Η Θεοδώρα Τζόκα γεννήθηκε στην Ελλάδα και
μεγάλωσε στη Βοστόνη των ΗΠΑ όπου οι γονείς της μετανάστευσαν από ένα φτωχό
ορεινό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας. Φεύγοντας, οι γονείς της πήραν μαζί τους,
μια χούφτα χώμα από την αυλή τους και δυο μεγάλα όνειρα. Το πρώτο ήταν να γυρίσουν μια μέρα στην
πατρίδα τους. Το δεύτερο ήταν να
«μάθουν γράμματα» οι τέσσερις κόρες τους.
Όπως και έγινε. Η Θεοδώρα σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο ΑΠΘ και σήμερα ζει
στη Θεσσαλονίκη. Όταν δεν γράφει, διδάσκει Αγγλικά σε δημόσιο σχολείο και
ασχολείται με μεταφράσεις στο χώρο κυρίως της Παιδικής Λογοτεχνίας. Άρθρα, ποιήματα και διηγήματά της έχουν
δημοσιευτεί σε πολλά Free Press έντυπα καθώς και στο διαδίκτυο. Το Παρελθόν
Φυγείν Αδύνατον, εκδ. Συμπαντικές Διαδρομές, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΒΙΒΛΙΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο
Τώρα
Η Νόρα μόλις έχει υποστεί ένα μικρό σοκ. Δεν πιστεύει
σ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια της. Η διεύθυνση που έχει μπροστά της, στα
εισερχόμενα του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου, έχει το δικό του όνομα. ΤΟ ΔΙΚΟ
ΤΟΥ ONOMA! Η καρδιά της σταματά να χτυπά για ένα
δευτερόλεπτο και μετά αρχίζει να μπουμπουνίζει δυνατά σαν τη σόμπα που καίει
πυρετωδώς στην κουζίνα του σπιτιού της. Δεν
είναι δυνατόν, σκέφτεται, κάποιο
λάθος θα έχει γίνει ή μάλλον κάποια κακόγουστη φάρσα, απ’ αυτές που
συνηθίζονται στο ιντερνέτ. Ανυπομονεί ν’ ανοίξει το e-mail αλλά
είναι αδύνατον να κάνει το απαραίτητο κλικ πάνω στ’ όνομά του. Τα χέρια της αιωρούνται πάνω από το
πληκτρολόγιο σαν δύο τσακισμένες φτερούγες ανίκανες να κάνουν την παραμικρή
κίνηση. Σκέφτεται, νιώθοντας ένα τσιμπηματάκι ενοχής, πως λίγο ουισκάκι θα τη
βοηθούσε να μαζέψει το κουράγιο της. Υπόσχεται στον εαυτό της πως θα αρκεστεί
στο ένα ποτηράκι και ούτε σταγόνα
παραπάνω. Σηκώνεται από την καρέκλα της και πηγαίνει στην κουζίνα. Ρίχνει
δύο μεγάλα ξύλα στη σόμπα κι έπειτα ξεθάβει το μπουκάλι ουίσκι που είναι
καταχωνιασμένο στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη. Βάζει μια αρκετά γενναιόδωρη ποσότητα σ’ ένα χαμηλό ποτήρι και,
κρατώντας στο ένα χέρι την μπουκάλα και στ’ άλλο χέρι το ποτήρι, επιστρέφει στο
μεγάλο, ξύλινο τραπέζι με τα σκαλιστά λιονταρίσια ποδιά που αυτός, ΑΥΤΟΣ που
τώρα την ψάχνει μέσα από την οθόνη του υπολογιστή της, είχε αγοράσει πριν
αμνημονεύτων χρόνων σε κάποια άλλη ζωή. Είναι το μοναδικό έπιπλο που έχει
αντέξει την αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Φέρνει το ποτήρι στα χείλη της και
ανοίγει το playlist στο youtube με τα αγαπημένα της Γαλλικά τραγούδια. Κλικάρει το Play all κι αμέσως το δωμάτιο πλημμυρίζει με την υπέροχη,
βελούδινη φωνή του Τσαρλς Ασναβούρ. Je
vous parle d ´un temps ...Que les moins de vingt ans ... Ne
peuvent
pas
connaitre ... Monmatre en ce
temps
la ...
Κλείνει τα μάτια της και πίσω από τα
βλέφαρά της βλέπει τη Μονμάρτη όπως είναι την άνοιξη. Με κρυστάλλινη διαύγεια
βλέπει τις ανθισμένες πασχαλιές, τους περιπλανώμενους ζωγράφους με τα καβαλέτα
τους, τα γραφικά σοκάκια με τα κρεμαστά φαναράκια στους πολύχρωμους τοίχους, τα
όμορφα μπιστρό και τα διάσπαρτα καφέ με τα στρόγγυλα τραπεζάκια και τις βιενέζικες
καρέκλες κάτω από τα σκιερά πεζοδρόμια. Βλέπει τη βασιλική της Ιερής Καρδιάς να
ορθώνεται επιβλητικά σαν άγρυπνος φρουρός πάνω από την πόλη που, σαν φιλήδονη
εταίρα, απλώνει τα κάλλη της μέχρι τον αχνό ορίζοντα. Βλέπει το Χαμίντ να την κρατάει από το χέρι, να τη σφίγγει κοντά
του, να ραίνει το κεφάλι της με φιλιά.
Είναι και οι δύο είκοσι χρονών και τρελά ερωτευμένοι. La
boheme … La boheme … Ca voulait
dire
on
a
vingt
ans
… La bohème … la bohème…Et nous vivions de l´air du temps ...
Αυτή είναι η ζωή! Η ζωή όπως αξίζει να τη ζει κανείς: ελεύθερα,
ασυμβίβαστα, άφοβα, έντονα, γεμάτη συγκινήσεις και ανατροπές, δίχως φραγμούς
και αναστολές, με τη γλυκιά λαχτάρα για το αύριο και τα όσα μυστικά αυτό
επιφυλάσσει. Τώρα, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλός
της, ένας αδυσώπητος και αήττητος συμπαίκτης που όσο και να προσπαθεί να τον
νικήσει, αυτός πάντα τερματίζει πρώτος. Είναι ένα παιχνίδι άνισο, χαμένο από
πρώτο χέρι. Τα καλύτερα χρόνια έχουν κάνει φτερά ανεπιστρεπτί; το μυαλό και το
κορμί έχουν εξασθενίσει και η ζωή έχει τραβηχτεί πίσω σαν την παλίρροια,
αποκαλύπτοντας το σαθρό έδαφος πάνω στο οποίο είχαν κτιστεί τα αφελή όνειρά της
νιότης της.
Ανοίγει τα μάτια της
και στραγγίσει ό,τι είχε απομείνει στο ποτήρι της. Ενθαρρυμένη από το ποτό, κάνει το απαραίτητο κλικ για να ανοίξει το e-mail που
μάλιστα έχει κι ένα συνημμένο αρχείο.
Ανάβει βιαστικά ένα τσιγάρο και διαβάζει:
Αγαπητή κύρια Ορφανού,
Έψαξα να σας βρω στο ιντερνέτ και νομίζω πως σας
πέτυχα. Αν είστε η Ουρανία Ορφανού από την Αμερική που κάποτε στα χρόνια της
δικτατορίας στην Ελλάδα αγάπησε έναν Αλγερινό φοιτητή της αρχαιολογίας, σας
παρακαλώ, απαντήστε μου το συντομότερο δυνατό. Ο φοιτητής αυτός είμαι εγώ.
Δείτε τη φωτογραφία που σας στέλνω. Ξέρω πως έχω αλλάξει πολύ αλλά σίγουρα πίσω
από τις ρυτίδες και τους γκρίζους κροτάφους, θα μπορέσετε να διακρίνετε τον
νεαρό με τον οποίο σας συνδέουν τόσο πολλά
Αν πάλι, δεν είστε εσείς αυτή που αναζητώ, αγνοήστε αυτή την επιστολή
και σας ζητώ συγνώμη για την
ενόχληση.
Με εκτίμηση,
Χαμίντ Σαχήν
Το διαβάζει μια
δεύτερη και τρίτη φορά κι έπειτα κάνει κλικ στο μικρό συνδετήρα δίπλα στο όνομά
του. Το συνημμένο αρχείο αρχίζει σιγά-σιγά, σχεδόν βασανιστικά, να ξεδιπλώνεται
στην οθόνη της.
Είναι η φωτογραφία
ενός μεσήλικα άντρα που στέκεται όρθιος πίσω από ένα βήμα και εκφέρει λόγο.
Δεξιά και αριστερά του υπάρχουν πολύχρωμες σημαίες από διάφορα κράτη του κόσμου
με πρώτη και καλύτερη τη σημαία της Αλγερίας.
Η Νόρα παθαίνει ένα δεύτερο μικρό σοκ. Είναι αυτός και δεν είναι! Ο
άντρας στην φωτογραφία ελάχιστα μοιάζει με το ψηλό, αδύνατο, μουσάτο Αλγερινό
φοιτητή που κάποτε είχε αγαπήσει σχεδόν μέχρι θανάτου. Μπροστά της στέκεται
ένας μεσήλικας άντρας· ένας γοητευτικός, αξιοπρεπής και καθωσπρέπει κύριος. Είναι
άψογα ντυμένος μ’ ένα σκούρο μπλε κουστούμι και μια φαρδιά, κόκκινη γραβάτα που
χαρίζει μια ανάλαφρη πινελιά στη, κατά τ’ άλλα, συντηρητική του εμφάνιση. Το
άλλοτε μακρόστενο πρόσωπό του έχει γεμίσει όπως άλλωστε και το ψηλόλιγνο κορμί
του. Τα βαθουλώματα που κάποτε υπήρχαν
κάτω από τα ψηλά ζυγωματικά του προσώπου του δεν υπάρχουν πια. Τα μάτια του
κρύβονται πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με λεπτό, χρυσό σκελετό που ακροβατεί πάνω
στη μικρή, ολόισια μύτη του. Τα άλλοτε μακριά και μαύρα, σγουρά μαλλιά του
είναι τώρα κουρεμένα κοντά και αγκαλιάζουν σφικτά σαν γκρίζο σκουφάκι το κεφάλι
του. Το μόνο χαρακτηριστικό που πρόδιδε άμεσα την ταυτότητά του είναι το
θεληματικό πηγούνι που εξέχει πεισματικά από το υπόλοιπο πρόσωπο του.
Η Νόρα σέρνει το
μικρό φακό πάνω στη φωτογραφία για να τη μεγεθύνει. Βλέπει τις πρησμένες σακούλες κάτω από τα μάτια του και τις
βαθιές οριζόντιες χαρακιές στο μέτωπό του.
Το στόμα του, αν και έχει ελαφρώς μαζέψει, δεν έχει χάσει στάλα από την
πληθωρικότητά του. Χείλια ακόμα
για φίλημα, σκέφτεται, όπως τότε που αχόρταγα τα γευόμουν. Βλέπει και τη βέρα στο δεξί του χέρι. Τα χέρια του είναι ίδια, μακριά και λεπτά,
χέρια ευαίσθητα, χέρια τρυφερά, χέρια που κάποτε την έκαναν να τρέμει
σύγκορμη. Κάνει ένα δεύτερο κλικ και η
οθόνη τώρα δείχνει μονάχα τα δύο του μελιά μάτια πίσω από τα ντεμοντέ γυαλιά.
Σκύβει πιο κοντά στην οθόνη προσπαθώντας να διαβάσει την έκφρασή τους, να
ξεσκεπάσει τα μυστικά που κρύβονται στο βάθος τους μήπως και βρει τις
απαντήσεις στα ερωτήματα που δεκαετίες ολόκληρες τώρα τη βασανίζουν. Πάντως,
είναι μάτια θλιμμένα και κουρασμένα, μάτια ηττημένα και παραδομένα, μάτια
γερασμένα και όπως τότε, δυσανάγνωστα. Έτσι, τουλάχιστον, της φαίνονται στη φωτογραφία
που έχει μπροστά της. Αυτός είναι,
δεν χωράει καμία αμφιβολία. Είναι
αυτός που πριν τριάντα τόσα χρόνια τη σκότωσε χωρίς έλεος κανένα. Ξαναγεμίζει
το ποτηράκι της ξεχνώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της νωρίτερα
να περιοριστεί στο ένα ποτό. Ανάβει ένα
δεύτερο τσιγάρο. Σε λίγο το ευλογημένο, χρυσό υγρό ρέει μέσα της, όπως και ο
καπνός, ζεσταίνοντας κάθε σπιθαμή του κορμιού της που έχει αρχίσει ελαφρώς να
κρυώνει.
Το τραγούδι φτάνει στο τέλος
του. Quand
au hasard des jours ... Je m’en vais
faire un tour a mon ancienne adresse
... Je ne reconnais plus ... Ni
les murs, ni les rues ... Qui ont vu ma jeunesse
... En haut d’un escalier ... Je cherche l´átelier... Dont plus rien ne subsiste
… Dans son nouveau décor.... Montmartre
semble triste...Et les lilas sonts morts.
Ναι, έτσι
ακριβώς θα έβρισκε τη Μονμάρτη σήμερα! Αγνώριστη. Οι πασχαλιές
θα είχαν πεθάνει και η Μονμάρτη θα ήταν θλιμμένη, οι δρόμοι της έρημοι, τα
δέντρα γυμνά, ο ουρανός συνοφρυωμένος. Και ο έρωτας; Ο έρωτας θα ήταν ένας
μακρινός ψίθυρος μέσα στη μελαγχολική σιγαλιά που αφήνει πίσω του στο σύντομο
διάβα του. Αναστενάζει και γέρνει προς
τα πίσω το κεφάλι της στην ψηλή πλάτη της δερμάτινης πολυθρόνας. Κλείνει τα
μάτια της και ρουφώντας νωχελικά το ουισκάκι της, περιμένει να αρχίσει το επόμενο
τραγούδι στη λίστα της. Σε λίγο το δωμάτιο πλημμυρίζει με τη μοναδική φωνή της
αγαπημένης της Πιάφ. Με τις πρώτες
κιόλας νότες αναριγεί. Non, riens
de
riens… Non, je ne regrette riens
… ni le bien qu´on m´a fait, ni le mal … tout ça m’est bien egal!
Φυσώντας δυνατά τον
καπνό από το τσιγάρο της αναρωτιέται αν έχει μετανιώσει για κάτι στη ζωή της.
Δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί. Ένα μεγάλο ΟΧΙ υψώνεται σαν μπαϊράκι μέσα
της. Όχι, δεν έχει μετανιώσει για
τίποτα. Ακόμη και για το πιο οδυνηρό συμβάν της ζωής της δεν μετάνιωνε - κι ας αιμορραγούσε χρόνια τώρα η ανεπούλωτη
πληγή που της είχε ανοίξει. Ήταν το μεγάλο της μυστικό, το μυστικό που
θα έπαιρνε μαζί της όταν θα έφτανε η ώρα της να αποχαιρετίσει τον μάταιο αυτόν
κόσμο όπου κάποιο αόρατο χέρι, σαν από άτυχη ζαριά, την είχε ρίξει. Τίποτα δε θα άλλαζε στο σύντομο ταξίδι της
ζωής της. Όλα απαρέγκλιτα με τον ίδιο
τρόπο θα τα έκανε κι ας έλεγαν οι άλλοι πως στη ζωή της είχε κάνει πολλά λάθη.
Μα για ποια λάθη μιλούσαν, ποτέ δεν
είχε καταλάβει! Υπήρχαν λάθη στη ζωή; Μόνο οι καλοπερασάκηδες και οι τεμπέληδες
αναζητούν μια ζωή χωρίς λάθη, χωρίς διδάγματα, μια ζωή βουλιαγμένη σε
λιμνάζοντα νερά, χωρίς το παραμικρό αεράκι να σουρώνει τα αρυτίδωτα νερά της
άγνοιας και της αποχαύνωσής τους.
Όταν σκέφτεται τα
‘λάθη’ της ζωής της νιώθει μια υπέροχη αίσθηση απαλής ζεστασιάς, σχεδόν μητρική, κάτι ανάλογο μ’ αυτό που νιώθει όταν
σκέφτεται τη Σοφούλα της, τη μονάκριβη κορούλα της. Τα ‘λάθη’ της ήταν τα δικά
της λάθη, αποκλειστικά δικά της, τα αγαπημένα της άτακτα παιδιά, αυτά που με
τόση χαριτωμένη ζαβολιά, χάριζαν χρώμα και νοστιμάδα στη ζωή της. Χωρίς τα λάθη
της, η ζωή της θα ήταν μια συνεχής φλατ νότα, μια ολόισια οριζόντια γραμμή σαν
εκείνη που εμφανίζεται στην οθόνη του ηλεκτροκαρδιογραφήματος όταν κάποιος έχει
πεθάνει. Έτσι ήταν η ζωή της τώρα, τώρα
που σταμάτησε να κάνει λάθη, τώρα που σταμάτησε να κάνει οτιδήποτε άλλο από το
να αναπνέει μηχανικά σ’ ένα αδειανό σπίτι στοιχειωμένο από τα φαντάσματα
ανθρώπων που όλοι, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, την είχαν
εγκαταλείψει.
Σημείωση : Η κυρία Τζόκα από το 21ο τεύχος του περιοδικού που αναμένεται να βγεί τον Ιούνιου 2014 γίνεται μέλος της εκδοτικής ομάδας μας.
Σημείωση : Η κυρία Τζόκα από το 21ο τεύχος του περιοδικού που αναμένεται να βγεί τον Ιούνιου 2014 γίνεται μέλος της εκδοτικής ομάδας μας.
Είμαι πολύ χαρούμενη που θα είμαι μέλος της εκδοτικής ομάδας σας. Σας ευχαριστώ πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή