[ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ] ΚΛΑΣΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΙΑΣ [Ηλίας Λάγιος]
αναδημοσίευση υλικού από τη ΣΟΔΕΙΑ τχ.12 [ΙΟΥΝΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ - ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΥΛΙΚΟΥ: Ματθαίος Ματθαιάδης
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Η ομάδα έκδοσης του εντύπου ευχαριστεί θερμά για την παραχώρηση του δικαιώματος της δημοσίευσης του έργου στη σοδειά τχ.12 / σελ.16 έως 23, τον εκδοτικό οίκο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ και ιδιαιτέρως τον εκδότη του, Χρήστο Δάρρα. Η “Φοινικιά”
δημοσιεύτηκε στην Ασάλευτη Ζωή και έγινε αυτόνομο βιβλίο από τις Εκδόσεις Ιδεόγραμμα. Ο Ηλίας Λάγιος για τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα έχει γράψει ακόμη,
την Εισαγωγή στα έργα "΄Ο Τάφος", "Σατυρικά Γυμνάσματα" καθώς
επίσης συνέταξε και το Γλωσσάριον, 60 σελίδων στην Ασάλευτη Ζωή, του Κωστή Παλαμά.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ
α. Στον Ίσκιο της Φοινικιάς [επιμέλεια έκδοσης: Ηλίας Λάγιος]
β. Αποσπάσματα του έργου, η "Φοινικιά" του Κωστή Παλαμά [σύνδεσμος με την έντυπη σοδειά]
γ. Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος (Άρτα 1958- Αθήνα 2005), σύντομο βιογραφικό.
_____________________________________________________________________
α. ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΙΑΣ
Στην μνήμη του Ηλία Λάγιου που την αγάπησε
οὗ γάρ πω τοιόνδε ίδον
βροτὸν ὀφθαλμῖσιν,
οὒτ’ ἂνδρ’ οὔτε γυναῖκα·
σέβας μ’ ἔχει εἰσορόωντα.
Δήλῳ δὴ ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος
παρὰ βωμῷ
φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμνενον
ἐνόησα·
ἦλθον γὰρ καί κεῖσε,
πολύς δε μοι ἒσπετο λαός,
τήν οδόν, ἦ δή
μέλλειν ἐμοί κακά κήδε’ ἒσεσθαι,
ὦς δ’αὒτως καί κεῖνο
ἰδών ἐτεθήπεα θυμῷ
δήν, ἐπεί οὒ πω τοῖον
ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης,
ὡς σε, γύναι, ἂγαμαι
τε τέθηπά τε, δείδια δ’ αἰνῶς
γούνων ἂψασθαι·
χαλεπόν δε με πένθος ἱκάνει.
Ὀδύσσεια, Ζ, 160 –
169
Ὅταν καὶ ὁ τρίτος δερβίσης
ἔπαψε νὰ μιλᾶ, ὁ Χαλίφης στράφηκε
στὸν Ὀμὰρ Ναζαράτ, αὐτὸν ποῦ τὸν ἔλεγαν Ὀμὰρ ὁ Ἐξηγητὴς
καὶ τὸν ρώτησε ποιὸς ἀπὸ
τοὺς τρεῖς ἑρμήνευσε σωστὰ
τὸ ἱερὸ Κοράνιο. Αὐτὸς
τοῦ ἀπάντησε: Κύριέ μου, τὰ λόγια καὶ
τῶν τριῶν ἦταν σοφά. Ὅμως
αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἑρμηνεύει τὸν Λόγο
τοῦ Θεοῦ εἶναι μόνον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Χάτζι ἀλ Δηούμ, Παροιμίες
Α. Ὁ τόπος τῆς Φοινικιᾶς
Ἡ φοινικιὰ γράφεται
τὸ 1900, κατὰ τὴν ρητὴ χρονολόγηση
τοῦ ποιητῆ. Θὰ πρωτοδημοσιευθῆ τὸ 1904 στὴν Ἀσάλευτη ζωή,
πέμπτη
ἀπὸ τὶς ἐννέα ἑνότητες στὶς ὁποῖες ὑποδιαιρεῖται ἡ συλλογὴ
ποθετημένη ἀκόμη καὶ χρονολογικὰ στὸ κέντρο τῆς Ἀσάλευτης ζωῆς
(τὰ ὑπόλοιπα ποιήματα κατανέμονται ἀπὸ τὸ 1896 ἕως καὶ τὸ 1904)
δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ θεωρηθῆ ἐκδοτικὰ ὁ πυρήνας, ὁ καταλύτης της
συνθέσεως.
Αὐτὸ φανερώνουν τὰ ἐκδοτικὰ γεγονότα κι αὐτὴ δὲν θὰ
μποροῦσε παρὰ νὰ ἦταν καὶ ἡ βούληση τοῦ Παλαμᾶ . Θὰ δοῦμε ὅτι
πράγματι
εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Ἀσάλευτης ζωῆς (ἀλλὰ καὶ ὅλης της
παλαμικῆς ποιήσεως) ὅμως μὲ ἕναν τρόπο πολὺ περισσότερο δρᾶ-
ματικὸ ἀπ’ ὅτι ὁ Παλαμᾶς θὰ ἤθελε. Μετὰ τὴν Φοινικιὰ κάθε ποίημἀ
του θὰ εἶναι καταδικασμένο νὰ κρίνεται καὶ νὰ ἀποτιμᾶται σὲ σχέση
μὲ τὸν βαθμὸ συγγενείας του ὡς πρὸς αὐτὴν . Τελείως σχηματικὰ θὰ
ἔλεγα ὅτι τὸ ποιητικὸ σύμπαν του Παλαμᾶ εἶναι ἕνα ἡλιακὸ σύστη-
μα μὲ τὴν Φοινικιὰ ἀπλανῆ του καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποιήματά του νὰ
περιστρέφονται
καθὼς πλανῆτες γύρω της. Καὶ γιὰ νὰ φτάσουμε τὸ
σχῆμα στὰ ἄκρα του, θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρήσουμε ὡς «καλόν» τὴν θέρ-
μότητα
τοῦ ἀπλανοῦς. Ὅσο πιὸ μακριὰ ἀπὸ αὐτὸν ἕνας πλανήτης τό-
σὸ λιγότερη καὶ ἡ ζέστη ποὺ δέχεται. Καὶ, δυστυχῶς, σ’ αὐτὸ τὸ
πλανητικὸ σύστημα ἐγγὺς τοῦ ἡλίου τῆς Φοινικιᾶς θὰ συναντήσουμε
μόνο
τοὺς ἀστεροειδεῖς κάποιων μικρῶν λυρικῶν του. Οἱ τροχιὲς
τῶν μεγάλων του «συνθέσεων» ( Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ, Ὁ Δωδε-
κάλογος
τοῦ Γύφτου)
ἐγγράφονται
στὴν
παγωμένη περιφέρεια ἢ
στὴν καλύτερη περίπτωση ( Ἀσκραῖος, Τὸ ἀεροπλάνο ), παρομοιά-
ζουν μὲ κομῆτες οἱ ὁποῖοι ἄλλοτε πλησιάζουν τὸν ἥλιο καὶ ἄλλοτε
ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτόν.
Β. Ἡ φωνὴ τῆς Φοινικιᾶς
Ἡ Φοινικιὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ 312 ἰαμβικοὺς δεκατρισύλλαβους
κατανεμημένους σὲ 39 ὀκτάστιχες στροφές. Ἂς τὰ δοῦμε ἕνα πρὸς
ἕνα.
Ὁ ἰαμβικὸς δεκατρισύλλαβος ἂν καὶ πρωτοχρησιμοποιήθηκε ἀπὸ
τὸν Ραγκαβὴ καὶ τοὺς ποιητὲς τῆς καθαρεύουσας ἄνθισε στὰ χέρια
τοῦ Ἰάκωβου Πολυλᾶ . Δυὸ σονέτα τοῦ (ἰδίως ὁ λαμπρὸς Ἐρα-
σιτέχνης
) καὶ ,
πρωτίστως αὐτὴ , ἡ μετάφραση τοῦ Ἀμλετ , μας χᾶ-
ρισαν
ἕναν
μελωδικό, εὐλίγιστο ἀλλὰ καὶ εὔρωστο στίχο , ὁ ὁποῖος
διατηρώντας
τὴν
ταχύτητα τοῦ ἑνδεκασυλλάβου θὰ ἔχει ὡς γνώρι-
σμὰ μία ἄνεση , μία εὐρυχωρία, θὰ ἔλεγα , τὴν ὁποία συναντοῦμε μό-
νὸν στὸν δεκαπεντασύλλαβο. Τέλος τὸ καθ’ ὁλοκληρίαν πεποιημένον
τοῦ θὰ ἀφήση στοὺς χειριστὲς τοῦ τὰ περιθώρια γιὰ μία ποικιλία
τομῶν καὶ παρατονισμῶν στὸ ἐσωτερικό του ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξουν
ὡς τὸν κατ’ἐξοχὴν δραματικὸ στίχο τῆς ποίησής μας. Ἔτσι μπορού-
μέ,
λοιπόν, νὰ δοῦμε τὸ σονέτο τοῦ Παλαμᾶ, Ὅταν πέθανε ὁ Πολυλᾶς
(
γραμμένο, ἀσφαλῶς, σὲ ἰαμβικὸ δεκατρισύλλαβο ) ὡς στάση ἠθική,
πράξη δικαιοσύνης. Ὁ Παλαμᾶς θὰ ἀνακαλύψη τὸν δεκατρισύλλαβο
τὸ 1894 καὶ μέχρι τὴν Φοινικὶα θὰ τὸν ἐπεξεργαστὴ διεξοδικὰ στὶς
δυὸ πρῶτες ἑνότητες τῆς Ἀσάλευτης ζωῆς ( Πατρίδες – πλὴν τέσ-
σαρων
ποιημάτων , τὸ ἕνα γραμμένο μεταγενέστερα,
Γυρισμὸς ).
Ὁ ἴδιος θὰ καλύψη ὅλο τὸ κενὸ στὴν καλλιέργεια τοῦ δεκατρισύλ-
λαβου ἀνάμεσα στὸν Πολυλὰ (καὶ τὶς μεταφράσεις τοῦ Καλοσγοῦ-
ροῦ ) καὶ τὴν δικιά του
Φοινικιὰ (νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ καὶ τὰ θαυμά-
σια Ἀγάπης λόγια του Ἐφταλιώτη ).
Λίγα καὶ γιὰ τὴν ὀκτάστιχη στροφή, τὴν στροφὴ ποὺ καθιέρωσε
καὶ νομιμοποίησε στὴν γλώσσα μας ὁ Σολωμὸς μὲ τὸν Λάμπρο, τὴν
«ὀχτάβα». Ὑπακούοντας στὸ αὐστηρὸ ἰταλικὸ σχῆμα ὁμοιοκαταλη-
ξίας
(αβαβαβγγ) ἔχει τὸ πλεονέκτημα τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως τῶν
δυὸ πρώτων καταλήξεων (ἄβ) ἐνορχηστρωμένων σ’ ἕνα μουσικὸ
ἀφηγηματικὸ τέμπο, ὅσο καὶ τὴν δραματικὴ ἀνακοπῆ του ἀπὸ τὸ
ὁμοιοτέλευτο δίστιχο,
Χρησιμοποιώντας τὸν συνδιασμὸ ἰαμβικοῦ δεκατρισύλλαβου καὶ
ὀχτάβας (ἀναδεχόμενος διπλὴ τὴν ἐπτανήσια κληρονομία ) ὁ Πά-
λάμας
δημιουργεῖ τὴν ἰδανικὴ μορφὴ γιὰ τὴν Φοινικιά. Ἔχουμε πιὰ
τὸ ὄργανο γιὰ νὰ ὑπάρξη καὶ νὰ ἀκουστῆ ἕνα ποίημα βαθύτατα
ὑποστασιακό, νὰ ἀποτυπωθοῦν οἱ λεπτὲς διακυμάνσεις ἑνὸς ὑπαρ-
ξιακοὺ μονολόγου, οἱ ἀποχρώσεις ἑνὸς δράματος τὸ ὁποῖο δὲν θὰ
ἀφηγηθῆ παρά, ἐρρύθμος, θὰ σχολιάση τὸν ἑαυτό του.
Εἶναι ἡ ὥρατῆς Φοινικιᾶς.
Γ1. Ὁ χρόνος τῆς Φοινικιᾶς
Ὅπως, ὀρθότατα, παρατηρεῖ ὁ Νάσος Βαγενάς, ἡ Φοινικιὰ πέραν
τοῦ νὰ εἶναι μεῖζον ποίημα (μαζὶ μὲ τὸν Κρητικὸ καὶ τὸ Μήτηρ Θεοῦ
εἶναι τὰ τρία μείζονα ὁλοκληρωμένα – προσοχὴ – ποιήματά του
«παραδοσιακοῦ» στίχου ) φαντάζει καὶ ὡς μεῖζον ἱστορικὸ παράδοξο.
Ἔρχεται, περίπου, ἀπὸ τὸ πουθενά, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Παράσχου καὶ
τοῦ Ὀρφανίδη (δὲν ἐννοῶ βιολογικά) ἤ, ἂν θέλετε, τοῦ Γρυπάρη καὶ
τοῦ Μαλακάση καί, ἀκόμη, αὐτοῦ τοῦ ἴδιου του Παλαμα, σ’ ἕνα
κλίμα
ὅπου
καλλιεργεῖται (στὴν καλύτερη περίπτωση ) ὁ ἐλάσσων
λυρισμὸς καὶ ἔρχεται τί; Ἕνα ποίημα, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ
ἔχουν ὀνειρευθεῖ ὁ ἀββᾶς Μπρεμὸν καὶ ὁ Παῦλος Βαλερὺ δέκα
μὲ εἴκοσι χρόνια ἀργότερα. Ἕνα ποίημα χωρὶς ὑπολείμματα,
«καθαρό»
μέχρι τὴν
βιαιότητα, ἕνα ποίημα ποὺ ἐκ προοιμίου ἀπαρ-
νεῖται τὴν ἐξιστόρηση.
‘Εδώ, μία παρέκβαση.
Δ1. Ὁ μύθος τῆς Φοινικιᾶς
Αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε γιὰ τὸν μύθο τῆς Φοινικιᾶς εἶναι ὅ,τι ὁ
Παλαμᾶς γράφει στὸν πρόλογό του:
Μέσα σ’ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς, κάποια
γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα, καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλοῦσα
νε.Πέρασ’ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα), καὶ ρύθμισε τὸ μίλημα
τοὺς ἔτσι:
Καὶ μετά; Τίποτε. Μία λυρικὴ κατάφαση, ἕνας τόνος ἀποδοχῆς.
Τὸ ποιῆμα δὲν εἶναι κὰν καρκινικό, ἂν ἦταν θὰ βάδιζε ἐπὶ κύκλω,
ἔστω, γιὰ νὰ ἐπιστρέψη. Ὅμως στὴν Φοινικιὰ τίποτε, ἀπολύτως τί-
πότε,
δὲν κινεῖται. Ὑπάρχει ἕνα καὶ μοναδικὸ σημεῖο ἐπὶ γῆς (;),
ἀκίνητο καὶ προαιώνιο καὶ μία τραγωδία ποὺ δὲν καταδέχεται τὴν
ἀρχιτεκτονική.Μόνη δομὴ τῆς Φοινικιᾶς εἶναι ἡ Φοινικιά.
Ε. Τὸ χρῶμα τῆς Φοινικιᾶς
Κατ’ ἀρχὰς :
Τὰ καταχωνίαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι (στ. 9)
Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι (στ.
17)
Ὢ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε (στ. 82)
Ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ’ἐσᾶς φῶς εἶναι (στ. 84)
Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω (στ.97)
Ἥλιε τὰ μαῦρα ὀνείρατα παρ’ τὰ καὶ πνιχ’ τὰ (στ.241)
Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου
σπέρνει μάτια (στ.249)
Ἀλλὰ καὶ :
Πές μας τὴ φωτερὴ ταερινοὺ ἱστορία,
τοῦ μαύρου θὰ σοῦ πούμ’ ἐμεῖς τὸ συναξάρι
(στ.273)
Καὶ ἡ «λύση» :
Ὢ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι (στ.1)
Καὶ μήτ’ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρη (στ.312)
Δ2. Ὁ μύθος τῆς Φοινικιᾶς
Ὕπαρχουν, ἀναμφίβολα ναί, κάποιοι τύποι ἀφήγησης. Ὅποιος
ἀγάπησε τὴν Νεαρὴ Μοίρα (παρὰ τὶς ἑρμηνεῖες τοῦ Ἀλλαὶν ) ἢ
τὴν Στέρνα τοῦ Σεφέρη (ὡς πρόθεση) καταλαβαίνει τὴν ἀφήγη-
σὴ τῆς Φοινικιᾶς. Τὸ ποιῆμα ἀφηγεῖται μία ὀδυνηρὴ μοναδικότητα.
Τὴν, ἅπαξ, παρουσία τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ.
Γ2. Ὁ χρόνος τῆς φοινικιᾶς
Καὶ τώρα καταλαβαίνουμε τὸ «πώς» τοῦ καιροῦ της. Ἢ Φοινικιὰ
εἶναι τὸ ἔγκεντρον, ὁ Παλαμᾶς, ὅλη καὶ μόνη ἡ ὁριστικὴ πραγματικό-
τῆς του. Ὃ Παλαμᾶς ὑψώθηκε σιγὰ σιγὰ πρὸς ἑαυτὸν καὶ αὐτήν.
Χρειάστηκε
χειρωνακτική, ὀδυνηρὴ προετοιμασία ἐτῶν, πόση ἄραγε
ἐσωτερικὴ ζωή; γιὰ νὰ ὑπάρξη ἡ μία, ἡ ἀκριβῆ στιγμή, ὅπου ἔγινε ὁ
ἐαυτός του.
Φαντάζομαι τὸν Παλαμὰ τὴν ὥρα τῆς εὐλογίας. Ἐκεῖ μᾶλλον
θὰ ἀποδέχτηκε τὰ πάντα, πίκρες καὶ χαρές, τὴν Φοινικιὰ ἢν ὑπῆρξε
καὶ ποτὲ πλέον, μία πρόστυχη μουσικὴ ἀπὸ τουμπερλέκια καὶ φλο-
γέρες
καὶ
ζουρνάδες καί, πρὶν ἀπαρνηθῆ τὸν Κωστη Παλαμὰ νὰ
ψιθύρισε:
Ἀπὸ ποιὸν κόσμο
παραστράτισες, ὢ κρίνε;
Ἀπό της εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ’ἀστέρι
Τὸ πιὸ λευκὸν;
Ὢ Φοινικιά, κ’ ἐμεῖς ; Ποιὸς ξέρει !
ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ [Ἰούλιος 1997]
___________________________________________________________________
[ΣΟΔΕΙΑ τχ.12 - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2012]
____________________________________________________________________
![]() |
| ο ποιητής Ηλίας Λάγιος |
γ. [βιογραφικό] Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα
το 1958 και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπέκυψε στα τραύματά του στην Αθήνα, στις 5
Οκτωβρίου του 2005, μετά από πτώση από το μπαλκόνι του. Έζησε στην Αθήνα και
ασχολήθηκε με την επιμέλεια εκδόσεων, ενώ συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά
και εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η Νέα Εστία και η Αυγή. Μαζί
με το Γιώργο Κοροπούλη εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό Ωλήν.
Ο Λάγιος
εκμεταλλεύτηκε στην ποίησή του τόσο τον έμμετρο όσο και τον ελεύθερο στίχο,
επιτυγχάνοντας την ανανέωση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και παρουσιάζοντας
ένα έργο που εκτείνεται από κοινωνικά ζητήματα -την κληρονομιά του Εμφυλίου, το πολιτικό
τοπίο της μεταπολίτευσης, τη μετανάστευση- έως το
πρόβλημα του θανάτου και της σιωπής του Θεού. Μελετητής και δεξιοτέχνης της ελληνικής γλώσσας, άντλησε το υλικό του από
παλαιότερα και νεότερα στρώματά της, ενεργοποιώντας ένα πλούσιο λυρικό ιδίωμα,
στο οποίο δεσπόζει η τραγική αίσθηση της πραγματικότητας και ο ανθρώπινος
σπαραγμός. Ενίοτε η γραφή του διαπνέεται από έναν καρυωτακικής προέλευσης αυτοσαρκασμό, που συχνά αγγίζει τους τόνους ενός προσωπικού εφιάλτη, ενώ άλλες φορές αναχωνεύει τον υψηλό
τόνο του σικελιανικού λυρισμού. Ωστόσο, ο στίχος
του δεν εκπίπτει στην αισθηματολογία ή τη ρητορεία, αλλά διασώζεται λόγω του
λυρικού του οράματος.
Ιδιαίτερα
επιτυχημένες στιγμές της ποιητικής του θεωρήθηκαν η σύνθεση Έρημη γη, μία παρωδία της Έρημης Xώρας του Τ.Σ. Έλιοτ, η οποία μεταγράφει, κατά το
ελιοτικό υπόδειγμα, την ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου, οι συλλογές Μουζικούλες, Πράξη
υποταγής και Φεβρουάριος 2001, στις οποίες βρίσκονται μερικά από τα
πιο ισχυρά λυρικά ποιήματα του Λάγιου, και ο Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, μία
ποιητική σύνθεση που μεταπλάθει βασικά επεισόδια από τη ζωή του Ιησού, τονίζοντας την ανθρώπινη πλευρά του και
αναδεικνύοντας το δράμα του ανθρώπου που αναζητεί την πίστη.
Το έργο του Λάγιου
εκτιμήθηκε από σύγχρονους κριτικούς και ποιητές και μελετήθηκε συνολικά μετά
τον θάνατό του από πλήθος κριτικών κειμένων και αφιερωμάτων λογοτεχνικών
περιοδικών (Αντί, Manifesto, Νέο επίπεδο, Poeticanet, σοδειά, e-poema).
Κριτικοί όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου, ο Γιάννης Δάλλας, ο Νάσος Βαγενάς, η Φραγκίσκη
Αμπατζοπούλου, ο Ευγένιος Αρανίτσης και ο Ευριπίδης Γαραντούδης τόνισαν
την ποιητική ιδιοφυΐα και την ιδιαίτερη προσφορά της γραφής του Λάγιου στο
σύγχρονο ποιητικό τοπίο. Επιφυλάξεις για τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του έργου
του οδήγησαν σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις μεταξύ κριτικών, μέσα από τις οποίες η
ποίηση του Λάγιου τοποθετήθηκε στο επίκεντρο των σύγχρονων κριτικών και
λογοτεχνικών αναζητήσεων. Μεταξύ άλλων, καταλογίστηκε στον Λάγιο η πληθωρική
χρήση παλαιότερων γλωσσικών τύπων, στην οποία οφείλεται η εντύπωση της
εκφραστικής εκζήτησης. Ορισμένοι κριτικοί αναγνώρισαν στο έργο του μία ισχυρή
έκφανση του μεταμοντερνισμού στον ελληνικό χώρο λόγω
της παρωδιακής ενίοτε αντιμετώπισης της ποιητικής παράδοσης. Χαρακτηριστική
υπήρξε τέλος η απήχηση του Λάγιου σε νέους ποιητές.
Εξέδωσε τα ποιητικά
βιβλία: "Πρόοδοι εν προόδω", Ωλήν 1981, "Ασκήσεις Ι-ΙΧ",
1984 (με το ψευδώνυμο Αλέξης Φωκάς), "Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν",
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1990, "Συνεστίασις", 1991, "Η ιστορία
της Λαίδης Οθέλλος", Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1992, "Το βιβλίο της
Μαριάννας", Ίκαρος 1993, "Ο Μικρός Ήρως: το σκετσάκι", Αντί
1996, "Η έρημη γη", Ερατώ 1996, "Περί ζώου", Παρουσία 1996,
"Μουζικούλες", Ερατώ 1997, "Της γυναικογυναίκας", Ερατώ
1998, "Το εικοσιτετράωρο της Δηούς", Καστανιώτης 1998, "Θεατρολογία",
Καστανιώτης 1998, "Πράξη υποταγής", Ερατώ 2000, "Φεβρουάριος
2001", Ερατώ 2002, "Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία", Ερατώ 2004, και
το "λαϊκό" αφήγημα "Η αρπαγή της κούτας", Ερατώ 2003.
Συνέπραξε στις συλλογικές εκδόσεις: "Τριώδιο", Άγρα 1991 (με τους Διονύση
Καψάλη και Γιώργο Κοροπούλη), "Ανθοδέσμη", Άγρα 1993 (με τους Μιχάλη
Γκανά, Διονύση Καψάλη και Γιώργο Κοροπούλη). Επίσης, επιμελήθηκε τις εκδόσεις:
Κωστής Παλαμάς, "Κ' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω" (ανθολογία),
Ερμής 2001, Στέλιος Ανεμοδουράς, "Ο μικρός ήρως", Κατάρτι 2001,
Robert E. Howard, "Κόναν ο βάρβαρος", Κατάρτι 2001, Ιωάννης Γρυπάρης,
"Σκαραβαίοι και τερρακόττες", Ίνδικτος 2002, Johnston McCulley,
"Το σημάδι του Ζορρό", Κατάρτι 2003, Edgar Rice Burroughs, "Ο
Ταρζάν στο κέντρο της γης", Κατάρτι 2003, Κωστής Παλαμάς, "Η ασάλευτη
ζωή", Ιδεόγραμμα, 2004.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)