ώφου, παιδί τσ’υπακοής, που μέλλεις να στρατέψεις;
‘ς ποιόν τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψεις;
Κι ως πότες να σε καρτερή ο κύρης κ’ η μητέρα;
Ποιάν εβδομάδα, ποιόν καιρό, ποιόν μήνα, ποιάν ημέρα;
Ώφου τα φύλλα της καρδιάς και πώς να μην τρομάσσου,
όνταν εις αλλουνού παιδί γροικήσω τ’ όνομά σου;
Τέκνο μου, πώς να δυναστώ την αποχώρησί σου,
Πώς να γροικήσω αλλού φωνή κι όχι την εδική σου;
Τέκνο μου, και γιατ’ ήθελες να λείψεις από μένα,
εγίνης τόσο φρόνιμο, παρά παιδί κανένα;
Τάσσω σου, υγιέ μου, τον καιρό που θέλω ακόμη ζήσει,
να μην αφήσω κοπελλιού γλώσσα να μου μιλήσει,
μα να θωρούν τα μάτια μου χαμαί τση γης τον πάτο,
και να θυμούμαι πάντοτε το σημερινό μαντάτο.
Πηγή «Ιστορία της Νεολληνικής Λογοτεχνίας» εκδ. Σταφυλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)