δοκίμιο
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
W. B. Yeats - Κ. Π. Καβάφης |
«Σαν του χρόνου έρθει η νάρκη», γράφει ο Ιρλανδός με
το γυάλινο προσωπείο. Και ο λόγος του φτάνει μέχρι την Αλεξάνδρεια και έρχεται
και κουρνιάζει δίπλα στη σιωπή του Κωνσταντίνου. Δυο άνθρωποι, δυο διαφορετικοί
κόσμοι, εκπρόσωποι των οριζόντων που δείχνουν οι μεταλλικοί ανεμοδείκτες των
αιχμηρών σκεπών, ο Καβάφης και ο Γέητς συναντιούνται μες στους στίχους της
ποιήσεώς τους. Η αγωνία, η κοινή τους αγωνία, η μεταφυσική, η ανήμερη,
διαχρονική αγωνία τους συνιστά την ίδια αγωνία των δικών μας ανώφελων καιρών.
«Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.»
Ο Καβάφης, δίχως κανένα λεκτικό στολίδι περιγράφει
μια οικεία εικόνα. Μια εικόνα από εκείνες που απαντά κανείς στα ερημικά
καφενεία της υπαίθρου, με τις ψάθινες καρέκλες του κατσίβελου και τα ξύλινα,
πολυκαιρισμένα τραπέζια, που έχουν ακόμα την οσμή του ούζου, τα καφετιά ψήγματα
του ξεραμένου καπνού. Φαντάζομαι τον ποιητή, να στέκει παράμερα, τότε, στον καιρό
της δεύτερης νιότης του και να συλλαβίζει το φόβο του γήρατος. Απέναντί του
ένας ηλικιωμένος, αξιοπρεπής κύριος. Το καπέλο με το σκληρό γείσο και την
κατάμαυρη κορδέλα, το κομποσκοίνι με τις πορφυρές χάντρες, λιγοστά, μεταλλικά
νομίσματα πλάι στο φλιτζάνι του καφέ και έπειτα δυο χέρια. Δυο χέρια που έπαψαν
πια να ανοίγουν δρόμους, που έπαψαν πια να κουβαλούν την ορμή των καταρρακτών. Δεν
μιλά εκείνος ο γέρος, μονάχα συλλογίζεται τα ξοδεμένα χρόνια, δίχως καμιά
αγωνία, δίχως καμιά έγνοια για τον καιρό που σώθηκε.
«Σαν του χρόνου έρθει η νάρκη και με τρίχες λευκές
πλάι στο τζάκι ως θα είσαι για στοχάσου και σκέψου τη γλυκιά τη ματιά σου. Μα
και πάλι ονειρέψου τις βαθιές και χαμένες των ματιών σου σκιές.»
Ο Γέητς, στοχάζεται τις μέρες του, τις παμπάλαιες,
ξοδεμένες μέρες του. Όπως και ο Αλεξανδρινός, έτσι και εκείνος, γνωρίζει καλά
πως κάποτε θα καταφτάσουν μανιασμένες οι γερασμένες σκέψεις. Ξέρει καλά, πως
κάποτε θα έρθουν τα περίφημα, αρχαιολογικά πρωινά και οι θλίψεις πια δεν θα
έχουν άλλες μορφές για να αλλάξουν. Οι δειλές λατρείες θα έχουν λησμονηθεί και
ξεθωριασμένες θα απομένουν, καθώς οι καφετιές προσόψεις των σπιτιών στις
προσφυγικές συνοικίες της πόλεως. Οι σιδερένιοι δρόμοι, εκείνοι που κάποτε
έφερναν ήχους ερώτων, επιθυμιών σφοδρών, θα μοιάζουν πια με λάβαρα ξεφτισμένα,
παρατημένα πλάι στις σωριασμένες αψίδες των θρυλικών μας επετείων.
«Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.»
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.»
Η επώδυνη αποδοχή της ήττας. Εκείνης της τραχιάς
ήττας που μόνο με τις νύκτιες συναλλαγές μας μπορεί να συγκριθεί. Ο Καβάφης
πάντα σταθερός απέναντι στη μοίρα του, αγγίζει τα σπασμένα αθύρματά της, τα
θρυμματισμένα απομεινάρια των επιλογών. Κάμει την αγωνία του συνήθεια και δεν
στοχάζεται πια εκείνον τον ξένο που κάποτε συνάντησε στον καθρέφτη και εκείνος
ψέλλιζε αλλόκοτες συλλαβές, ακατάληπτων φράσεων. Δεν μνημονεύει πια εκείνον που
μιλούσε χρόνια τώρα, μέσα από το θολό τζαμωτό για τις νεκρές, επερχόμενες μέρες
μας.
«Στη θρακιά σκύβει τώρα- σιγοτρέμουν τα χέρια,
μουρμουρίζει τη θλίψη, πώς η αγάπη περνά, ξεκινάει και ανεβαίνει σε βουνά
μακρινά τη μορφή του να κρύψει σε κορών απ’ αστέρια.»
Δυο άνθρωποι, δυο ποιητές που έζησαν παράλληλους
βίους, πιστά δοσμένοι στην υψηλή δοκιμασία της τέχνης. Γητευτές των πιο βαθιών
νοημάτων, οι δυο ποιητές ανταλλάσουν σήματα ασθενικά. Και από την Αλεξάνδρεια
μέχρι το Δουβλίνο, φεγγίζουν οι ιδέες και τα οράματα, τα πιο θλιβερά και
ανθρώπινα μαζί.
Τα δυο,
ετούτα ποιήματα αποδεικνύουν, πέρα από ρομαντικές προσεγγίσεις και αλληγορικά
νοήματα, πως η ποίηση δεν είναι μονάχα λόγια αραδιασμένα στο χαρτί, με μέτρο
και άξιο συλλαβισμό. Η ποίηση αντλεί τα θέματά της από τη ζωή και η ζωή δεν
διαφέρει σε κανένα τόπο, σε καμιά αυλή ή κάμαρη. Ο Γέητς και ο Καβάφης, όπως τόσοι
άλλοι που κατάφεραν να μιλήσουν, ξεπερνώντας τις γεωγραφικές αποστάσεις,
κατόρθωσαν και κάτι πιότερο σπουδαίο. Κατάφεραν να επιβεβαιώσουν την
οικουμενικότητα της ποίησης.
Σημείωση:
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το
ποίημα «Σαν του χρόνου έρθει η νάρκη», του Γέητς και το «Ένας Γέρος», του
Κωνσταντίνου Π. Καβάφη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)