Η Ευαγγελία Πατεράκη επανέρχεται
μες στο 2013 με ένα συγκλονιστικό και ανατρεπτικό βιβλίο καταδικάζοντας την βίαιη εποχή που ζούμε. Η Ευαγγελία Πατεράκη είναι ο Μονομάχος. Το μόνο φύλο που πολεμάει την διαφθορά, το μίσος, τον ρατσισμό και την κοινωνική αδικία.
[βιογραφικό] Στην πόλη του Χάους, όταν ακόμα έπαιρνε, Οκτώβρη, να χιονίζει, γεννήθηκα: Αθήνα.
Με ρήγματα, τριγμούς, σεισμούς, και όνειρα μύρια.
Αντάρτης πάντα στα όλα τα κατεστημένα, που μας βουλιάζουν.
Πυροτεχνουργός, και ξυλογλύπτης σκληρών Στιγμών.
Όνομα; Ευαγγελία Πατεράκη, με ψευδώνυμο: Προμηθεύς Πυρφόρος
και βιβλία τέσσερα των μικρών μου αιώνων:
«Ενδιάμεσος Αντίλαλος» - εκδόσεις: Ίδμων
«ο δραπέτης» - εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος
«η διαθήκη μου * το Ένα*» - εκδόσεις Βακχικόν
«Φύλο: Μονομάχος» - εκδόσεις Βακχικόν,
σε χρόνους μανιασμένους, που τους προσπέρασα, πριν με προσπεράσουν.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ «Φύλο: Μονομάχος»
από σελίδα αφιερώσεων, έτσι έγραψα:
Σ’ εκείνους,
που νομίζουν χαμένους,
και Νικούν
απ’ τα περιθώρια
που τους ορίζουν
απροσκύνητους.
Σ’ όποιον αντέχει να με σηκώνει,
στους γονείς μου.
«Βράδιαζε συχνά. Βραδιάζει
συνέχεια. Έμεινε το βράδυ. Κάποιοι, πάντα εγώ, τραγουδήσαμε τις νύχτες, μαζί με
τα τζιτζίκια. Οι γρύλοι έχουν άπειρες στενάξει, στις άριές μας, παραφωνίες. Ένα «χρατς» αγανάχτησης - μαχαίρι
που σκίζει ανελέητα τις ίνες τις νυχτερινές. Πάντα τα πρωινά - το έχω δηλωμένο
από καιρό, σαν πόθεν έσχες - υπνοβατούσα και παραμίλαγα - πάει αιώνας που έκοψα
τη συνήθεια, και απεργώ εν ανεργία. Έτσι, μπορώ να κοιμάμαι ανελλιπώς, και
ανεπηρέαστα.
Έμεινε το βράδυ. Για τα όνειρα, που φύλλο και φτερό ασώτεψαν, και ακόμη δεν γύρισαν. Κάποτε, είπα να βγω στο κατόπι τους. Τολμώ να δηλώσω: Έσπασα από θερμοπληξίες, κι ας μη λογάριασα ποτέ κινδύνους. Δεν άντεξε η οδοντοστοιχία: Σαν το γύφτο έτρεμα παγωμένος, κι έξω, και μέσα, κόχλαζαν τα νερά. Έπεσαν τα δόντια όλα, ένα ένα, κι έμεινα ξέφραγος. Κι εκεί πάνω, μου την έπεσαν οι μέλισσες. Φρικιά καταρρακτώδη ντυμένα πέταγμα. Μα ήταν απόκριες, και τα στενά ράγισαν απ' το σωρό των προσωπείων.
Αγκαλιά μ' ένα παράθυρο, ένα επαρκές κομμάτι σκοινί, και τα καρφιά μου, δηλώνω εισοδήματα μηδέν. Φορολογούμαι στο όλον. Σκέφτομαι να στείλω φιλιά στα βράδια που με συντρόφευσαν, δίχως να με πουλήσουν, και να γίνω ντουβάρι σιωπηλό. Όταν περάσουν οι εποχές μας, θα με ανιχνεύσουν σαν τις πυραμίδες. Κειμήλιο παλιών καρναβαλιών, ή άπορος βραδινός επισκέπτης. Κάτι πάντως σίγουρα.»
Έμεινε το βράδυ. Για τα όνειρα, που φύλλο και φτερό ασώτεψαν, και ακόμη δεν γύρισαν. Κάποτε, είπα να βγω στο κατόπι τους. Τολμώ να δηλώσω: Έσπασα από θερμοπληξίες, κι ας μη λογάριασα ποτέ κινδύνους. Δεν άντεξε η οδοντοστοιχία: Σαν το γύφτο έτρεμα παγωμένος, κι έξω, και μέσα, κόχλαζαν τα νερά. Έπεσαν τα δόντια όλα, ένα ένα, κι έμεινα ξέφραγος. Κι εκεί πάνω, μου την έπεσαν οι μέλισσες. Φρικιά καταρρακτώδη ντυμένα πέταγμα. Μα ήταν απόκριες, και τα στενά ράγισαν απ' το σωρό των προσωπείων.
Αγκαλιά μ' ένα παράθυρο, ένα επαρκές κομμάτι σκοινί, και τα καρφιά μου, δηλώνω εισοδήματα μηδέν. Φορολογούμαι στο όλον. Σκέφτομαι να στείλω φιλιά στα βράδια που με συντρόφευσαν, δίχως να με πουλήσουν, και να γίνω ντουβάρι σιωπηλό. Όταν περάσουν οι εποχές μας, θα με ανιχνεύσουν σαν τις πυραμίδες. Κειμήλιο παλιών καρναβαλιών, ή άπορος βραδινός επισκέπτης. Κάτι πάντως σίγουρα.»
.
Νιώθω το τέλος και
διαλύομαι. Η σιωπή παρασιώπησε κι έδωσε φτερά στον ολοκληρωτισμό. Οι πορείες
έχασαν τους δρόμους τους, γλιστρώντας στα αίματα. Οι πόλεις κουράστηκαν να μας
σηκώνουν. Τρύπες παντού.. Κι εσύ εκεί. Ανήλιαγος.
Ο Άναρχος Ποιητής
μετράει κύματα. Κυματίζουν τα πέλαγα. Οι ωκεανοί μουγκρίζουν καλπασμούς φιλιών.
Γλώσσες υπερκόσμιες ατιθασεύουν. Μετράς υγρασία. Σπας – μετρονόμος άχρηστος, όταν σπαράζουν τα
πάντα. Σπαράζουν τα κορμιά, και χύνονται άλικες ψυχές – κραυγές φεγγαριών, σε
ένα χάος, που έπνιξε τον έρωτα.
Μένει ο Ποιητής.
Αφρίζει. Είναι ο οργασμός της ουτοπίας, που άστραψε ήδη την άλλη ζωή..
.
.
,
___________ Όμως, , .
«Νύχτα στη νύχτα της γιορτής του φεγγαριού.
Την ώρα που οι Νεκροί Ποιητές σκίζουν το χρόνο με το βλέμμα. Κοιτάζομαι
κατάματα μαζί με τη χλομάδα. Κάποιος ίσως πει όνειρο!.. Εγώ λέω Εξομολόγησή
μου, κι Αλήθεια μου:
Τόσα λάθη! Τόσα πάθη! Τόσοι χοροί! Πόσοι
θάνατοι!... Ποιος είναι ο πιο μεγάλος; Ο πρώτος! Ύστερα, βίαια, βυθίζω το
μαχαίρι. Παντού, ανοιγμένες σάρκες, σκονισμένες φλέβες, σπασμένο το κρανίο. Διαμελίζομαι.
Δεν τρέμω. Θυμωμένος άνεμος κοντράρεται μαζί μου.
"Ποιος είσαι εσύ;" μου λέει,
"Που θα ρημάξεις το βλέμμα των προγόνων σου; Τόσες ζωές!..."
"Είμαι ο πρώτος!" απαντώ "κι
ο τελευταίος! Εγώ τεντώνομαι! Εγώ σπάζω! Δε με μαχαιρώνουν. Μαχαιρώνομαι. Να
κυλήσει το αίμα. Ν' ακουστούν οι βοές!"
"Δεν έχεις το δικαίωμα!
Απελπίζεσαι"
"Δεν απελπίζομαι. Φωλιάζω στη Ζωή μου!
Μ' ακούς; Ερωτεύομαι και πεθαίνω!"
Δεν είμαι ποιητής.
Αφρίζοντα αιμάτινα κύματα είμαι!
Τα σπλάχνα μου είμαι!
Φέρνω φωτιά και καίγομαι!..
Φέρω τσεκούρι και κομματιάζομαι!
Δε γνωρίζω αριθμούς. Δε γνωρίζω γράμματα.
Πατώ τη γης κι ανεβάζω ρίχτερ στο σύμπαν.
Κάθε που πεθαίνω,
ένα γιοφύρι στήνω στο χάος...
Κάθε που πονάω,
φιλιώνω με το φιλί...
Αποχωρίζομαι, χωρίζομαι και πάω...
Ατέρμονο το ταξίδι των θανάτων...
Δεν έχω πρώτο, δεν έχω τελευταίο...
Ο νεκρός ανοίγεται στους ουρανούς
πιο μάχιμος, πιο γενναίος!..
Σε συνάντησα βροχή
με ρίζωσες στο στέρνο σου
με κάλεσες και απλώθηκα.»
Ανέκδοτος Μονομάχος, περαστικός - οι άνθρωποι σφάζουν - τινάζουν λέξεις - σεντόνια σκόνη, ακονίζουν δάχτυλα, γλώσσα - πόρνη υστερία - ακονίζουν γέλιο, σάρκα, οστά . Θαμώνας χειμώνας, σε σπασμένες κολόνιες - αρώματα περιστασιακά - ξενυχτούν τα ξενύχτια μου. Ακοίμητος Αόρατος, και Τελευταίος - Τελεία Τρελή - Κάρβουνο Μάτι. Στο φέρετρο - συρτάρι μου πάντα παρανοώ. Τυφλώνοντας φως, ρημάζω εφήμερες σειρήνες προβολών. Ανέκδοτος κι Ανεκδιήγητος. Στο χειροκρότημα λιθοβολώ την πλάνη των επιχρυσωμένων ποιητών. Μπορείς να με σκαλίσεις Κολασμένο - η κατάρα υπερτερεί. Τα τελευταία δόντια ηχούν έντονα στην αρένα σαν πέφτουν, και χαράσσουν την πυγμή. Πες με, όπως θέλεις. Οι άνθρωποι χειροκροτούν όταν σφάζουν.»


ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία από καρδιάς!
ΑπάντησηΔιαγραφή