της Θεοδώρας
Τζόκα
Κάθεται στο σκαμνάκι
του και βγάζει από τη μεγάλη, μαύρη τσάντα του τα σύνεργα της δουλειάς του: τις
μπογιές και τις πούδρες, την κόκκινη μύτη και τα μεγάλα αυτιά, τη ροζ περούκα
και τα τεράστια γυαλιά, τις πελώριες γραβάτες και τις αστείες μπότες. Όλα αγορασμένα με δικά του χρήματα. «Θα σε προσλάβουμε με τα μισά του κατώτατου
μισθού και τα σύνεργα της δουλειάς θα τα πληρώσεις όλα εσύ από την τσέπη σου. Και
θα καθαρίζεις και το μαγαζί όταν κλείνουμε. Αν θες! Αν πάλι δε θες, στο καλό να πας». Έτσι του
είχανε πει τα δύο του αφεντικά όταν μπήκε μέσα στο μαγαζί τους αναζητώντας δουλειά.
Τι να έλεγε κι εκείνος; Είχε μεγάλη ανάγκη. Ο σπιτονοικοκύρης του τον απειλούσε
με έξωση, το ρεύμα ήταν κομμένο εδώ και
μια εβδομάδα και το ψυγείο σχεδόν άδειο.
Μόνο λίγα μακαρόνια υπήρχαν κι αυτά τα έτρωγαν χωρίς βούτυρο και τυρί.
Σκέτα. Έξι στόματα είχε να ταΐσει και η γυναίκα του εδώ κι έξι μήνες ήταν
κρεβατωμένη μετά από ένα ατύχημα που παραλίγο να τη στείλει στον άλλον τόπο, εκείνον
τον δήθεν χλοερό και φωτεινό που περιμένει όλους μας. Και η μητέρα του; Η μητέρα
του είχε να δει τον ουρανό με τ’ άστρα
πάνω από δέκα χρόνια όσο καιρό δηλαδή κουβαλούσε την καμπούρα της πάνω
στη γερμένη πλάτη της. Η αλήθεια ήταν πως αυτή χρειαζόταν μεγαλύτερη βοήθεια
από τα τρία του παιδιά που ακόμη δεν είχαν βγάλει το δημοτικό σχολείο.
Ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι του και τον πιάνει πανικός!
Έχει ολιγωρήσει και πρέπει να βιαστεί
αλλιώς … ούτε να το σκεφτεί! Πρώτα βάφει
το πρόσωπό του με την ειδική άσπρη μπογιά
προσέχοντας να μην αφήσει ούτε σπιθαμή ακάλυπτη. Το ίδιο κάνει και με το
λαιμό του. Με το χοντρό, μαύρο μολύβι σχηματίζει δύο μεγάλους μαύρους κύκλους
γύρω από τα μάτια του και τους γεμίζει με κατακόκκινη, φωσφορούχα μπογιά. Το ίδιο
κάνει και στα μάγουλά του. Δύο γρήγορες πινελιές και τα φρύδια του πυκνώνουν. Σιγά-σιγά
το πρόσωπό του μεταμορφώνεται. Σβήνουν
τα σημάδια της κούρασης και τα μάτια του, συνήθως θλιμμένα, έχουν μέσα τους
μερικά τρίμματα χαράς. Έρχεται η σειρά της μεγάλης, στρογγυλής, κόκκινης μύτης.
Πριν τη φορέσει, κάνει ένα μισό τσιγάρο. Για οικονομία τα κόβει στη μέση. Βγάζει και το μικρό φιαλίδιο με τη βότκα. Χύμα,
βέβαια, αλλά τη δουλειά του την κάνει μια χαρά. Έρχεται η σειρά του στόματος. Εδώ
βάζει όλη του την τέχνη. Πρέπει να
ζωγραφίσει ένα στόμα πλατιά χαμογελαστό, να ξεγελάσει τους πάντες, μικρούς και
μεγάλους, και προπαντός τον εαυτό του. Πρέπει να ξεχάσει όλα του τα βάσανα και
να μπει στο πετσί του ρόλου του, στο ρόλο του χαζοχαρούμενου, γκαφατζή παλιάτσου. Αλλιώς μπορεί να τον διώξουν. «Σε θέλουμε
πάντα χαρούμενο» είχαν πει «ό, τι και να
σου συμβαίνει, ακόμη και πυρετό να έχεις, the show must go on». Βγάζει τη στολή
του, την παρδαλή με τα κραυγαλέα σχέδια και φωτεινά χρώματα που βγάζουν μάτι,
με τα μπαλώματα και τα σκισίματα και τους πολλούς φραμπαλάδες. Ευτυχώς που η
κακομοίρα η γυναίκα του κάνει θαύματα με μια κλωστή και μια βελόνα κι έτσι είχε
γλιτώσει τα έξοδα της στολής. Βάζει και την πουά γραβάτα του και τις πελώριες,
κίτρινες μπότες. Μια ενισχυμένη δόση βότκας και είναι έτοιμος. Σε λίγο, ακούει
το αφεντικό του να ανακοινώνει: «Κυρίες και κύριοι και αγαπημένα μας παιδιά. Με
μεγάλη μας χαρά σάς παρουσιάζουμε τον Κούκη τον Κωφάλαλο, ο μοναδικός κωφάλαλος
παλιάτσος που χωρίς να βγάλει
άχνα από το στόμα του θα σας κάνει να ξεκαρδίζεστε στα γέλια με τις
εκπληκτικές παντομίμες του και τα αστεία κόλπα του. Χαρείτε τον λοιπόν! Καλή διασκέδαση!»
Αυτό είναι το σύνθημά του να βγει. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και φορώντας
το πιο ψεύτικο αλλά χαρούμενο πρόσωπό του τρέχει στην αυλή η οποία είναι
γεμάτη από παιδιά και γονείς που χειροκροτούν μόλις σκοντάφτει πάνω σ’ ένα
βουναλάκι από διακοσμητικά πετραδάκια και κάνει την πρώτη του κωλοτούμπα. Όταν
σηκώνεται κοιτάζει ψηλά και βλέπει τον ουρανό να μαυρίζει από πυκνά σύννεφα. Η
καρδιά του σφίγγεται γροθιά αλλά όπως είπαν τα αφεντικά του «the show must go on!» Πω! Πω, σκέφτεται, κι
αν τυχόν βρέξει; Τι έπιασε τ’ αφεντικά του και
ήθελαν η παράσταση να γίνει έξω
στον κήπο κι όχι όπως συνήθως μέσα στην κλιματιζόμενη αίθουσα του μαγαζιού; Προσεύχεται
στον Θεό να καταστείλει τη βροχή μέχρι να τελειώσει η μονόωρη παράστασή του και
συνεχίζει με τα κολπάκια του. Πλησιάζει ένα κοριτσάκι στην πρώτη σειρά και
σκύβοντας πάνω της τραβάει ένα λουλούδι μέσα από το μανίκι του και το προσφέρει
στη μικρή η οποία καταχαίρεται με το μικρό της δωράκι. Μετά έρχεται η σειρά του
κόλπου με το κουνελάκι που τραβάει μέσα από το καπέλο που έχει βγάλει από το
κεφάλι του. Ακολουθούν ένα σωρό τραγελαφικά στιγμιότυπα, ζογλερικά παιχνίδια, μπαλονοκατασκευές,
ταχυδακτυλουργίες, μαγικά κόλπα με τράπουλες και για το τέλος φυλάει την
παντομίμα του, ένα αριστούργημα κίνησης και έκφρασης που κατενθουσιάζει το
κοινό. Το χειροκρότημα είναι όλα τα λεφτά. Χαλάλι η κούραση και ο πενιχρός
μισθός! Αφού μπορεί να κάνει τα παιδάκια
να χαίρονται αξίζει τελικά για κάτι η δουλειά του.
Λίγο πριν τελειώσει η παράσταση πέφτει η πρώτη σταγόνα
βροχής. Τον βρίσκει στο μέτωπο. Η δεύτερη τού πιτσιλάει τη μύτη. Η τρίτη και μεγαλύτερη τού χώνεται μες στο
μάτι. Αναθεματίσει την ώρα και τη στιγμή που για λόγους οικονομίας δεν αγόρασε
τις αδιάβροχες μπογιές που ήθελε να του πουλήσει η πωλήτρια. Πίστευε πως δεν θα
τις χρειαζόταν αφού η δουλειά του ήταν σε κλειστό χώρο. Μέγα λάθος! Θέλει να
εγκαταλείψει τρέχοντας το προαύλιο αλλά δεν τολμάει. Η βροχή αρχίζει και πέφτει κανονικά. Ανοίγουν
και οι ομπρέλες των θεατών. Βγάζει κι
αυτός την ομπρέλα του μέσα από την πελώρια παντελόνα του αλλά με τίποτα δεν
ανοίγει. Έχει σκαλώσει κάπου. Η βροχή δυναμώνει και τα καρεκλοπόδαρα πέφτουν
σύννεφο. Οι μπογιές τρέχουν σαν χρωματιστά ρυάκια και μουτζουρώνουν το πρόσωπό
του. Από κάτω αρχίζει και φαίνεται το πρώτο σκούρο κομμάτι του δέρματός του.
Μετά το δεύτερο και το τρίτο και μετά όλο το μαύρο πρόσωπό του είναι σ’ ανοιχτή
θέα.
Το πλήθος τραβιέται πίσω σαν να έχει χτυπηθεί από
τσουνάμι.
«Μαύρος είναι!» φωνάζει ένας μπαμπάς.
«Ντροπή! Αίσχος! Θέλουμε τα λεφτά μας πίσω!»
«Ο Πακιστανός είναι!
Τον ξέρω! Μένει στη γειτονιά
μας!»
«Ουστ απ’ εδώ!
Βρωμομετανάστη!»
«Πώς τόλμησε ν’ αγγίξει τα παιδιά μας!» ουρλιάζει μια υστερική μητέρα.
Επικρατεί πανζουρλισμός. Οι γονείς μαζεύουν τα παιδιά κοντά
τους. Μερικοί φεύγουν.
Η πρώτη πέτρα βρίσκει τον Κούκη στο μάτι. Η δεύτερη στο
μέτωπο. Οι άλλες τον βρίσκουν παντού.
Συνεχίζει όμως το νούμερο του. The show must go on! Έτσι δεν του είχαν πει τ’
αφεντικά του; Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του βλέπει ένα κατάξανθο αγοράκι να
του πετά μια κοτρώνα ίσαμε το κεφαλάκι του.
Και μετά το απόλυτο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)