Ανέβηκα
στο λεωφορείο χωρίς προορισμό.
Εκείνο
το βράδυ είχα μια παράξενα ενοχλητική διάθεση που η μελαγχολική ατμόσφαιρα του
φθινοπώρου την έκανε ανυπόφορη. Με εκνεύριζε ακόμη κι ο ήχος των πεσμένων
κίτρινων φύλλων κάτω από τις σόλες των παπουτσιών μου. Κάθε φορά που έσκυβα για
να τα ξεκολλήσω, η χωμάτινη μυρωδιά της υγρασίας με έπνιγε, με ανάγκαζε να θέλω
να ξεφύγω, να δραπετεύσω λες κι ήμουν φυλακισμένη σε μια αδιόρατη φυλακή, μια
φυλακή που έπεσε ξαφνικά γύρω μου από ψηλά, όπως ένα ποτήρι εγκλωβίζει μια
αβοήθητη αράχνη. Η απραγματοποίητη επιθυμία της θέλησης μου, φούντωνε έναν
ανεξήγητο και πανούργο θυμό μέσα μου.
Είχα
περπατήσει ήδη για αρκετή ώρα, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία όσες φορές
είχε χρειαστεί, όταν συνειδητοποίησα πως δεν θα γλίτωνα. Ο μόνος τρόπος να τα
αποφύγω ήταν να εγκαταλείψω το δρόμο. Βρέθηκα στο σταθμό των λεωφορείων. Ένα
από αυτά ετοιμαζόταν για αναχώρηση.
Το
λεωφορείο άφησε τη στάση κι ενώ εκείνο πήγαινε μπροστά, εγώ πήγαινα προς τα
πίσω για να βρω να καθίσω κάπου μόνη μου. Μόνη μου, σε ένα άδειο λεωφορείο, σε
μια μονή θέση. Το κάθισμα που με δέχτηκε ήταν παγωμένο. Παρατήρησα κάθε
λεπτομέρεια του κινούμενου χώρου ώσπου
την προσοχή μου μονοπώλησε το τζάμι του παραθύρου απέναντι μου. Έμεινα να
κοιτάζω. Αμέτρητες μικρές σταγόνες, απομεινάρια κάποιας περασμένης βροχής,
είχαν στεγνώσει από τον άνεμο κι είχαν μεταμορφωθεί σε δάκρυα λάσπης. Ένιωσα
συμπάθεια γι’ αυτές, η συμπάθεια με συγκίνησε, η συγκίνηση μου ξύπνησε
αναμνήσεις, θυμήθηκα μια νοσταλγική μελωδία που έπαιζα παλιά στο πιάνο, σχεδόν
την άκουσα να μου γλυκαίνει τα αυτιά, όμως δεν είχε διάρκεια, ο θυμός
ξαναγύρισε. Τα νεύρα τσαλάκωσαν την όψη μου. Τι δουλειά είχαν εκεί; Γιατί δεν
βρέθηκε κάποιος να τις εξαφανίσει σκουπίζοντας τις έστω και με το μανίκι του;
Έμοιαζαν με βδέλλες, έτσι όπως ήταν κολλημένες πάνω στο γυαλί, βδέλλες που
προσπαθούσαν μία μία να ραγίσουν το δικό τους σημείο μέχρι όλα τα ραγίσματα να
ενωθούν, το τζάμι να σπάσει, να πέσουν όλες μαζί πάνω μου και να ρουφήξουν όλο
το νερό που κουβαλούσα στη σάρκα μου μέχρι να πεθάνω.
Μια
ηλίθια φωνή με απέσπασε από τις μύχιες σκέψεις και τους φρικτούς παραλογισμούς
που απολάμβανα. Ποιος τόλμησε να μιλήσει;
« Κοιτάζετε
κάτι συγκεκριμένο;» με ρώτησε ενοχλημένη η γυναίκα που παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε
μένα και τις αδυσώπητες ρουφήχτρες. Κι όμως, ήμουν σίγουρη πως λίγο πριν το
λεωφορείο ήταν εντελώς άδειο.
«
Όχι» της απάντησα.
« Μα
πώς όχι; Τόση ώρα με κοιτάζετε επίμονα. Έχετε κολλήσει το βλέμμα σας επάνω μου»
«Και
ποιος σας είπε πως εσείς είστε κάτι συγκεκριμένο;» αποκρίθηκα με αναίδεια κι
όσο πιο αυθάδικο τρόπο είχα στο πετσί μου. Άρχισε να με βρίζει. Την αγνόησα για
να μην της ορμήσω. Επέστρεψα το βλέμμα μου στο επικίνδυνο κοπάδι. Ήταν πιο
ευχάριστο να ασχολούμαι μαζί του παρατηρώντας και προβλέποντας την επικείμενη
επίθεση του εναντίον μου.
Τα
φώτα από τα αυτοκίνητα που μας προσπερνούσαν στο αντίθετο ρεύμα του δρόμου με
ζάλισαν εμετικά. Βάζοντας τα χέρια μπροστά από το πρόσωπο μου, προσπάθησα να
αποφύγω τις αντανακλάσεις τους ˙ αναβόσβηναν σαν φλας μηχανής μέσα στα μάτια
μου με ταχύτητα που δεν μπορούσα να εξηγήσω ούτε να προλάβω. Ένας εκκωφαντικός
ήχος σκέπασε την υστερική φωνή που μου τρυπούσε τα αυτιά. Το στόμα της γυναίκας
συνέχισε να ανοιγοκλείνει με μανία, βουβό. Όλα τα τζάμια έσπασαν απότομα
δημιουργώντας ένα καταρράκτη από κρύσταλλα στη μέση του διαδρόμου. Υδάτινες
βδέλλες ξεχύθηκαν από παντού, άλλες γλιστρούσαν από τα μικρά γυαλάκια που είχαν
απομείνει στο πάτωμα, άλλες σέρνονταν από τις χαραμάδες των παραθύρων προς τα
μέσα κι όλες μαζί ενώνονταν με στόχο την γυναίκα, κολλούσαν μία μία ή πολλές
μαζί πάνω της, σκαρφάλωναν από τα πόδια της ως το κεφάλι και της ρουφούσαν το
νερό παλλόμενες σαν μικρά αποστήματα με πύον. Εκείνη συνέχισε να βρίζει με την
ίδια μανία κι αυτή ήταν η μόνη προσπάθεια που έκανε για να σωθεί ώσπου έχασε
τον έλεγχο των αισθήσεων της. Χωρίς να το ξέρει με είχε σώσει.
Πήγα
από περιέργεια κοντά της. Στάθηκα από πάνω της. Έδειχνε να είναι νεκρή αλλά
αυτό δεν έλεγε τίποτα γιατί και πριν την επίθεση πάλι νεκρή έδειχνε να είναι.
Είχε μείνει από αυτήν ένα φρικτό στεγνό κουφάρι. Το δέρμα της είχε κολλήσει
πάνω στο σκελετό της κι έτσι μπορούσα να διακρίνω κάθε της οστό. Σκέφτηκα πως θα
ήταν εξαίρετο δείγμα ανατομίας στην Ιατρική. Τα χείλη της σουφρωμένα
αποκάλυπταν μια σειρά από κίτρινα γερασμένα δόντια. Ούρλιαξα. Δεν ξέρω γιατί.
Δεν θυμήθηκα ποτέ την αιτία. Ο τσιριχτός ήχος του φρεναρίσματος πάνω στην
βρεγμένη άσφαλτο σκέπασε το ουρλιαχτό μου. Φαντάστηκα πως το λεωφορείο θα
συντριβεί κι έκλεισα τα μάτια μου για να μην δω το τέλος. Όταν βρήκα ξανά τη
δύναμη να τα ανοίξω, γύρω μου υπήρχαν πολλοί αναστατωμένοι από το φρενάρισμα άνθρωποι
που συνομιλούσαν μεταξύ τους αναρωτώμενοι τι είχε συμβεί. Εγώ, κρεμόμουν όρθια
από μια λαβή. Είχα σφίξει το χερούλι με όλη μου τη δύναμη. Δεν μπορούσα να
απελευθερώσω το χέρι μου από την πίεση που ασκούσα. Κοίταξα τα τζάμια. Όλα στη
θέση τους, πεντακάθαρα. Πανικοβλήθηκα και σπρώχνοντας εχθρικά όποιον έμπαινε
ανάμεσα σε μένα και την έξοδο, βρέθηκα στην πόρτα .Μόλις άνοιξε, πετάχτηκα έξω.
Ξεκίνησα να περπατάω με βήματα ακανόνιστα και τρεμάμενα πόδια. Άφησα όποιο
φύλλο ήθελε, να κολλήσει κάτω από τις μπότες μου κι αγνόησα την σιχαμένη μυρωδιά
του υγρού χώματος, επιτρέποντας της να με τυλίξει μαζί με το πέπλο υγρασίας που
στρωνόταν λίγο λίγο πάνω μου.
« Δεν
είναι δικό μου το φταίξιμο. Ας μην είχε ανέβει αυτή η σκύλα στο λεωφορείο.
Πήγαινε γυρεύοντας!» μονολόγησα κάπου μέσα βαθιά σε ένα σκοτεινό μέρος του
μυαλού μου. Αναζήτησα τη βροχή κοιτώντας ψηλά στα σύννεφα κι άρχισα να τρέχω
μηχανικά ενώ αυτό που ευχόμουν, ήταν να πέσει όλη επάνω μου και να με κάνει
μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)