Του
Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη
Η περαιτέρω διάκριση του Τζέικ, μιλάει ακριβώς για το πώς φαντάζεται αυτός
το δικό του ρόλο, ως ένας Αμερικανός στο Παρίσι. Διαιρεί τα αντικείμενα της
διαφήμισης σε τουρίστες και σε ανθρώπους που πηγαίνουν για να εργαστούν, και
τοποθετεί τον εαυτό του σταθερά στη δεύτερη κατηγορία. Ως άτομο που εργάζεται, ο
Τζέικ είναι πλήρες μέλος της παρισινής οικονομίας, με ενεργό συμμετοχή στην κυκλοφορία
του χρήματος και των εμπορευμάτων. Εργάζεται καθημερινά, κερδίζει χρήματα στην
Ευρώπη και τα καταναλώνει εκεί, γεγονός που τον κατατάσσει στους απόδημους συγγραφείς
και όχι στους τουρίστες. Έτσι τα διάφορα μικρά παιχνίδια και παρεμφερή
αναμνηστικά δεν προορίζονται γι αυτόν, αλλά για τους τουρίστες. Κι όταν
γίνονται οι παραινέσεις του Μπιλ Γκόρντον στον Τζέικ, στο αντίστοιχο δέκατο
τρίτο κεφάλαιο, να αγοράσει ένα ταριχευμένο
σκυλί, είναι επόμενο ότι θα συναντούσαν την άρνηση του τελευταίου και γι
αυτό πέφτουν στο κενό. Η εξοικείωση του Τζέικ με την πόλη, του επιτρέπει να δει
τα τεχνάσματα των διαφημίσεων πάνω στους
τοίχους των δρόμων της πόλης του φωτός.
Οι οικονομικές πρακτικές του Τζέικ στο Παρίσι,
αντιστοιχούν στον ηθικό του κώδικα. Το τέταρτο κεφάλαιο μας πληροφορεί για τις
κινήσεις του λογαριασμού του Τζέικ και το υπόλοιπο χρηματικό ποσό που έχει εκεί
μέσα. Σύμφωνα με το Δείκτη Τιμών του Καταναλωτή των ΗΠΑ, τα εξακόσια δολάρια
που ξόδευε το 1926 ο Τζέικ Μπαρνς, ισοδυναμούν σε κάπου επτά χιλιάδες σήμερα. Ο
Μπιλ περιγράφει τη διαδικασία ως απλή ανταλλαγή αξιών. ‘Τους δίνεις χρήματα και
σου δίνουν ταριχευμένο σκυλί’, αλλά όλα αυτά δεν ασκούν κάποια γοητεία στον Τζέικ!
Ο Τζέικ ξοδεύει τα χρήματά του σε
δραστηριότητες άλλες, όπως τρόφιμα,
ποτά, τηλεγραφήματα, εισιτήρια τρένων, ταυρομαχίες, κι ακόμα για διάφορες υπηρεσίες, όπως σερβιτόρους, θυρωρούς
και οδηγούς ταξί. Το ταξί σημειωτέον στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920, ήταν σαφώς
υπερβολή, όταν τα μέσα μαζικής μεταφοράς ήταν σίγουρα σε καλή κατάσταση. Ξοδεύει
χρήματα όχι για να αγοράσει πράγματα, αλλά για να εδραιώσει την κοινωνική του θέση, να καθορίσει τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό
είναι σαφές όταν περιγράφει τη διαφορά μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας στο
κεφάλαιο 19:
‘‘… Τα πάντα είναι σε τέτοια ξεκάθαρη
οικονομική βάση στη Γαλλία. Είναι η απλούστερη χώρα για να ζήσεις. Κανένας δεν
περιπλέκει τα πράγματα με το να γίνει
φίλος σου για οποιοδήποτε απόκρυφο λόγο. Αν θέλεις να σε συμπαθούν οι άνθρωποι,
το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να
ξοδέψεις λίγα χρήματα. Μόλις ξόδεψα λίγα χρήματα, ο σερβιτόρος άρχισε να με συμπαθεί.
Εκτίμησε τις προθέσεις μου. Ήταν μια ειλικρινής
συμπάθεια, διότι είχε υγιή βάση’’. Εδώ, οι
συνήθειες των δαπανών του Τζέικ απορρέουν από την έξυπνη και προχωρημένη κατανόηση των γαλλικών κοινωνικών σχέσεων. Προφανώς δεν ήταν συμπαθής
στο σερβιτόρο, αλλά με τα χρήματα άλλαξαν τα συναισθήματά του. Οι οικονομικές
περιστάσεις υπαγορεύουν αμετάκλητα τους όρους των κοινωνικών και διαπροσωπικών
σχέσεων. Η απλοχεριά του, τον κατατάσσει στους καλούς ταξιδευτές και εκπατρισθέντες,
παρά στους περιστασιακούς τουρίστες της πόλεως του φωτός. Σε γενικές γραμμές, ο
καταναλωτισμός του Τζέικ, συμβάλλει στην δημιουργία της αρρενωπότητας,
δημιουργώντας την ιδιαίτερη ταυτότητά του ως τζέντλεμαν και φυσικά aficionado.
Στο πρώτο κεφάλαιο της ‘Αέναης Εορτής’, ο
ήρωας του Χέμινγουεϊ αγοράζει και επενδύει προσεκτικά και γράφει για την
προοπτική να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι του, λέγοντας ότι θα ξόδευε πολλά
χρήματα για αγορά καύσιμης ύλης, κι έτσι το μετάνιωσε και βγήκε έξω στη βροχή. Μπορεί
λοιπόν να μην προτίμησε να αγοράσει καυσόξυλα, κι έτσι πηγαίνει σε ένα καλό
καφέ στην πλατεία του Σαιν Μισέλ και αγοράζει καφέ, ρούμι, μια ντουζίνα
στρείδια, και μισή καράφα λευκό κρασί. Σαφώς, αυτό που φαίνεται εδώ δεν είναι λιτότητα,
αλλά μάλλον η συνήθης προτίμηση των εκπατρισμένων, οι οποίοι διέθεταν τα
χρήματά τους όχι σε βελτίωση των αστικών εγκαταστάσεων στις πόλεις που
διέμεναν, αλλά σε προσωπικές δαπάνες. Η δημιουργία της αρσενικής ταυτότητας από
αυτές τις οικονομικές προτεραιότητες είναι πιο περίπλοκη στην περίπτωση του
Τζέικ Μπαρνς από ότι στους περισσότερους άλλους, αφού το σχέδιό του περιλαμβάνει
και το αντιστάθμισμα για τη σεξουαλική ανικανότητά του. Επειδή όμως, ο πόλεμος είχε
ως αποτέλεσμα την δραματική έκπτωση της σεξουαλικής του λειτουργίας, ο Τζέικ
ανακτά την εξουσία του με οικονομικούς όρους, με προφανές παράδειγμα το τέλος της
σχέσης του με τη Ζορζέτ, γεγονός που του κόστισε βέβαια κάποια χρήματα. Μια παρεκτραπείσα
σεξουαλικότητα είναι κοινή για όλους τους συμμετέχοντες στο τέλος της νύχτας,
αλλά μόνο ο Τζέικ χρησιμοποιεί σκληρό νόμισμα για να καλύψει την περίεργη εκτροπή του. Εκείνος δεν χάνει τα
λεφτά του, αλλά τα ξοδεύει για να λάβει αυτό που καθορίζει την εμφάνιση, αν όχι
την σεξουαλική του απόδοση, μια απλή δηλαδή ανταλλαγή αξιών. Για τον Τζέικ
Μπαρνς, ο ανδρισμός στηρίζεται μάλλον στην σχέση του με τα χρήματα
τα οποία ξοδεύει για να κρατήσει τα προσχήματα. Πληρώνει τις ιδιοτροπίες της Μπρέτ και της αγοράζει πράγματα ως κάποιο είδος τελετουργικού ζευγαρώματος, που είναι τελικά ανίκανος να
ολοκληρώσει. Εδώ δεν πρόκειται περί απλής
ανταλλαγής αξιών για την οποία ομιλεί ο Μπιλ, αφού η Μπρέτ δεν είναι πόρνη. Αυτή
είναι σίγουρα μια σχέση που βασίζεται στην πληρωμή, αλλά ο Τζέικ συνειδητοποιεί
ή παραδέχεται στο κεφάλαιο 14, όταν η Μπρέτ έρχεται μέχρι τις σκάλες με τον Κόουν
και πηγαίνει στο δωμάτιο, ότι η μέθοδος του πληρωμής είναι, ή τελικά θα είναι,
ανεπαρκής:
‘‘Νόμιζα πως είχα πληρώσει για όλα. Όχι
όπως η γυναίκα πληρώνει και ξαναπληρώνει. Ούτε ιδέα για αμοιβή ή τιμωρία. Απλώς
ανταλλαγή αξιών. Απαρνιέσαι κάτι και παίρνεις κάτι άλλο. Ή μοχθείς για κάτι. Πληρώνεις έτσι κι
αλλιώς για κάθε καλό πράγμα. Είχα πληρώσει στη ζωή μου για αρκετά πράγματα που
μου αρέσανε κι έτσι τα είχα χαρεί. Πληρώνεις ή μαθαίνοντας γι αυτά τα πράγματα,
ή με πείρα, ή διατρέχοντας κινδύνους ή με λεφτά. Χαίρομαι τη ζωή σημαίνει ξέρω
να αξιοποιώ όσο καλύτερα γίνεται τα λεφτά μου και να τ’ απολαμβάνω. Να μπορείς
να αξιοποιείς τα λεφτά σου. Ο κόσμος είναι καλός χώρος για τέτοιες συναλλαγές…’’.
Η ‘ανταλλαγή των αξιών’, είναι μια φράση η
οποία ξαναεμφανίζεται εδώ, τονίζοντας τη
φύση της σχέσεως του Τζέικ με τη Μπρέτ. Ο Τζέικ βεβαίως θεωρούσε ότι στο
παρελθόν είχε πληρώσει για τα πάντα. Η αποτυχία του Κόουν γενικώς να δαπανήσει τα χρήματά του σωστά, τον χαρακτηρίζει
ρατσιστικά και τον κατατάσσει στους Εβραίους. Αν και σε αυτή την περίπτωση ο Κόουν δεν
συμμορφώνεται με το πιο γνωστό στερεότυπο του μίζερου ή φειδωλού Εβραίου, εν
τούτοις ξοδεύει πάρα πολλά χρήματα, και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η
οικονομική του πρακτική είναι η σαφέστερη ένδειξη της εθνοτικής διαφοράς του.
Η
ευχέρεια με την οποία ο Τζέικ ξόδευε τα χρήματά του ήταν μια φυσική πράξη η
οποία σύμφωνα με κάποιους σίγουρα ταιριάζει με τον χαρακτήρα που ο Τζέικ Μπαρνς θεσπίζει για τον εαυτό του, κι
ακόμα με την πρακτική τόσο στο ετερόφυλο όσο και το ομοφυλόφιλο σεξ. Οι λέξεις ‘αγάπη’ και ‘φίλος’ όμως, στο
μυθιστόρημα, υποτιμώνται συστηματικά και εμφατικά. Η εξοικείωση του Τζέικ με
τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα στην Ευρώπη και η πολύ καλή γνώση του περιβάλλοντος,
είναι αρκετά κοινά στους ήρωες του Χέμινγουεϊ, αλλά τελικά εδώ επισκιάζονται
από τη γλώσσα της σεξουαλικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)