Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

[Η προσμονή του Αίαντα] του Ανδρέα Πολυκάρπου ~ ΠΟΙΗΣΗ


Ο Αντρέας Πολυκάρπου γεννήθηκε το 1984 στη Λευκωσία. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές : το 2006 «Τα πρωτοβρόχια της ψυχής μου», εκδόσεις Power publishing, το 2010 τη συλλογή «Διάφανες βάρκες», εκδόσεις Εν τύποις και το 2013 τη συλλογή «Απρόσωπα Φαγιούμ», εκδόσεις Άπαρσις. Το 2014 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Vakxikon. gr το θεατρικό του έργο «Κατά Ιωάννη αποκαθήλωση». Βραβεύτηκε δύο φορές (2008- 2010) από τη European Commission και τη Media Consulta ως ο καλύτερος, νέος, Κύπριος δημοσιογράφος.  Το 2014 πήρε το δεύτερο πανελλήνιο βραβείο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό. Από το 2013 είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου πανεπιστημίου. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά της Ελλάδας.  




Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ

Στο Μελέαγρο

Παρατάχθηκαν χαράματα οι Λοκροί, με όλες τους τις ασπίδες.

Με τους μακριούς τους χιτώνες,

με τα σώματα τους σμιλεμένα κάτω από τις πανοπλίες

και τα ακόντια τους να κοιτάνε τον ήλιο.

Το σχέδιο της μάχης ετοιμάστηκε από σπουδαίους στρατηγούς.

Όλα ήσαν έτοιμα για μια λαμπρή νίκη.

Μια θέση έχουν, όμως, κενή.

Προσμένουν των Θεών τον απεσταλμένο τη θέση αυτή να καλύψει.

Ανάμεσα στους πιο ένδοξους στρατιώτες η θέση παραμένει άδεια να χάσκει σαν ρήγμα.

Τον Αίαντα αναμένουν όπως τους όρισε το μαντείο.

Δώρα απέστειλε πολλά ο βασιλιάς για τους χρησμοδότες.

Την εύνοια τους ήθελε προτού η μάχη αρχίσει.

Χρυσάφι και ελεφαντόδοντο από μέρη μακρινά

καθώς και φύλλα δάφνης για τις μεθυστικές αναθυμιάσεις.

Με συνοδεία μουσικής παρέλαυναν πομπή οι απεσταλμένοι

για να μεταφέρουν τα χαρμόσυνα μαντάτα.

Του Τελαμώνα ο γιος ορίστηκε ως άρχων της μάχης.

Πλάι τους θα πολεμούσε στην πρώτη γραμμή.

Με το ίδιο αυτό σπαθί που έχωσε στα σπλάχνα του

των εχθρών θα θέριζε τα κεφάλια.



Άρχισε, όμως, να βραδιάζει και αυτός δεν φάνηκε.

Τα βήματα του δεν ακούστηκαν

και τα χρυσόδετα του σαντάλια δεν σκονίστηκαν στη μάχη.

Μήτε η αιχμή της λόγχης του σε εχθρικά βυθίστηκε σώματα.

Αποδεκατισμένοι οι Λοκροί σε άνανδρη τράπηκαν φυγή.

Η γη τους παραδόθηκε στις φλόγες του κατακτητή.

Στα έγκατα της γης, στα κελιά του θανάτου

σωρός στάλθηκαν αλυσόδετοι νέοι με τα κορμιά τους διαμελισμένα.

Του Τεύκρου ο αδελφός μήτε στη Σαλαμίνα βρίσκεται

μήτε σε ανθρώπου ζωντανού τον τόπο.

Μόνο στον Άδη σαν ίσκιος ψυχορραγεί.

Ανάμεσα στους κολασμένους και στους αδικαίωτους τριγυρίζει.

Μάταια τον περίμεναν τότε και στου Δούρειου ίππου την κοιλιά.

Μάταια κι εσείς τον αυτόχειρα προσμένατε.

Αυτός έλουζε το σώμα του στα πράσινα του Αχέροντα νερά.

Πλάι στην αντανάκλαση του ψυχοπομπού κολυμπούσε γυμνός σαν ένα αμφίβιο.

Σαν ένα αμφίβιο της ζωής και του θανάτου.

Χτένισε τη μακριά του κώμη και άλειψε με βάλσαμο την πληγή του.

Πήρε στα χέρια του το σπαθί και ασπάστηκε για ακόμα μια φορά τη ματωμένη λεπίδα.

Η τρύπα στο θώρακα, η αιμορραγούσα πληγή δεν έλεγε να επουλωθεί.

Θυμόταν τα μάτια του Οδυσσέα.

Τότε που κατέβηκε στον Άδη, το δρόμο να βρει για την Ιθάκη στα λεγόμενα του Τειρεσία.

Μάτια ειρωνικά. Μάτια του νικητή.

Μέσα τους καθρεφτιζόταν η εύνοια της Θεάς

και η πυρπολημένη Τροία.

Στα δικά του ο τρόμος του θανάτου, της αυτοχειρίας.

Ολόγιομο σώμα ο Οδυσσέας με τη φλόγα της θέλησης.

Λαβωμένο και άψυχο σαρκίο ο Αίαντας

χωρίς καμιά στην ψυχή φωτιά.

Παγωμένος έστρεψε το βλέμμα του στους γυμνούς του θανάτου χερσότοπους.

Στα σκοτάδια αυτά φυλακισμένος στα δίχτυα της Περσεφόνης.



Τι σκέφτηκες αλήθεια τότε που έχωνες στο σώμα σου το ξίφος και τερμάτιζες το ταξίδι;

Ανδριάντες περίμενες και ποιήματα από τους ζωντανούς;

Αυτοί ξεχνάνε. Αυτοί λησμονούν.

Μόνο οι νεκροί θυμούνται

και όσοι εκ γενετής κουβαλούν μαζί τους του Άδη τις εικόνες.

Αυτοί οι ξεκούρδιστοι άνθρωποι που σταδιακά θα ακολουθήσουν το δρόμο σου,

το δρόμο της σήψης και της αυτοχειρίας.

Ο θάνατος φέρει τη λήθη, την άπνοια της θύμησης.

Φρικτά στο χώμα το κορμί θα λιώνει.

Σάπιο θα νιώθει του ήλιου τις θερμές ακτίδες να ανατέλλουν.

Όχι, όμως, για το νεκρό.

Κανένας ήλιος, καμιά γι’ αυτόν ανατολή.

Οι μέρες θα συνεχίζουν την αριθμητική τους πορεία στο χρόνο

κι εσύ έρμαιο του παρελθόντος.

Οι νεκροί δεν έχουν μέλλον,

χωμένοι στο παρελθόν φυτρώνουν σε ρηχά νερά.



Μην τον προσμένετε, λοιπόν, Λοκροί.

Η πληγή στο στήθος και των Θεών η μανία

να μερέψει δεν τον αφήνουν.

Από τα ανθρώπινα τον χωρίζουν η αυτοχειρία και το μίσος.

Μισάνθρωπος και άθεος σέρνεται στην κόλαση.


 
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ



Πίσω από τα μάτια σου ανάβουν δυο φάροι.

Ξεχασμένοι και ερειπωμένοι σπάζουν το σκοτάδι.

Βλασταίνει το φως στο πράσινο ρέκβιεμ.

Φωτίζουν τη λήθη της χάλκινης αμαρτίας.

Με της σελήνης το ποτήρι πίνω του αίματος τα άστρα.

Μέθυσος φαροφύλακας του σύμπαντος λουσμένος στη δρύινη θάλασσα.

Στο σκιώδες ακρωτήρι αγκυροβολούν οι βραχνές νότες.

Διψασμένοι οι Αργοναύτες αναζητούν τα πορφυρά μαλλιά σου.

Είσαι της Κολχίδας η  κόρη, φοράς το χρυσόμαλλο δέρας.

Σε είδα μαινάδα τον Άψυρτο να τεμαχίζεις.

Με το αίμα του έβαψες αιμάτινα τα μαλλιά σου.

Μακάβριες τελετές που σε δίδαξε η Κίρκη προτού γευτώ από σένα την ηδονή.



Μια γοργόνα μαζεύει από το βυθό παράξενα, ασπρόμαυρα κοχύλια.

Τα υφαίνει με τα μαλλιά της στο σώμα μου.

Μεθυσμένος ακούω τη φωνή της καθώς ηχεί στα κοράλλια του βυθού.

Στις υποθαλάσσιες σπηλιές ταξιδεύει τα όνειρά μου.

Μού χαρίζει τα κοχύλια και γίνεται αφρός.

Ο άνεμος τη σκορπάει.

Ο Ζέφυρος στην Πάφο τη μετοικεί, σε ένα σπήλαιο χωμένο στην άμμο.

Εκεί που οι εραστές βυθίζονται στα ηφαιστιογενή πετρώματα των ανθρώπινων φλεβών

και των ηδονισμένων σωμάτων.

Γίνεται άνεμος και σκορπάει μα εγώ προσμένω στο ακρωτήρι.

Σαν ένας ψαράς που συλλέγει με το δίχτυ του τα άστρα που έχει για οστά.



Στο ίδιο αυτό ακρωτήρι που λουσμένη στο μεσογειακό φως περπάτησε η Αφροδίτη.

Με πόδια γυμνά αιωρήθηκε πάνω από τους κόκκους της αλμύρας.

Ψάρια και όστρακα απορρόφησαν του Ουρανού το σπέρμα.

Ευνουχισμένος απέμεινε στο σύμπαν με τις ερωτικές του ορμές να αγγίζουν τα πορφυρά μαλλιά σου.

Πορφυρά φύκια για μαλλιά και δυο θηλές να βυζαίνουν το φτεροπόδαρο Θεό.

Αγκομαχούσε από ηδονή με τα σγουρά του μαλλιά κολλημένα στο εφηβαίο σου.

Μαζί σπείρατε τον άφυλο Ερμαφρόδιτο.

Κι εγώ σαν ένας Οδυσσέας που κατάφερε να λυθεί από το κατάρτι

πλάγιασα δίπλα από το λευκό σου σώμα.

Τότε ξέχασα για πάντα τις συντεταγμένες για την Ιθάκη.

Στην Ανθεμόεσσα μέτοικος της οδύνης εγκατέλειψα για πάντα το δικό μου δρόμο.

Τον Ορφέα αναζητούσα, τους ήχους της λύρας του.

Με τη μουσική του ίσως να ξεχνούσα τη λαλιά σου.

Τη δική σου μουσική που έβγαινε από το χορό της γλώσσας σου και από τα σφραγισμένα σου δόντια



Γυμνοί κι οι δυο τους ψαχουλεύουν τα αγκάθια τους.

Με τα σώματα τους γυμνά αναζητούσαν τη ζωή.

Χωρίς αιδώ αιθεροβατούσαν στου ουρανού το ατέρμονο.

Ακανθώδεις άνθρωποι τους κοιτούσαν καχύποπτα με πέτρινα μάτια.

Το χαμόγελο τους πληγή στην ανθρώπινη θλίψη.

Φωτιές τούς καίνε τα ρόδα, μα αυτοί ελπίζουν ακόμα.

Θρυμματισμένα τα δόντια συλλαβίζουν το λόγο.

Ψάχνουν την αλήθεια μέσα από τη σάρκα.

Στα πετρώματα των ψυχών ανθίζουν τα λουλούδια.

Ο ήλιος ανατέλλει θερμός μέσα από τα δάχτυλά τους.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news