"Ένα ξεχωριστό βιβλίο που απαρνείται την πεπατημένη γραφή και τα κοινά θέματα έρχεται να κεντρίσει την φαντασία και να οδηγήσει τους αναγνώστες του σε ένα εξαιρετικό πάντρεμα μύθων, δοξασιών και αρχαίων τελετουργιών."
περιοδικό "Σοδειά".
Ο Πολυδεύκης Ανδριανός γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία άκουσε το κάλεσμα των Μουσών και έστρεψε τις δημιουργικές του προσπάθειες στην μουσική: σπούδασε ακορντεόν, θεωρία μουσικής ενώ είναι αυτοδίδακτος στην κιθάρα. Ποικίλες δισκογραφικές δουλειές του κυκλοφορούν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Από το 2002 δημιούργησε το σχήμα επικού μέταλ Sacred Blood όπου μέχρι και σήμερα παραμένει ο στιλοβάτης και βασικός δημιουργός. Το παρόν αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα και μια λογοτεχνική προέκταση του μουσικού του παλμού. Ζει και εργάζεται στην Βόρεια Ελλάδα.
από τον Πρόλογο του συγραφέα στο βιβλίο
Έμπνευση μου για τη συγγραφή αυτού του μυθολογικού -όπως το αποκαλώ- μυθιστορήματος ήταν οι ιστορίες των παντοδύναμων Ελλήνων Θεών που άκουγα από μικρό παιδί από το οικογενειακό μου περιβάλλον, αλλά και οι φολκλορικές διηγήσεις των παλαιοτέρων σχετικά με ξωτικά, καλικάντζαρους και τελώνια. Ψάχνοντας λίγο παραπέρα, και καθώς μεγάλωνα, ανακάλυψα μια πολύ όμορφη μυθολογική παράδοση, εξίσου μαγευτική και ανδρεία με τη δικιά μας. Έτσι, μέσα στο μυαλό μου, οι περιπέτειες του Θωρ, του Όντιν και των άλλων Θεών της Σκανδιναβίας απέκτησαν ίση αξία με τα όσα είχα μάθει για τη δικιά μας μυθολογία-μυθιστορία. Υπήρξαν φορές που εντόπισα και αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στις παραδόσεις των λαών μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία ελπίζω να πω και να γράψω αρκετά σύντομα! Όσον αφορά το παρόν βιβλίο, δεν είναι όλα μυθεύματα του νου μου. Για να αποκτήσει η ιστορία μας μια πιο ζωντανή υφή, θα βρείτε μέσα στις επόμενες σελίδες και αρκετά γεγονότα που μνημονεύονται και στις δύο μυθολογίες και που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο "Οι Ρούνοι"
Ο Γκρίμιους ο μάγος ανακάθισε στην καρέκλα του και με μια κατάρα άρχισε να τρώει το φαγητό του, αν και αυτό που απλώνονταν στο τραπέζι ελάχιστη σχέση θα μπορούσε να έχει με φαγητό. «Ανάθεμα!» αναφώνησε, «Τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να πιάσω τίποτα της προκοπής. Λες και όλα τα ζωντανά του δάσους ειδοποιούνται από κάποιον μόλις πλησιάζω και γίνονται καπνός προτού καν τα αντιληφθώ!!»
Η συγκομιδή του κυνηγιού του Γκρίμιους εκείνη την ημέρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθόλου ικανοποιητική. Το μόνο που είχε καταφέρει να συλλέξει για το μεσημεριανό του ήταν μερικές ρίζες κάποιων φυτών -ελπίζοντας ότι δεν είναι δηλητηριώδεις· άλλωστε τι σόι μάγος ήταν-, μια χούφτα αγριόμουρα και μία γέρικη τσίχλα, ένα μικρό πουλί το οποίο δεν θα έπρεπε να έβλεπε και πολύ καλά, αφού έπεσε πάνω στο Γκρίμιους την ώρα που έψαχνε να βρει κάποιο μεγαλύτερο θήραμα. Βέβαια το κρέας της ήταν αρκετά σκληρό, αλλά από τότε που οι κυνηγοί του χωριού είχαν χτυπηθεί από μια περίεργη αρρώστια, ο καθένας έπρεπε να φροντίζει ο ίδιος να προμηθεύεται το φαγητό του. Και κάτι τέτοιο για κάποιον άνθρωπο όπως ο Γκρίμιους, που ολόκληρη τη ζωή του ασχολούνταν με την εκμάθηση νέων ξορκιών και τη μελέτη της σοφίας των Ρούνων, ήταν πρωτόγνωρο.
Τρώγοντας σιγά σιγά το γεύμα του, διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. «Πρέπει να φτιάξω ένα καινούριο σετ Ρούνων, το παλιό που έχω δεν φαίνεται να λειτουργεί καλά.» Για τους ρουνικούς μάγους, οι Ρούνοι που είχαν φτιάξει μόνοι τους ήταν το άλφα και το ωμέγα της τέχνης τους. Οι Ρούνοι από μόνοι τους περιείχαν μία σοφία, η οποία έγινε πλήρως αντιληπτή μόνο από τον Αρχηγό και πατέρα πολλών Θεών, τον Όντιν. Κάποιος ασύλληπτος θεϊκός ή διαβολικός νους, σε κάποια ανύποπτη χρονική στιγμή στην αυγή του χρόνου, έδωσε συγκεκριμένη ιδιότητα και ισχύ σε κάθε έναν από τους Ρούνους, και μια γνώση τόσο βαθιά, ακατανόητη, αλλά συνάμα τόσο ισχυρή και απόλυτη, ο κάτοχος της οποίας, όποιος και αν ήταν αυτός, θα προικιζόταν με τρομακτικές γνώσεις και ικανότητες.
Όσον αφορά τους ανθρώπους, μερικοί από τους πρώτους σοφούς ιερείς του Όντιν, τότε που οι Θεοί της Βαλχάλα είχαν πρωτοεμφανισθεί στο σύμπαν, είχαν επικοινωνήσει με τον ίδιο τον Όντιν, ο οποίος, για να τους ανταμείψει για την πίστη τους, τους αποκάλυψε κάποια από τα μυστικά των Ρούνων, καθώς και τον τρόπο που πρέπει να κατασκευάζονται για να αντλούν όσο μεγαλύτερη ποσότητα ισχύος και δύναμης γινόταν. Η διαδικασία που είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Όντιν στους πρώτους ιερείς ήταν αυστηρή και απόλυτη, όση και η δύναμη που προσέφεραν. Για καθέναν από τους 24 ρούνους, έπρεπε να κοπεί ένα κομμάτι ξύλο από ένα δέντρο στο μέγεθος μιας ανθρώπινης παλάμης. Συγκεκριμένα, το δέντρο αυτό θα έπρεπε να είναι φλαμουριά. Ο λόγος ήταν ότι το κοσμικό δέντρο Γιγκντραζίλ, από το οποίο είχε κρεμαστεί ανάποδα ο Όντιν με ένα ακόντιο καρφωμένο στα πλευρά του, προκειμένου να αποκτήσει τη σοφία των Ρούνων, ήταν ο συμβολισμός του σύμπαντος και έτσι ένα κομμάτι από μια φλαμουριά, θα αποκτούσε τη μέγιστη δυναμική που μπορούσε να έχει ένα υλικό το οποίο προοριζόταν να γίνει κανάλι για την επίκληση μαγικών δυνάμεων.
Οι οδηγίες ήταν αυστηρές και η μη τήρησή τους θα σήμαινε το λιγότερο αναποτελεσματικότητα των μαγγανειών που θα επιχειρούσαν οι μάγοι. Καταρχήν, το δέντρο από το οποίο θα κόβονταν τα κομμάτια που θα αποτελούσαν τους Ρούνους, δεν έπρεπε να κοπεί ολόκληρο, αλλά να πελεκηθεί με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, προκειμένου να κοπεί η επιθυμητή ποσότητα ξύλου και όχι παραπάνω. Κατόπιν, ο μάγος θα γονάτιζε μπροστά στο δέντρο και θα το ακουμπούσε με το δεξί του χέρι, το χέρι το οποίο, σύμφωνα με κάποιες πανάρχαιες μυσταγωγικές τελετές, ήταν το σημείο αποπομπής και διοχέτευσης ενέργειας από το σώμα. Ο μάγος θα προσπαθούσε με το μυαλό του να έρθει σε επαφή με την αρχαία τοποτηρητική θεϊκή δύναμη που φώλιαζε στην καρδιά του δέντρου και η ύπαρξή της ήταν χωρισμένη σε δύο κομμάτια: το ένα κομμάτι μέσα στο δέντρο και το άλλο σε κάποιο παράλληλο επίπεδο ύπαρξης σε έναν κόσμο αιώνιας εντροπίας και γαλήνης. Εάν ο μάγος κατάφερνε να κάνει τη σύνδεση μεταξύ του μυαλού του και της οντότητας μέσα στο δέντρο, την ευχαριστούσε και ζητούσε συγγνώμη για το κακό που προξένησε στο δέντρο. Υπόσχονταν δε, να το ποτίζει καθημερινά 2 φορές για τις επόμενες 24 ημέρες, όσος και ο αριθμός των Ρούνων. Εάν η σύνδεση ήταν επιτυχής, τότε ο μάγος βίωνε ένα αίσθημα απόλυτης ευφορίας για μερικά λεπτά, και άκουγε μέσα στο μυαλό του συλλαβές από μία γλώσσα η οποία δεν είχε γραφή και άρθρωση, αλλά η κατανόησή της γίνονταν αντιληπτή μέσω του νου:
«Σε συγχωρώ, ΓΙΕ ΤΟΥ ΧΑΙΜΝΤΑΛ. Φρόντισε τον αδερφό σου, το δέντρο, για όσο καιρό δεσμεύεσαι από τον ιερό σου όρκο. Έχε ‘γεια...»
Κατόπιν, ο μάγος έπαιρνε τα κομμάτια του δέντρου και πήγαινε σε κάποιο απόμακρο σημείο του δάσους, συνήθως κατά το λυκόφως. Σε κάθε ένα από τα 24 κομμάτια που επρόκειτο να γίνουν ρούνοι, έριχνε και μία σταγόνα από το αίμα του, το οποίο ανάβλυζε δειλά από μια μικρή πληγή που είχε προξενήσει ηθελημένα ο ίδιος στον εαυτό του με ένα καθαγιασμένο μαχαίρι. Αυτό γινόταν για να αποκτηθεί ενός είδους ζωντανή σύνδεση ανάμεσα στους Ρούνους και τον μάγο, ένα διπλό κανάλι επίκλησης και διοχέτευσης μαγικής ενέργειας από και προς τον κόσμο των Θεών. Μόλις τελείωνε η διαδικασία, ο μάγος έριχνε τους ρούνους σε ένα δερμάτινο σακούλι το οποίο κουβαλούσε πάντα μαζί του και το οποίο δεν άνοιγε ποτέ, παρά μόνον όταν έπρεπε να τους χρησιμοποιήσει.
Η δύναμη των Ρούνων, βέβαια, αποτελούσε και ένα μεγάλο δέλεαρ για κάποιους όχι και τόσο συνετούς μάγους. Επιθυμούσαν να τιθασεύσουν τη δύναμη των Ρούνων και να τη θέσουν κάτω από τη βούλησή τους, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ιδιοτελείς, μικρόψυχες φιλοδοξίες τους. Αυτοί βίωναν εν καιρώ τις συνέπειες του ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗΣ, μιας αρχής τόσο απαράβατης, που και οι ίδιοι οι Θεοί δεν μπορούσαν να παρακάμψουν τις συνέπειές της. Σύμφωνα με αυτό το καθεστώς, οποιοσδήποτε παραβίαζε ιερές συμφωνίες στις οποίες είχε δεσμευθεί με όρκο ή προξενούσε οποιουδήποτε είδους κακό και συμφορά, χωρίς να έχει προηγουμένως προκληθεί, λάμβανε μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα παρόμοια τιμωρία και είχε την ανάλογη τύχη. Ο Γκρίμιους είχε ακούσει κάποτε για έναν πολύ ικανό ρουνικό μάγο, ο οποίος είχε καλέσει από το Γιοτουνχάιμ, τη χώρα των γιγάντων, έναν φροστ τζάιαντ, γίγαντα του πάγου, προκειμένου να τον έχει ως πολεμιστή και κάτω από τις διαταγές του. Μια μέρα, αυτός ο μάγος είχε μία σοβαρή διένεξη με κάποιον άλλο μάγο και διέταξε τον γίγαντα να σκοτώσει τον μάγο. Ο γίγαντας, επειδή ήταν δεμένος με τις γητειές της μαγικής επίκλησης, δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί η βούλησή του ήταν δεμένη με τη βούληση του μάγου που τον είχε καλέσει. Σκότωσε λοιπόν τον μάγο που του υπέδειξε ο αφέντης του, αλλά εκείνη τη στιγμή, επειδή ο Νόμος της Παγκόσμιας Ανταπόδοσης είχε ενεργοποιηθεί, καταστράφηκαν αμέσως οι ασφαλιστικές δικλείδες της γητειάς του μάγου και αντιστράφηκαν εναντίον του, κάνοντάς και αυτόν με τη σειρά του υποχείριο του γίγαντα. Ο γίγαντας τον πήρε μαζί του πίσω στο Γιοτουνχάιμ, όπου ζωντανός τοποθετήθηκε μέσα σε μία στήλη πάγου με νεκρωμένες όλες τις αισθήσεις του πλην της αντίληψης. Ζούσε δηλαδή σε ένα ζωντανό κώμα, μία κατάσταση κρυο-στάσης. Έτσι τιμωρούνταν όσοι προξενούσαν κακό στους άλλους χωρίς να έχουν προκληθεί. Μάλιστα ο Γκρίμιους, επειδή είχε κάνει πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο, θυμόταν και μια περίεργη φυλή που αυτοαποκαλούταν Έλληνες και ζούσαν σε μεγάλη απόσταση από την πατρίδα του, μακριά από τις ακτές της Θάλασσας του Δράκου, να έχουν και αυτοί ένα παρόμοιο καθεστώς τιμωρίας των ασεβών. Του είχε κάνει εντύπωση τότε και το θυμόταν χαρακτηριστικά, ότι οι Θεοί εκείνου το λαού του θύμιζαν πολύ τους δικούς του. Είχε συζητήσει το θέμα με έναν ιερέα, τον Άβαρι, αλλά όταν τον αναζήτησε την επόμενη μέρα για να αναλύσουν περαιτέρω το θέμα, ο Άβαρις είχε εξαφανιστεί. Κάποιοι χωρικοί τον είδαν να μιλά με τον εαυτό του και να απευθύνει το λόγο σε κάποιον που τον αποκαλούσε Ακερσεκόμη... Η συζήτηση με τους χωρικούς λίγα πράγματα του απέφερε, γιατί μερικοί θεωρούσαν τον Άβαρι να μη στέκει και πολύ καλά στα μυαλά του, αλλά τον αγαπούσαν επειδή ευλογούσε τις καλλιέργειές τους και γιάτρευε τα ζωντανά τους όταν αρρώσταιναν, με αποτέλεσμα να ακούσει μόνο μισόλογα και δειλά ειπωμένες εικασίες....
περιοδικό "Σοδειά".
Ο Πολυδεύκης Ανδριανός γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία άκουσε το κάλεσμα των Μουσών και έστρεψε τις δημιουργικές του προσπάθειες στην μουσική: σπούδασε ακορντεόν, θεωρία μουσικής ενώ είναι αυτοδίδακτος στην κιθάρα. Ποικίλες δισκογραφικές δουλειές του κυκλοφορούν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Από το 2002 δημιούργησε το σχήμα επικού μέταλ Sacred Blood όπου μέχρι και σήμερα παραμένει ο στιλοβάτης και βασικός δημιουργός. Το παρόν αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα και μια λογοτεχνική προέκταση του μουσικού του παλμού. Ζει και εργάζεται στην Βόρεια Ελλάδα.
από τον Πρόλογο του συγραφέα στο βιβλίο
Έμπνευση μου για τη συγγραφή αυτού του μυθολογικού -όπως το αποκαλώ- μυθιστορήματος ήταν οι ιστορίες των παντοδύναμων Ελλήνων Θεών που άκουγα από μικρό παιδί από το οικογενειακό μου περιβάλλον, αλλά και οι φολκλορικές διηγήσεις των παλαιοτέρων σχετικά με ξωτικά, καλικάντζαρους και τελώνια. Ψάχνοντας λίγο παραπέρα, και καθώς μεγάλωνα, ανακάλυψα μια πολύ όμορφη μυθολογική παράδοση, εξίσου μαγευτική και ανδρεία με τη δικιά μας. Έτσι, μέσα στο μυαλό μου, οι περιπέτειες του Θωρ, του Όντιν και των άλλων Θεών της Σκανδιναβίας απέκτησαν ίση αξία με τα όσα είχα μάθει για τη δικιά μας μυθολογία-μυθιστορία. Υπήρξαν φορές που εντόπισα και αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στις παραδόσεις των λαών μας, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία ελπίζω να πω και να γράψω αρκετά σύντομα! Όσον αφορά το παρόν βιβλίο, δεν είναι όλα μυθεύματα του νου μου. Για να αποκτήσει η ιστορία μας μια πιο ζωντανή υφή, θα βρείτε μέσα στις επόμενες σελίδες και αρκετά γεγονότα που μνημονεύονται και στις δύο μυθολογίες και που διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.
Απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο "Οι Ρούνοι"
Ο Γκρίμιους ο μάγος ανακάθισε στην καρέκλα του και με μια κατάρα άρχισε να τρώει το φαγητό του, αν και αυτό που απλώνονταν στο τραπέζι ελάχιστη σχέση θα μπορούσε να έχει με φαγητό. «Ανάθεμα!» αναφώνησε, «Τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να πιάσω τίποτα της προκοπής. Λες και όλα τα ζωντανά του δάσους ειδοποιούνται από κάποιον μόλις πλησιάζω και γίνονται καπνός προτού καν τα αντιληφθώ!!»
Η συγκομιδή του κυνηγιού του Γκρίμιους εκείνη την ημέρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθόλου ικανοποιητική. Το μόνο που είχε καταφέρει να συλλέξει για το μεσημεριανό του ήταν μερικές ρίζες κάποιων φυτών -ελπίζοντας ότι δεν είναι δηλητηριώδεις· άλλωστε τι σόι μάγος ήταν-, μια χούφτα αγριόμουρα και μία γέρικη τσίχλα, ένα μικρό πουλί το οποίο δεν θα έπρεπε να έβλεπε και πολύ καλά, αφού έπεσε πάνω στο Γκρίμιους την ώρα που έψαχνε να βρει κάποιο μεγαλύτερο θήραμα. Βέβαια το κρέας της ήταν αρκετά σκληρό, αλλά από τότε που οι κυνηγοί του χωριού είχαν χτυπηθεί από μια περίεργη αρρώστια, ο καθένας έπρεπε να φροντίζει ο ίδιος να προμηθεύεται το φαγητό του. Και κάτι τέτοιο για κάποιον άνθρωπο όπως ο Γκρίμιους, που ολόκληρη τη ζωή του ασχολούνταν με την εκμάθηση νέων ξορκιών και τη μελέτη της σοφίας των Ρούνων, ήταν πρωτόγνωρο.
Τρώγοντας σιγά σιγά το γεύμα του, διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. «Πρέπει να φτιάξω ένα καινούριο σετ Ρούνων, το παλιό που έχω δεν φαίνεται να λειτουργεί καλά.» Για τους ρουνικούς μάγους, οι Ρούνοι που είχαν φτιάξει μόνοι τους ήταν το άλφα και το ωμέγα της τέχνης τους. Οι Ρούνοι από μόνοι τους περιείχαν μία σοφία, η οποία έγινε πλήρως αντιληπτή μόνο από τον Αρχηγό και πατέρα πολλών Θεών, τον Όντιν. Κάποιος ασύλληπτος θεϊκός ή διαβολικός νους, σε κάποια ανύποπτη χρονική στιγμή στην αυγή του χρόνου, έδωσε συγκεκριμένη ιδιότητα και ισχύ σε κάθε έναν από τους Ρούνους, και μια γνώση τόσο βαθιά, ακατανόητη, αλλά συνάμα τόσο ισχυρή και απόλυτη, ο κάτοχος της οποίας, όποιος και αν ήταν αυτός, θα προικιζόταν με τρομακτικές γνώσεις και ικανότητες.
Όσον αφορά τους ανθρώπους, μερικοί από τους πρώτους σοφούς ιερείς του Όντιν, τότε που οι Θεοί της Βαλχάλα είχαν πρωτοεμφανισθεί στο σύμπαν, είχαν επικοινωνήσει με τον ίδιο τον Όντιν, ο οποίος, για να τους ανταμείψει για την πίστη τους, τους αποκάλυψε κάποια από τα μυστικά των Ρούνων, καθώς και τον τρόπο που πρέπει να κατασκευάζονται για να αντλούν όσο μεγαλύτερη ποσότητα ισχύος και δύναμης γινόταν. Η διαδικασία που είχε εκμυστηρευτεί ο ίδιος ο Όντιν στους πρώτους ιερείς ήταν αυστηρή και απόλυτη, όση και η δύναμη που προσέφεραν. Για καθέναν από τους 24 ρούνους, έπρεπε να κοπεί ένα κομμάτι ξύλο από ένα δέντρο στο μέγεθος μιας ανθρώπινης παλάμης. Συγκεκριμένα, το δέντρο αυτό θα έπρεπε να είναι φλαμουριά. Ο λόγος ήταν ότι το κοσμικό δέντρο Γιγκντραζίλ, από το οποίο είχε κρεμαστεί ανάποδα ο Όντιν με ένα ακόντιο καρφωμένο στα πλευρά του, προκειμένου να αποκτήσει τη σοφία των Ρούνων, ήταν ο συμβολισμός του σύμπαντος και έτσι ένα κομμάτι από μια φλαμουριά, θα αποκτούσε τη μέγιστη δυναμική που μπορούσε να έχει ένα υλικό το οποίο προοριζόταν να γίνει κανάλι για την επίκληση μαγικών δυνάμεων.
Οι οδηγίες ήταν αυστηρές και η μη τήρησή τους θα σήμαινε το λιγότερο αναποτελεσματικότητα των μαγγανειών που θα επιχειρούσαν οι μάγοι. Καταρχήν, το δέντρο από το οποίο θα κόβονταν τα κομμάτια που θα αποτελούσαν τους Ρούνους, δεν έπρεπε να κοπεί ολόκληρο, αλλά να πελεκηθεί με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, προκειμένου να κοπεί η επιθυμητή ποσότητα ξύλου και όχι παραπάνω. Κατόπιν, ο μάγος θα γονάτιζε μπροστά στο δέντρο και θα το ακουμπούσε με το δεξί του χέρι, το χέρι το οποίο, σύμφωνα με κάποιες πανάρχαιες μυσταγωγικές τελετές, ήταν το σημείο αποπομπής και διοχέτευσης ενέργειας από το σώμα. Ο μάγος θα προσπαθούσε με το μυαλό του να έρθει σε επαφή με την αρχαία τοποτηρητική θεϊκή δύναμη που φώλιαζε στην καρδιά του δέντρου και η ύπαρξή της ήταν χωρισμένη σε δύο κομμάτια: το ένα κομμάτι μέσα στο δέντρο και το άλλο σε κάποιο παράλληλο επίπεδο ύπαρξης σε έναν κόσμο αιώνιας εντροπίας και γαλήνης. Εάν ο μάγος κατάφερνε να κάνει τη σύνδεση μεταξύ του μυαλού του και της οντότητας μέσα στο δέντρο, την ευχαριστούσε και ζητούσε συγγνώμη για το κακό που προξένησε στο δέντρο. Υπόσχονταν δε, να το ποτίζει καθημερινά 2 φορές για τις επόμενες 24 ημέρες, όσος και ο αριθμός των Ρούνων. Εάν η σύνδεση ήταν επιτυχής, τότε ο μάγος βίωνε ένα αίσθημα απόλυτης ευφορίας για μερικά λεπτά, και άκουγε μέσα στο μυαλό του συλλαβές από μία γλώσσα η οποία δεν είχε γραφή και άρθρωση, αλλά η κατανόησή της γίνονταν αντιληπτή μέσω του νου:
«Σε συγχωρώ, ΓΙΕ ΤΟΥ ΧΑΙΜΝΤΑΛ. Φρόντισε τον αδερφό σου, το δέντρο, για όσο καιρό δεσμεύεσαι από τον ιερό σου όρκο. Έχε ‘γεια...»
Κατόπιν, ο μάγος έπαιρνε τα κομμάτια του δέντρου και πήγαινε σε κάποιο απόμακρο σημείο του δάσους, συνήθως κατά το λυκόφως. Σε κάθε ένα από τα 24 κομμάτια που επρόκειτο να γίνουν ρούνοι, έριχνε και μία σταγόνα από το αίμα του, το οποίο ανάβλυζε δειλά από μια μικρή πληγή που είχε προξενήσει ηθελημένα ο ίδιος στον εαυτό του με ένα καθαγιασμένο μαχαίρι. Αυτό γινόταν για να αποκτηθεί ενός είδους ζωντανή σύνδεση ανάμεσα στους Ρούνους και τον μάγο, ένα διπλό κανάλι επίκλησης και διοχέτευσης μαγικής ενέργειας από και προς τον κόσμο των Θεών. Μόλις τελείωνε η διαδικασία, ο μάγος έριχνε τους ρούνους σε ένα δερμάτινο σακούλι το οποίο κουβαλούσε πάντα μαζί του και το οποίο δεν άνοιγε ποτέ, παρά μόνον όταν έπρεπε να τους χρησιμοποιήσει.
Η δύναμη των Ρούνων, βέβαια, αποτελούσε και ένα μεγάλο δέλεαρ για κάποιους όχι και τόσο συνετούς μάγους. Επιθυμούσαν να τιθασεύσουν τη δύναμη των Ρούνων και να τη θέσουν κάτω από τη βούλησή τους, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ιδιοτελείς, μικρόψυχες φιλοδοξίες τους. Αυτοί βίωναν εν καιρώ τις συνέπειες του ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗΣ, μιας αρχής τόσο απαράβατης, που και οι ίδιοι οι Θεοί δεν μπορούσαν να παρακάμψουν τις συνέπειές της. Σύμφωνα με αυτό το καθεστώς, οποιοσδήποτε παραβίαζε ιερές συμφωνίες στις οποίες είχε δεσμευθεί με όρκο ή προξενούσε οποιουδήποτε είδους κακό και συμφορά, χωρίς να έχει προηγουμένως προκληθεί, λάμβανε μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα παρόμοια τιμωρία και είχε την ανάλογη τύχη. Ο Γκρίμιους είχε ακούσει κάποτε για έναν πολύ ικανό ρουνικό μάγο, ο οποίος είχε καλέσει από το Γιοτουνχάιμ, τη χώρα των γιγάντων, έναν φροστ τζάιαντ, γίγαντα του πάγου, προκειμένου να τον έχει ως πολεμιστή και κάτω από τις διαταγές του. Μια μέρα, αυτός ο μάγος είχε μία σοβαρή διένεξη με κάποιον άλλο μάγο και διέταξε τον γίγαντα να σκοτώσει τον μάγο. Ο γίγαντας, επειδή ήταν δεμένος με τις γητειές της μαγικής επίκλησης, δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί η βούλησή του ήταν δεμένη με τη βούληση του μάγου που τον είχε καλέσει. Σκότωσε λοιπόν τον μάγο που του υπέδειξε ο αφέντης του, αλλά εκείνη τη στιγμή, επειδή ο Νόμος της Παγκόσμιας Ανταπόδοσης είχε ενεργοποιηθεί, καταστράφηκαν αμέσως οι ασφαλιστικές δικλείδες της γητειάς του μάγου και αντιστράφηκαν εναντίον του, κάνοντάς και αυτόν με τη σειρά του υποχείριο του γίγαντα. Ο γίγαντας τον πήρε μαζί του πίσω στο Γιοτουνχάιμ, όπου ζωντανός τοποθετήθηκε μέσα σε μία στήλη πάγου με νεκρωμένες όλες τις αισθήσεις του πλην της αντίληψης. Ζούσε δηλαδή σε ένα ζωντανό κώμα, μία κατάσταση κρυο-στάσης. Έτσι τιμωρούνταν όσοι προξενούσαν κακό στους άλλους χωρίς να έχουν προκληθεί. Μάλιστα ο Γκρίμιους, επειδή είχε κάνει πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο, θυμόταν και μια περίεργη φυλή που αυτοαποκαλούταν Έλληνες και ζούσαν σε μεγάλη απόσταση από την πατρίδα του, μακριά από τις ακτές της Θάλασσας του Δράκου, να έχουν και αυτοί ένα παρόμοιο καθεστώς τιμωρίας των ασεβών. Του είχε κάνει εντύπωση τότε και το θυμόταν χαρακτηριστικά, ότι οι Θεοί εκείνου το λαού του θύμιζαν πολύ τους δικούς του. Είχε συζητήσει το θέμα με έναν ιερέα, τον Άβαρι, αλλά όταν τον αναζήτησε την επόμενη μέρα για να αναλύσουν περαιτέρω το θέμα, ο Άβαρις είχε εξαφανιστεί. Κάποιοι χωρικοί τον είδαν να μιλά με τον εαυτό του και να απευθύνει το λόγο σε κάποιον που τον αποκαλούσε Ακερσεκόμη... Η συζήτηση με τους χωρικούς λίγα πράγματα του απέφερε, γιατί μερικοί θεωρούσαν τον Άβαρι να μη στέκει και πολύ καλά στα μυαλά του, αλλά τον αγαπούσαν επειδή ευλογούσε τις καλλιέργειές τους και γιάτρευε τα ζωντανά τους όταν αρρώσταιναν, με αποτέλεσμα να ακούσει μόνο μισόλογα και δειλά ειπωμένες εικασίες....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)