Σάββατο 31 Μαΐου 2014

[Lord Byron Ο Ρομαντικός] ~ ΑΦΙΕΡΩΜΑ




"As falls the dew on quenchless sands, blood only serves to wash ambition's hands"


O Λόρδος Βύρων θεωρείται από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ποιητές και είναι γνωστός για το ανήθικο στυλ της ζωής του και για την ευφυή χρήση της αγγλικής γλώσσας. Γεννήθηκε το 1788 στο Λονδίνο και ήταν από τις ηγετικές μορφές του Ρομαντικού στις αρχές του 19ου στην Αγγλία. Η φήμη για τον έκλυτο βίο του ξεπερνιέται από την ομορφιά και την ευφυΐα της γραφής του. Μετά από μια ταραγμένη ζωή και ένα μεγάλο έργο, ο Λόρδος Βύρων πέθανε σε νεαρή ηλικία στην Ελλάδα κυνηγώντας τις ρομαντικές περιπέτειες του ηρωισμού. Ο Λόρδος Βύρων ήταν ο 6ος Λόρδος μιας αριστοκρατικής οικογένειας που έσβηνε με γοργό ρυθμό. Σαν παιδί ο Λόρδος Βύρων υπέφερε από τον πατέρα του ο οποίος τον αγνοούσε,από την σχιζοφρενική μητέρα του και από μια νοσοκόμα που τον κακοποιούσε. Ως αποτέλεσμα δεν είχε ούτε πειθαρχία ούτε αίσθηση μετριοπάθειας, χαρακτηριστικά που τον συνόδευσαν σε όλη του την ζωή. Το 1798 σε ηλικία 10 ετών έλαβε τον τίτλο και το κατεστραμμένο τσιφλίκι με τον θάνατο του θείου του, William. Δύο χρόνια μετά φοιτά στο σχολείο Harrow του Λονδίνου όπου αποκτά τις πρώτες του σεξουαλικές επαφές και με τα δύο φύλα. Το 1803 ερωτεύεται την μακρινή του ξαδέρφη, Mary Chaworth, και η αναπάντητη αγάπη του εκφράζεται μέσα σε πολλά ποιήματα συμπεριλαμβανομένων κατι το «Hills of Annesley” και το «The Adieu». Από το 1805 έως το 1808 ο Byron φοίτησε το Κολλέγιο Trinity όπου είχε πολλές σεξουαλικές επαφές και πολλά χρέη. Κατά την διάρκεια της φοίτησής του ασχολήθηκε με το μποξ, την ιππασία και την χαρτοπαιξία. Τον Ιούνιο του 1807 δημιούργησε μια διαρκή φιλία με τον John Cam Hobhouse και μυήθηκε στην φιλελεύθερη πολιτική με την συμμετοχή του στο Cambridge Whig Club.


 To 1808 δέχτηκε μια δεικτική κριτική για την πρώτη του ποιητική συλλογή «House of Idleness» και ανταπέδωσε με ένα σατυρικό ποίημα English Bards and Scotch Reviewers”. Το ποίημα έκανε επίθεση στην λογοτεχνική κοινότητα με πνεύμα και σάτυρα  και του χάρισε για πρώτη φορά την λογοτεχνική αναγνώριση. Στα 21 του μπήκε στην Βουλή των Λόρδων. Ένα χρόνο αργότερα  μαζί τον Hobhouse, σαλπάρουν για μια μεγάλη κρουαζιέρα στην Μεσόγειο θάλασσα και εκεί άρχισε να γράφει το «Childe Harolds Pilgrimage” ένα ποίημα για τις σκέψεις ενός νέου άντρα σχετικά με τα ταξίδια του σε ξένες χώρες. Τον Ιούλιο του 1811 ο Byron επιστρέφει στο Λονδίνο μετά τον θάνατο της μητέρας του. Παρόλο που είχε αποτύχει ως μητέρα, ο Byron θρηνεί βαθιά τον χαμό της. Βγαίνει από την κατάθλιψη από τους ψηλούς επαίνους της Λονδρέζικης κοινωνίας και μια σειρά από ερωτικές σχέσεις, πρώτα με την παθιασμένη και εκκεντρική Lady Caroline Lamb η οποία τον περιέγραψε ως «τρελό, κακό και επικίνδυνο» και μετά με την Lady Oxford η οποία ενθάρρυνε τον ριζοσπαστισμό του Byron. Το 1813 φαίνεται ότι έκανε μια πολύ στενή σχέση με την ετεροθαλή αδερφή του, Αυγούστα που ήταν παντρεμένη. Τα κουτσομπολιά και η ενοχή που ένιωσε από αυτές τις ερωτικές σχέσεις τον κάνουν να γράψει μια σειρά από σκοτεινά και μετανοημένα ποιήματα όπως είναι το “The Giaour”, το «The bride of Abydos” και το “The Corsair”.  Τον Σεπτέμβριο του 1814 θέλοντας να ξεφύγει από τις ανήθικες επαφές, ο Byron κάνει πρόταση γάμου στην μορφωμένη Anne Isabella Milbanke. Παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1815 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους γεννήθηκε η κόρη τους, Αugusta Ada, γνωστή ως Ada Lovelace. Παρόλα αυτά τον Ιανουάριο του 1816, η Anne εγκατέλειψε τον Byron εξαιτίας του αλκοολισμού του, των αυξανόμενων χρεών και των φημών για την σχέση με την ετεροθαλή αδερφή του. Δεν είδε ποτέ ξανά ούτε την γυναίκα του ούτε την κόρη του.

Τον Απρίλιο του 1816 ο Byron έφυγε από την Αγγλία και δεν επέστρεψε ποτέ. Ταξίδεψε στην Γενεύη όπου έγινε φίλος με τον Percy Shelley, την γυναίκα του Mary και την θετή αδερφή της, Claire Clairmont. Όσο ήταν στην Γενεύη έγραψε την Τρίτη ραψωδία του «Childe Harolds Pilgrimage”. Σε ένα ταξίδι του στην Berneze Oberland, ο Byron εμπνέεται και γράφει το «Φαουστιανό» ποιητικό δράμα Manfred. Τον Οκτώβριο του 1816 ο Byron μαζί με τον Hobhouse σαλπάρουν για την Ιταλία. Κατά την διάρκεια των ταξιδιών συνέχισε να έχει παθιασμένες σχέσεις με πολλές γυναίκες και αυτές τις εμπειρίες του τις απεικόνισε σε ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το «Don Juan”. Το ποίημα ήταν ευφυές και περιέχει μια σατυρική διάθεση διαφορετική από την μελαγχολική του  «Childe Harolds Pilgrimage” και αποκαλύπτει μία διαφορετική πλευρά της προσωπικότητας του. ‘Εγραψε 16 ραψωδίες πριν τον θάνατό του αφήνοντας το συγκεκριμένο ποίημα ατελείωτο. Το 1818 η άσωτη ζωή του είχε γεράσει τον Byron περισσότερο από την πραγματική του ηλικία, 30. Τότε συνάντησε την 19χρονη Teresa Guiccioli, μια παντρεμένη κόμισσα. Υπήρξε αμοιβαία έλξη και είχαν σχέση για αρκετό καιρό χωρίς ερωτική επαφή μέχρι που η κόμισσα άφησε τον σύζυγό της. Ο Byron κέρδισε την συμπάθεια του πατέρα της Teresa, ο οποίο τον είχε μυήσει στο μυστικό της κοινωνία των Carbonari η οποία επιδίωκε να ελευθερώσει την Ιταλία από την Αυστριακή κυριαρχία. Μεταξύ του 1821 και 1822 ο Byron ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα “The Liberal.

To
1823, ο ανήσυχος, Byron δέχτηκε την πρόσκληση για να στηρίζει την Ελληνική Ανεξαρτησία έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Ξόδεψε 4000 λίρες από τα δικά του χρήματα για τον εξοπλισμό του ελληνικού ναυτικού στόλου και ο ίδιος ήταν αρχηγός σε μια μικρή ικανή ομάδα πολεμιστών. Τον Φεβρουάριο του 1824 αρρώστησε και οι γιατροί  του έκαναν αφαίμαξη η οποία αποδυνάμωσε περισσότερο τον οργανισμό του και πιθανότατα του μετέδωσαν κάποια μόλυνση. Πέθανε στης 15 Απριλίου του 1824 σε ηλικία 36 ετών. Θρηνήθηκε πολύ και στην Αγγλία και στην Ελλάδα όπου αναγνωρίστηκε ως ήρωας.

Σκοτάδι


Είχα ένα όνειρο, που όνειρο δεν ήταν.
Ο λαμπρός ήλιος είχε αφανιστεί και τα αστέρια
περιπλανιόνταν καταχθόνια στο αχανές διάστημα
χωρίς φως, χωρίς δρόμο και η παγωμένη γη
τυφλή και μαύρη αιωρούταν στον αφέγγαρο αγέρα
Το πρωί ήρθε κι έφυγε – ήρθε χωρίς να φέρει μέρα,
Και οι άνθρωποι τα πάθη τους ξεχάσανε
μες στην απόγνωσή τους για την ερήμωση
Και όλες οι καρδιές προσεύχονταν,
σαν του παιδιού την εγωιστική προσευχή,
για φως.
Και ζούσαν με φωτιές για τους φρουρούς μες στο σκοτάδι
-- και οι θρόνοι, τα παλάτια με τους βασιλείς, οι καλύβες,
όλα τα σπίτια που ζούσαν ρίχτηκαν στην φωτιά.
Οι πόλεις καταστράφηκαν
και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από τα
φλεγόμενα σπίτια τους για να δουν μια φορά ακόμη
ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
Ευτυχισμένοι μόνο εκείνοι που ζούσαν κοντά
σ΄ ηφαίστεια  και στους βουνίσιους τους πυρσούς.
Μια φοβερή ελπίδα ήταν ότι απέμεινε στον κόσμο.
Τα δάση έπιασαν φωτιά αλλά ώρα με την ώρα
έπεφταν και σβήνανε – και τα κάρα όλα έσπασαν
με ένα  θόρυβο τρομακτικό – και ήταν όλα μαύρα.
Τα μέτωπα των ανθρώπων από το απεγνωσμένο φως
έμοιαζαν εξωγήινα και αναβόσβηναν σαν κίνδυνος
επάνω τους τα φώτα
Κάποιοι κάτω ξάπλωσαν, κρύψανε τα μάτια
και κλάψανε, και κάποιοι ακούμπησαν
τα μάγουλα στα σφιγμένα χέρια τους
και χαμογέλασαν
Άλλοι πήγαιναν πέρα δώθε και ετάιζαν
τους πένθιμους σωρούς με ξύλα και
κοίταζαν μ’ ανησυχία τον πληκτικό ουρανό,
το σάβανο του παλιού κόσμου και μετά
πάλι  με κατάρες έπεσαν στο χώμα
έτριζαν τα δόντια και ούρλιαζαν
Τα άγρια πουλιά στρίγκλιζαν
Και τρομαγμένα φτερούγιζαν στο χώμα
Και κουνούσαν τ’ άχρηστα φτερά τους
Τα πιο άγρια θηρία πλησίασαν τρέμοντας εξημερωμένα
Και οι οχιές σύρθηκαν και αγκαλιάστηκαν μες στο πλήθος,
Σφυρίζοντας αλλά χωρίς πια κεντρί – σφαγιάστηκαν για τροφή.
Και ο πόλεμος, που για μια στιγμή είχε σταματήσει,
Πάλι χόρτασε τον εαυτό του μ’ ένα γεύμα απ’ αίμα φτιαγμένο
Με κάθε γεύμα καταβρόχθιζε τον εαυτό του στην κατήφεια,
αγάπη δεν είχε απομείνει
Σε όλη την γη δεν υπήρχε παρά μόνο μία σκέψη,
εκείνη του θανάτου του άμεσου και του άδοξου
και η πείνα τράφηκε με τα εντόσθια όλων
άνθρωποι πέθαναν και τα οστά τους άταφα όπως και η σάρκα τους
Οι λιγοστοί φαγώθηκαν από τους λιγοστούς
Ακόμα και οι σκύλοι επιτέθηκαν στ’ αφεντικά τους, όλα εκτός απ’ ένα,
Και ήταν πιστός μέχρι το τέλος, κρατούσε μακριά τα όρνια , τα θεριά
και τους πεινασμένους μέχρι που τους έτρωγε η πείνα ή οι μισοπεθαμένοιτ
τους δελέαζαν μες στα αδύναμα σαγόνια τους.
Το ίδιο τροφή δεν αναζητούσε αλλά
μ’ ένα αξιολύπητο διαρκές βογκητό
και με μια απότομη δακρυσμένη κραυγή
γλείφοντας το χέρι το οποίο δεν ανταπέδωσε το χάδι, ξεψύχησε.
Το πλήθος λιμοκτονούσε αλλά δυο από
Τις μεγάλες πόλεις επιβιώσανε,
Και ήταν εχθροί μεταξύ τους.
Αντάμωσαν δίπλα από τις στάχτες ενός βωμού
όπου είχαν μαζέψει ένα σωρό από ιερά πράγματα
για ανίερο σκοπό. Πάλεψαν μεταξύ τους
τρέμοντας  με τα κρύα σκελετωμένα τους χέρια
Οι αδύναμες στάχτες και η αδύναμη ανάσα τους
φύσηξαν για λίγη ζωή και έφτιαξαν μια παρωδία φλόγα
και μετά σήκωσαν ψηλά τα μάτια καθώς φώτισε και
είδαν ο ένας την όψη του άλλου – είδαν και ούρλιαξαν και πέθαναν –
Ακόμα και από την αμοιβαία φρικαλεότητα τους πέθαναν,
Χωρίς να ξέρουν ποιος ήταν αυτός που η πείνα είχε γράψει
Στο μέτωπό του Φίλος. Ο κόσμος ήταν αδειανός.
Ήταν μια μάζα:
Χωρίς εποχές, χωρίς φυτά, χωρίς δέντρα, χωρίς ανθρώπους, χωρίς ζωή.
Τα ποτάμια, οι λίμνες, οι ωκεανοί έμεναν ακίνητοι,
Και τίποτα δεν ανακάτευε τον βυθό τους
Τα πλοία, χωρίς ναύτες, έπλεαν σαπίζοντας στην θάλασσα
Και τα κατάρτια τους έπεσαν κάτω κι έγιναν κομμάτια
Έπεσαν στην άβυσσο και κοιμήθηκαν χωρίς κύματα στο πλευρό τους.
Τα κύματα ήταν νεκρά, οι παλίρροιες είχαν ταφεί,
Η σελήνη, η κυρία τους, είχε από πριν πεθάνει.
Και οι άνεμοι μαραίνονταν στον στάσιμο αέρα
Και τα σύννεφα χάθηκαν.

Το Σκοτάδι δεν έχει την ανάγκη τους.
Είναι το Σύμπαν.




Darkness
 
Ι had a dream, which was not all a dream.
The bright sun was extinguish'd, and the stars
Did wander darkling in the eternal space,
Rayless, and pathless, and the icy earth
Swung blind and blackening in the moonless air;
Morn came and went--and came, and brought no day,
And men forgot their passions in the dread
Of this their desolation; and all hearts
Were chill'd into a selfish prayer for light:
And they did live by watchfires--and the thrones,
The palaces of crowned kings--the huts,
The habitations of all things which dwell,
Were burnt for beacons; cities were consum'd,
And men were gather'd round their blazing homes
To look once more into each other's face;
Happy were those who dwelt within the eye
Of the volcanos, and their mountain-torch:
A fearful hope was all the world contain'd;
Forests were set on fire--but hour by hour
They fell and faded--and the crackling trunks
Extinguish'd with a crash--and all was black.
The brows of men by the despairing light
Wore an unearthly aspect, as by fits
The flashes fell upon them; some lay down
And hid their eyes and wept; and some did rest
Their chins upon their clenched hands, and smil'd;
And others hurried to and fro, and fed
Their funeral piles with fuel, and look'd up
With mad disquietude on the dull sky,
The pall of a past world; and then again
With curses cast them down upon the dust,
And gnash'd their teeth and howl'd: the wild birds shriek'd
And, terrified, did flutter on the ground,
And flap their useless wings; the wildest brutes
Came tame and tremulous; and vipers crawl'd
And twin'd themselves among the multitude,
Hissing, but stingless--they were slain for food. 
And War, which for a moment was no more,
Did glut himself again: a meal was bought
With blood, and each sate sullenly apart
Gorging himself in gloom: no love was left;
All earth was but one thought--and that was death
Immediate and inglorious; and the pang
Of famine fed upon all entrails--men
Died, and their bones were tombless as their flesh;
The meagre by the meagre were devour'd,
Even dogs assail'd their masters, all save one,
And he was faithful to a corse, and kept
The birds and beasts and famish'd men at bay,
Till hunger clung them, or the dropping dead
Lur'd their lank jaws; himself sought out no food,
But with a piteous and perpetual moan,
And a quick desolate cry, licking the hand
Which answer'd not with a caress--he died.
The crowd was famish'd by degrees; but two
Of an enormous city did survive,
And they were enemies: they met beside
The dying embers of an altar-place
Where had been heap'd a mass of holy things
For an unholy usage; they rak'd up,
And shivering scrap'd with their cold skeleton hands
The feeble ashes, and their feeble breath
Blew for a little life, and made a flame
Which was a mockery; then they lifted up
Their eyes as it grew lighter, and beheld
Each other's aspects--saw, and shriek'd, and died--
Even of their mutual hideousness they died,
Unknowing who he was upon whose brow
Famine had written Fiend. The world was void,
The populous and the powerful was a lump,
Seasonless, herbless, treeless, manless, lifeless--
A lump of death--a chaos of hard clay.
The rivers, lakes and ocean all stood still,
And nothing stirr'd within their silent depths;
Ships sailorless lay rotting on the sea,
And their masts fell down piecemeal: as they dropp'd
They slept on the abyss without a surge--
The waves were dead; the tides were in their grave,
The moon, their mistress, had expir'd before;
The winds were wither'd in the stagnant air,
And the clouds perish'd; Darkness had no need
Of aid from them--She was the Universe.



Πηγές : Poetry-archive.com,

            biography.com


επιμέλεια κειμένων - απόδοση στα ελληνικά Μαρία Ροδοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news