"Κι απ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή"
Την πρωτομαγιά του 1909 γεννιέται στην Μονεμβασιά της Λακωνίας ο Γιάννης Ρίτσος. Είναι το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Τα νεανικά χρόνια του ποιητή σημαδεύονται καίρια από ένα συνεχές και βαθύ οικογενειακό δράμα, του οποίου οι δύο βασικές παράμετροι στάθηκαν η αρρώστεια και η οικονομική καταστροφή. Ο πατέρας του, Ελευθέριος Ρίτσος, ήταν ένας γηγενής μεγαλοκτηματίας. Γρήγορα όμως η καλή οικονομική κατάσταση του σπιτιού θα αρχίσει να κλονίζεται κυρίως από τους προσωπικούς παράγοντες, ένας από τους οποίους υπήρξε το πάθος της χαρτοπαιξίας του πατέρα. Αυτή η κατάρρευση με τον αργό επιθανάτιο ρυθμό της θα καλύψει τα παιδικά χρόνια του ποιητή. Θα την συμπληρώσουν αργότερα αρρώστειες και θάνατοι. Τον Αύγουστο του 1921 πεθαίνει από φυματίωση στην Αθήνα ο μεγαλύτερος αδερφός του και τρεις μήνες μετά η μητέρα του από την ίδια αρρώστεια στην Πορταριά του Πηλίου σε ηλικία μόλις 42 ετών. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1932, ο πατέρας του εισάγεται στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Δαφνίου ύστερα από την πρώτη κρίση μελαγχολίας. Την ερήμωση αυτή και τους θανάτους απηχούν τα πρώτα του ποιήματα. Σ' ένα του ποίημα, αυτοβιογραφικό, απευθυνόμενος στον πατέρα του θα γράψει"Πάνε τ' αμάξια, τ'άλογα, τα κυνηγετικά σκυλιά,
άδειασε η κάσσα κι άδειασες απ' όλων την φιλία,
μόνο οι καθρέφτες έκπληκτοι, που αναπολούσαν τα παλιά,
σε βλέπαν, φάσμα, να μετράς τίτλους και μεγαλεία".
Ο πατέρας του περιγράφεται αυταρχικός, δύστροπος και αλαζόνας. Καταπιεστικός στους υπηρέτες και στα μέλη της οικογένειας, γεμάτος πάθη :
"και στο κατώφλι πρόβαινε σαν χάρος, σαν λιμός,
ψηλός, ωραίος κι αλαζών ο δύστροπος πατέρας
Τις μέρες του στα καπηλειά, τα βράδυα στο χαρτί,
βρωμούσε πάντοτε κρασί και ξέρναγε βλαστήμια,
την ξένη σάρκα αγόραζε κι ανάδινε γιορτή
κι ό, τι το χέρι του άγγιζε ξεφύλλλιζε συντρίμια.
Όταν βροντούσε στην αυλή, στους δούλους, προσταγές
πίσω απ΄τα βελουδένια στορ σαν γάτα μαζευόμουν,
στ΄άλλο δωμάτιο ακούγοντας της μάνας τις κραυγές,
κι ώρες το πέλαο βλέποντας έκλαια κι ονειρευόμουν"
Στην Μονεμβασιά ο ποιητής τελειώνει το δημοτικό και το σχολαρχείο. Εκεί αρχίζει να επιδίδεται στο πιάνο, στο σολφέζ και στο σχέδιο. Το καλοκαίρι του 1925 τελειώνει το Γυμνάσιο στο Γύθειο και το φθινόπωρο έρχεται στην Αθήνα όπου εργάζεται ως δακτυλογράφος και κατόπιν ως αντιγραφέας σε συμβολαιογραφείο. Το χειμώνα του 1926 προσβάλλεται από φυματίωση και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Μονεμβασιά. Επιστρέφει πάλι στην Αθήνα το φθινόπωρο του '26 αλλά η υγεία του χειροτερεύει. Τον Γενάρη του 1927 νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου και μετά εισάγεται στο "Σωτηρία" όπου μένει 3 χρόνια. Τα χρόνια στην "Σωτηρία" στάθηκαν σημαντικά για την εξέλιξη του ποιητή. Εκεί παράλληλα με την συστηματική καλλιέργεια της ποίησης του, μελετά τον μαρξισμό και δένεται με το προοδευτικό-επαναστατικό κίνημα της εποχής του. Στα χρόνια αυτά δημοσιεύονται ποιήματά του με το 'ψευδώνυμο' "ΡΙΤ...ΣΟΣ" στο λογοτεχνικό περιοδικό της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας". Το 1930 μεταφέρεται στο άσυλο φυματικών Καψαλώνας Κρήτης. Οι συνθήκες του σανατορίου είναι στην κυριολεξία άθλιες. Την απαράδεκτη μεταχείρηση των ασθενών καταγγέλει ο ποιητής σε εφημερίδα των Χανίων, όπου μετά το σκάνδαλο που ξεσπά οι ασθενείς μεταφέρονται στο σανατόριο του Αγίου Ιωάννου Χανίων. Το 1931 μετά από την ύφεση που παρουσιάζει η αρρώστεια του επιστρέφει στην Αθήνα όπου τον βοηθά οικονομικά η αδερφή του, Λούλα. Με την μεσολάβηση των "Πρωτοπόρων", μιας πολιτιστικής οργάνωσης της αριστεράς συμμετέχει στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της "Εργατικής Εστίας" και διευθύνει το καλλιτεχνικό της τμήμα. Εργάζεται ως ηθοποιός, απαγγέλει ποιήματα, διευθύνει σκηνοθεσίες και παίρνει μέρος στην μαντολινάτα. Το καλοκαίρι του 1933 περνά στο επαγγελματικό θέατρο. Προσλαμβάνεται στο "Θέατρο Κυψέλης" όπου συμμετέχει ως ηθοποιός σε δεύτερους ρόλους ή ως χορευτής σε πολλές επιθεωρήσεις. Μέσα στην φτώχεια και στην βιοπάλη, η ποίηση τον παρηγορεί και τον ξεκουράζει :
"Μα στο κελλί μου όταν γυρνώ με βδελυγμό κρεμνώ
την πανοπλία του γέλιου μου στης νύχτας την κρεμάστρα
είμαι κατάδικος της ζωής και πάνω στο γυμνό
στήθος μου η πέννα μου κεντά γοργόνες κι άνθη μ' άστρα..."
Το 1934 γνωρίζεται με τον εκδότη Γκοβόστη που τον προσλαμβάνει ως διορθωτή. Απ αυτόν τον εκδοτικό οίκο την ίδια χρονιά εκδίδει την πρώτη του συλλογή "Τρακτέρ". Την ίδια χρονιά με ψευδώνυμο, "Ι. Σοστίρ" αρχίζει να δημοσιεύει τακτικά ποιήματα στον "Ριζοσπάστη". Τον Μάιο του 1936 διαδραματίζονται τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Μια απεργία καπνεργατών θα κατασταλεί με βιαιότητα και δεκάδες πτώματα θα γεμίσουν τους δρόμους. Ο ποιητής συγκλονισμένος από τα γεγονότα κλείνεται στο φτωχικό του δωμάτιο στην οδό Μεθώνης και μέσα σε δύο μερόνυχτα γράφει τον "Επιτάφιο". Το έργο εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Αργότερα τα τελευταία 250 αντίτυπα κατάσχονται από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Ο ποιητής αρχίζει να γράφει " Το τραγούδι της αδελφής μου" που κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1937 όταν η αδερφή του Λούλα εισάγεται, το 1936, στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Το ποίημα, μια από τις καλύτερες στιγμές του ποιητή, είναι διάχυτο από τον σπαραγμό για την αδερφή του.
"Το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται
τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης.
Τα μάτια σου απομείνανε
δυο πύργοι γυάλινοι, ακατοίκητοι
και μέσα τους γυρνούν, αδέσποτες
οι σκιές του παρελθόντος.
Αδελφή μου,
πως μ' εγκατέλειψες τα μεσάνυχτα
να ψάχνω δίχως λύχνο
ν' ανακαλύψω τα ίχνη
των απωλεσμένων βημάτων σου;
Βύθισέ με και μένα
στο ίδιο σκότος
να μην ακούω τις σάλπιγγες
των κραυγών σου
που μετρούν αμέτρητους τάφους"
Το ποίημα και τον ποιητή χαιρετίζει γεμάτος ενθουσιασμό λίγες μέρες αργότερα ο Παλαμάς.
Το 1937 η υγεία του επιδεινώνεται και μπαίνει για 6 μήνες στο σανατόριο της Πάρνηθας. Εκεί γράφει την "Εαρινή Συμφωνία" που κυκλοφορεί τον επόμενο χρόνο. Το 1938 βγαίνει από το σανατόριο και πιάνει δουλειά στο "Αρχαίο Δράμα" του Εθνικού θεάτρου όπου και εμφανίζεται στον χορό των "Περσών". Στις 5 Νοεμβρίου πεθαίνει ο πατέρας του στο Δαφνί.
Το 1940 κυκλοφορεί η συλλογή του το "Εμβατήριο του Ωκεανού". Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής ο ποιητής ζει στην Αθήνα και φιλοξενείται από ένα ζευγάρι χορευτών που είχε γνωρίσει στην Λυρική Σκηνή, την Μιράντα και τον Τάσο Φιλιακό. Το 1943 κυκλοφορεί η "Δοκιμασία" και επίσης σε λίγα αντίτυπα και εκτός εμπορίου η "Παλιά Μαζούρκα σε ρυθμό βροχής". Τότε γράφει και τα πρώτα του θεατρικά έργα : "Το πανηγύρι του ήλιου" που το καταστρέφει αργότερα και το "Μια γυναίκα πλάι στην θάλασσα". Το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του "Στους πρόποδες της σιωπής", γραμμένο κι αυτό την περίδο της Κατοχής, καταστράφηκε από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944. Τότε ο ποιητής φεύγει για την Βόρεια Ελλάδα και επιστρέφει μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας (12-2-45). Στην περίοδο μέχρι την σύλληψή του και την εξορία του (1948) εργάζεται πάνω στην "Ρωμιοσύνη", την "Κυρά των Αμπελιών" και σε άλλα ποιήματα κυρίως με επικαιρικό χαρακτήρα. Συνεργάζεται μόνιμα με το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" όπου δημοσιεύει ποιήματα, πεζά, μεταφράσεις, χρονογραφήματα και κριτική χορού.
Το 1948 αρχίζει η ταλαιπωρία της μακρόχρονης εξορίας του. Συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στο στρατόπεδο της Λήμνου όπου γράφει "Το καπνισμένο τσουκάλι" και δύο "Ημερολόγια Εξορίας". Το 1949 μεταφέρεται στην Μακρόνησο. Εκεί γράφει τον "Πέτρινο Χρόνο" και τρίτο "Ημερολόγιο Εξορίας". Τον Ιούλιο του 1950 μετά από μια σοβαρή επιδείνωση της αρρώστειας του απολύεται για να συλληφθεί πάλι μετά από ένα μήνα όπου στέλνεται στο στρατόπεδο του Αη Στράτη. Εκεί συνεχίζει και τελειώνει το "Στις γειτονιές του κόσμου" και γράφει το "Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί", "Το ποτάμι κι εμείς", "Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο" κ.α. Τον Αύγουστο του 1952 μετά από διαμαρτυρίες της παγκόσμιας κοινής γνώμης με εξέχουσες τις φωνές διανοούμενων και καλλιτεχνών όπως του Αραγκόν, του Νερούντα, του Πικάσο, επιστρέφει από την εξορία και μπαίνει στην Διοικητική Επιτροπή της ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται την Φαλίτσα Γεωργιάδη, γιατρό στην Σάμο που είχε γνωρίσει στην Κατοχή. Το 1956 ταξιδεύει στην Σοβιετική Ένωση και εκδίδει και την "Σονάτα του Σεληνόφωτος" όπου παίρνει το Α' Κρατικό βραβείο Ποίησης. Το 1960 κυκλοφορεί ο "Επιτάφιος" σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και τον επόμενο χρόνο ο Α' τόμος των "Ποιημάτων" του με έργα της περιόδου 1934-1943. Το 1963 κυκλοφούν οι "Μαρτυρίες Α'" και "Ο Θρήνος του Μάη" για τον Γρηγόρη Λαμπράκη.
Τον Μάρτιο του 1967 κυκλοφορεί η "Οστράβα" και την 21η Απριλίου συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στην Γυάρο και από εκεί στο Παρθένι της Λέρου. Κάτω από την παγκόσμια πάλι κατακραυγή αλλά και λόγω επιδείνωσης της υγείας του το 1968 μεταφέρεται κάτω από φρούρηση στο αντικαρκινικό κέντρο "Άγιος Σάββας". Στην εποχή αυτή ανήκουν και τα κάτωθι όπου τα διαπνέουν το φοβερό προαίσθημα του θανάτου.
Καρκίνος
Και μονομιάς όλα ξεμάκρηναν- μορφές, τα δέντρα, η θάλασσα,
πράγματα, γεγονότα, η ποίηση, - πέρα πιο πέρα,
σε μιαν αντίπερα όχθη - τα έβλεπε, δεν τα έβλεπε. Εκείνα
έφυγαν τάχα και τον άφησαν ή αυτός; Ο θάνατος
ακίνητος τον κατοικούσε ως την άκρη των νυχιών. Τις νύχτες
άκουγε την πελώρια εκείνη ακινησία εντός του. Ωστόσο, πριν
απ τον ύπνο και μετά το ξύπνημα, εξακολουθούσε
να πλένει ταχτικά τα δόντια του με το παλιό, μαδημένο βουρτσάκι,
δείχνοντας άσπρο, βέβαιο, καθαρό το τελευταίο του χαμόγελο.
Σιγή
Μέσα στο σώμα του, ένα άλλο σώμα, μεγάλο, ανεξιχνίαστο,
βουβό, - μια βουβαμάρα παντοδύναμη. Τα μεσημέρια
ή τα βράδια στο δείπνο, με την ήσυχη λάμπα, καθώς ανεβάζει
αργά, προσεχτικά το πηρούνι ως το στόμα του, το ξέρει
ότι ταίζει εκείνο το άλλο, το άγνωστο, το αδηφάγο στόμα.
Επίλογος
Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία
Η μεγαλειώδης πένα του γενναίου ποιητή Γιάννη Ρίτσου
ξεκουράστηκε για πάντα στις 11 Νοεμβρίου 1990.
Πηγές : "Γιάννης Ρίτσος Η μακρά πορεία ενός ποιητή" των Gerard Pierrat, Γ.Βαλέτα από το Σχεδίασμα χρονολογίας Γιάννη Ρίτσου, Αιολικά Γράμματα, από το έργο του Γιάννη Ρίτσου "Γιάννης Ρίτσος Ποιήματα" τόμοι Α - Δ.
Επιμέλεια - επιλογές κειμένων Μαρία Ροδοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)