Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

[Το χρέος] του Κώστα Κυριακίδη ~ ΔΙΗΓΗΜΑ




του Κώστα Κυριακίδη

Απρόσμενη κι αδικαιολόγητη νοσταλγία. Στιγμιαίος αιφνίδιος τρόμος. Και μοναξιά. Αδυσώπητη, βασανιστική κι αναίτια μοναξιά. Κρύος ιδρώτας στο μέτωπο και στην ράχη. Ασυναίσθητη αρρυθμία στην αναπνοή. Κι ένας ελαφρύς, αδιόρατος πόνος πάνω από το στήθος…
            Περίεργες σκέψεις τριγυρίζουν στο μυαλό του Έκτορα. Εισχωρούν με βία μέσα στον εγκέφαλο του, απρόσκλητες, με περισσό θράσος. Δεν τις θέλει, αλλά αδυνατεί να τις απωθήσει. Η πόρτα του μυαλού δεν μπορεί να φτιαχτεί από υλικό υψίστης αντοχής άλλωστε και κανένας συναγερμός δεν υπάρχει για να σε προειδοποιήσει για τους εισβολείς. Κι έτσι οι σκέψεις μπαίνουν μέσα όποτε θέλουν, κόβουν βόλτες και σουλατσάρουν, για να φύγουν μόνο αφού λεηλατήσουν τα πάντα στο διάβα τους.
            Κοιτάζει την βροχή που πέφτει αδιάκοπα γλείφοντας το παράθυρο του σπιτιού του. Δεύτερη μέρα συνεχόμενης βροχής. Σήμερα είναι Κυριακή και δεν δουλεύει. Κι έτσι έχει τον χρόνο να παρατηρεί την βροχή, αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό, την ώρα που χαράζει. Μια μέρα μόνο την βδομάδα θα μπορούσε να κοιμηθεί λίγο παραπάνω, αλλά και σήμερα, όπως και κάθε Κυριακή, ξύπνησε πολύ νωρίς, νωρίτερα απ’ όλους τους άλλους. Ίσως αυτές οι κυριακάτικες πρωινές στιγμές που περνάει μόνος του, παρέα με τον εαυτό του, για κάποιον μυστικό κι απροσδιόριστο λόγο, να του είναι πολύτιμες, πολύ περισσότερο από τον επιπλέον ύπνο που χρειάζεται ο οργανισμός του.

            Καπνίζει τα τσιγάρα του, το ένα πίσω απ’ το άλλο και πίνει τον ζεστό του καφέ σε ένα φλιτζάνι που γράφει το όνομα του κάτω από μια επιγραφή που ποτέ του δεν μπόρεσε να διαβάσει. Οι σταγόνες τις βροχής κατευθύνουν το βλέμμα του. Αλλά παραμένει άγνωστο τι κατευθύνει και οδηγεί την σκέψη του σε δύσβατα κι αχαρτογράφητα μονοπάτια.
            Από πού άραγε να προήλθε αυτό το κενό μέσα του που δεν μπορεί με τίποτα να γεμίσει; Πως δημιουργήθηκε και πως τράφηκε τόσο καιρό, χωρίς να το ανακαλύψει; Τώρα πλέον ήταν αργά, το μικρό αρχικό ρήγμα είχε μεγαλώσει, είχε γιγαντωθεί, απειλώντας βάσιμα να τον κόψει στα δυο. 
Και δεν ήταν μόνο το ίδιο το κενό που τον απειλούσε. Ήταν κι οι ενοχές, οι τύψεις που αισθανόταν για την ολιγωρία του αυτή, την αμέλεια του να το εντοπίσει και την αδυναμία του να καταφέρει να το νικήσει. Ενοχές για τις ίδιες του τις σκέψεις, που υπονόμευαν την οικογενειακή και προσωπική του γαλήνη, την αίσθηση της πληρότητας και της ευτυχίας, το χρέος του απέναντι στους ανθρώπους που αγαπούσε, που όφειλε να προστατεύει και να καθοδηγεί.
            Όπου γης και πατρίς, λέγανε οι σοφοί. Σ’ αυτό τον τόπο τώρα ζούσε, είχε μια ενδιαφέρουσα δουλειά με καλές αποδοχές, την γυναίκα της ζωής του και τα δυο τους παιδιά μαζί. Ένα όμορφο σπίτι. Πλήρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη κι επιδόματα. Με δυο λόγια, μια άνετη και στρωμένη ζωή, χωρίς μεγάλες σκοτούρες και κυρίως χωρίς πολλά βάσανα. Στην πατρίδα δεν υπήρχε τίποτα. Ελάχιστοι συγγενείς κι ακόμα λιγότεροι φίλοι. Γιατί λοιπόν αυτό το τεράστιο κενό; Από πού κι ως πού; Γιατί το όπου γης και πατρίς φάνταζε τόσο αδειανό, τόσο αναποτελεσματικό φάρμακο;
Δεν ήταν η μοναξιά του μετανάστη, είχε περάσει κι άλλα χρόνια μακριά απ’ την χώρα του, όταν σπούδαζε και την γνώριζε καλά εκείνη την αίσθηση. Κάτι διαφορετικό ήταν αυτό. Κάτι παράξενο και πρωτόγνωρο. Ένας αόρατος και ύπουλος εχθρός.
            Κουράστηκε να κοιτάζει την βροχή. Κατευθύνθηκε μηχανικά στην τραπεζαρία και άνοιξε το λάπτοπ του. Έλεγξε στην αρχή την ηλεκτρονική του αλληλογραφία και περιηγήθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες διαβάζοντας ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο. Δολοφονίες, ληστείες, οικονομικά και πολιτικά νέα, αθλητικές ειδήσεις, πολεμικές ανταποκρίσεις, επιστημονικά επιτεύγματα. Ο θάνατος εναγκαλισμένος με την ζωή και την ελπίδα. Μια πληθώρα πληροφοριών, ένας ενημερωτικός αχταρμάς, απ’ τον οποίο τίποτα δεν είχε καμιά βαρύνουσα σημασία για τον ίδιο. Ένας τίτλος μόνο χαράχτηκε στην μνήμη του:
Ραγδαία αύξηση του φασισμού στην χώρα που γέννησε την Δημοκρατία.
Δεν πρόλαβε να διαβάσει το άρθρο, καθώς εκείνη την ώρα εμφανίστηκε στο σαλόνι η Δώρα, η γυναίκα του.
-Καλημέρα. Τι διαβάζεις πάλι πρωί πρωί; του είπε χαϊδεύοντας τον τρυφερά στην πλάτη.
-Τίποτα, χαζομάρες. Τι όνειρο έβλεπες χθες; Γελούσες στον ύπνο σου.
-Σοβαρά; Τώρα που το λες, σαν κάτι να θυμάμαι. Νομίζω ήμασταν διακοπές σε ένα νησί, μόνοι μας. Ήταν καλοκαίρι, συζητούσαμε για τον γάμο μας και μαλώναμε γιατί εσύ μου ζητούσες να παντρευτούμε με πολιτικό γάμο. Κι ύστερα μου ζητούσες να ονομάσουμε την κόρη μας Ανατολή κι εγώ σου αντιπρότεινα να την βγάλουμε Δύση.
-Αυτό είναι το όνειρο της ζωής μου, μου φαίνεται. Τελικά απ’ ότι κατάλαβα, ότι ήθελες εσύ έγινε στο γάμο μας. Καλά τα κατάφερες.
-Σιγά μη σε άφηνα να βγάλεις την Μαρία μας Ανατολή. Μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου, αγάπη μου.
-Το Μαράκι μας έχει τώρα ένα όνομα σούπα όμως. Γκουρμέ βέβαια, αλλά σούπα.
-Μια χαρά είναι το όνομα της. Καλύτερα σούπα παρά να γελάνε μαζί της.
-Κανένας δεν θα γελούσε. Μόνο εσύ, η κομπλεξική.
Το μήλον της έριδος, το Μαράκι, εμφανίστηκε αστραπιαία εκείνη την στιγμή και βούτηξε στην αγκαλιά του μπαμπά της.
-Τι λέτε για μένα; ρώτησε νυσταγμένα.
-Λέμε ότι είσαι το πιο ωραίο πεντάχρονο κορίτσι που υπάρχει στον κόσμο κούκλα μου, της είπε ο περήφανος πατέρας και την φίλησε με όλη του την αγάπη στο μάγουλο και στο μέτωπο.
Η Δώρα ετοίμασε γάλα και πρωινό στην κουζίνα και έβαλε σε ένα φλιτζάνι γαλλικό καφέ για την ίδια. Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε και ο Δημοσθένης.
-Καλώς το αγόρι μου. Καλημέρα, του φώναξε η μαμά του.
Το αγόρι μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο, μπήκε στην κουζίνα, πήρε ένα κουλουράκι από το τραπέζι και εξαφανίστηκε ξανά.
-Τι έπαθε αυτός; ρώτησε ο Έκτορας.
-Δεν ξέρω. Ξύπνησε στραβά μάλλον, απάντησε η Δώρα.
-Από χθες το βράδυ είναι έτσι. Από τότε που γύρισε από την βόλτα με τους φίλους του. Τον ρώτησα αν συνέβη κάτι αλλά δεν μου απάντησε. Δεν πας να του μιλήσεις; Κάτι μου φαίνεται έχει με μένα. Δεν μ’ ακούει.
-Τίποτα δεν έχει, στην εφηβεία μπαίνει απλά. Θα πάω σε λίγο, να πιω πρώτα λίγο καφέ, απάντησε η Δώρα νυσταγμένα.
            Ο Έκτορας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε ξανά στην αγαπημένη του θέση, στην στριφογυριστή πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, πάντα στον ίδιο ρυθμό, σαν την ανθρώπινη αναπνοή, σταθερή κι αμετάβλητη, ούτε πιο γρήγορη, ούτε πιο αργή.
Ραγδαία αύξηση του φασισμού στην χώρα που γέννησε την Δημοκρατία.
Ο τίτλος που είχε διαβάσει προηγουμένως του ήρθε αμέσως στο μυαλό. Δεν είχε προλάβει να την επεξεργαστεί νωρίτερα κι η πληροφορία τώρα, με την πρώτη ευκαιρία, αναδύθηκε αμέσως από τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου του.
Δεν τον στεναχώρησε το νέο, δεν τον εντυπωσίασε, ούτε τον ξάφνιασε. Απλά κατεγράφη στην μνήμη του ως κάτι αξιόλογο και σημαντικό, χωρίς να γνωρίζει την θεμελιώδη σημασία του εκείνη την ώρα.
            Μια ξαφνική παρόρμηση οδήγησε τα βήματα του προς το σαλόνι, στην θέση που βρισκόταν ένα πικάπ αντίκα, που είχε φέρει μαζί του από την πατρίδα. Με μηχανικές κινήσεις τοποθέτησε πάνω του έναν παλιό σκονισμένο δίσκο. Μια γνώριμη κι αναλλοίωτη απ’ τον χρόνο φωνή πλημμύρισε τον χώρο.

Δεν έχω σπίτι, πίσω για να’ ρθω,
Ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ,
Δεν έχω δρόμο, ούτε γειτονιά,
Να περπατήσω μια Πρωτομαγιά…

            Και πάλι αναίτια κι ανεξήγητα, λες και είχε χάσει πλέον τον έλεγχο του μυαλού του, ένα δάκρυ κύλησε αργά στο μάγουλο του, την ώρα που η Μαρία, τυλιγόταν σφιχτά στο αριστερό του πόδι, σε μια συγκινητική μα μάταια προσπάθεια να αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή του τεράστιου – στα μάτια της – δέντρου που βρισκόταν μπροστά της. Ο μπαμπάς της την πήρε αμέσως στα χέρια του και την σήκωσε στο ύψος των ματιών του. Μοιραίο, ασυγχώρητο λάθος.
-Τι έπαθες μπαμπάκα μου; Γιατί κλαίς; τον ρώτησε καρφώνοντας τον με τα αθώα της μάτια.
-Δεν κλαίω μωρό μου, κατάφερε μόνο να ψελλίσει ο ένοχος.
-Μπαμπά, είσαι στεναχωρημένος; συνέχισε η μικρή την ανάκριση.
-Όχι αγάπη μου, είπε πάλι ο κατηγορούμενος, στρέφοντας το βλέμμα στο πάτωμα.
-Σ’ αγαπώ πολύ μπαμπάκα μου, είπε ο αδυσώπητος κι άκαρδος ανακριτής, ρίχνοντας στην τέχνη της ανάκρισης το πιο αποτελεσματικό όπλο βασανισμού.
Ο ανακρινόμενος λύγισε. Τα δάκρυα του ξεχύθηκαν ποτάμι μέσα απ’ τα μαύρα του μάτια. Έκλαιγε. Ασυγκράτητα και χωρίς σταματημό.

Δεν έχω άγιο, για να προσκυνώ,
Ούτε καντήλι, σ’ άδειο ουρανό,
Δεν έχω ήλιο, ούτε αστροφεγγιά,
Να τραγουδήσω, μια Πρωτομαγιά…

Τα μάτια του Έκτορα στέρεψαν. Το φουσκωμένο ποτάμι άδειασε ολόκληρο το φορτίο του στην αέναη θάλασσα. Η φύση ηρέμησε. Γαλήνεψε.
-Από χαρά κλαίω μωρό μου. Οι άνθρωποι δεν κλαίνε μόνο από λύπη. Αλλά κι από χαρά. Κι εγώ κλαίω γιατί είμαι εδώ μαζί σου σήμερα και είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, γιατί μ’ αγκαλιάζεις και μου λες πως μ’ αγαπάς, της είπε σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει την παρτίδα και να δραπετεύσει απ’ τον ανακριτικό κλοιό.
Ο επιθεωρητής, που στο μεταξύ είχε τρομάξει πάρα πολύ, τον κοίταξε δύσπιστα για μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα.
-Μπαμπάκα μου σε παρακαλώ, μην ξανακλάψεις ποτέ από χαρά. Δεν μου αρέσει καθόλου, του είπε χαρίζοντας του εν τέλει την πολυπόθητη ελευθερία. Δίνοντας του ένα φιλί στο υγρό του μάγουλο, κατέβηκε απ’ την αγκαλιά του κι επέστρεψε στο δωμάτιο της.
            Ο Έκτορας έμεινε για λίγα λεπτά στην θέση του, ακίνητος, με το μυαλό άδειο, προσπαθώντας μάταια να καταλάβει τι του είχε συμβεί. Αισθανόταν όμως μια πρωτοφανή ανακούφιση, λες και είχε αποδεσμευτεί από ένα φανταστικό, αβάσταχτο φορτίο που κουβαλούσε για χρόνια. Δεν του άρεσαν τα δάκρυα. Τα δάκρυα φανερώνουν αδυναμία, γι’ αυτό ήταν απόλυτα βέβαιος. Ευτυχώς που δεν είναι εδώ ο πατέρας μου, σκέφτηκε. Θα είχα φάει το μεγαλύτερο χαστούκι της ζωής μου. Και το χειρότερο είναι, ότι θα είχε και απόλυτο δίκαιο. Να κλαίω μπροστά στην κόρη μου, σαν μωρό, τι ηλίθιος που είμαι, είπε στον εαυτό του ξεχειλίζοντας από οργή και περιφρόνηση.
            Το αυτομαστίγωμα του διέκοψε ξαφνικά ένας δυνατός υπόκωφος θόρυβος. Τρόμαξε. Έτρεξε γρήγορα προς την κουζίνα, καθώς είχε την αίσθηση ότι εκεί βρισκόταν το επίκεντρό του. Με έκπληξη είδε το παράθυρο σπασμένο και μεγάλα κομμάτια γυαλιού στο πάτωμα. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, μια μεγάλη και στρογγυλή πέτρα εισέβαλε στον χώρο από το ανοιχτό παράθυρο. Ακολούθησαν καμιά δεκαριά ακόμα. Απ’ έξω ακούγονταν οργισμένες φωνές. Μόλις καταλάγιασε λίγο ο πετροπόλεμος, κατευθύνθηκε προς το κούφωμα και κοίταξε έξω με προσοχή. Είδε κάποια παιδιά, γύρω στα είκοσι άτομα θα ήταν, στην ηλικία των δεκαοχτώ περίπου ετών. Στην γρήγορη ματιά που έριξε, αμέσως ξεχώρισε την παρουσία ροπάλων και σιδερολοστών στα χέρια των παιδιών. Και έναν τρομερό θυμό στα μάτια τους.
Χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, ο Έκτορας βγήκε αστραπιαία από την κουζίνα και έτρεξε να ελέγξει και να κλειδώσει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού. Στο μεταξύ ο θόρυβος είχε γίνει αντιληπτός, όπως ήταν φυσικό και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που συγκεντρώθηκαν έντρομα στο σαλόνι.
Φύγετε γουρούνια. Πίσω στην χώρα σας. Θα σας κάνουμε σαπούνια.
Οι φράσεις αυτές εισέβαλλαν μέσα στο σπίτι με την ορμή και το ωστικό κύμα ενός αεροπλάνου που προσγειώνεται ακριβώς δίπλα σου. Οι λέξεις ακούγονταν στ’ αυτιά τους σαν τις σφαίρες οπλοπολυβόλου.
Το κορίτσι και η γυναίκα είχαν χλομιάσει από τον φόβο τους. Τι συμβαίνει μπαμπά; Τι συμβαίνει Έκτορα;, ρωτούσαν και οι δύο τρομαγμένες, ενώ η ιαχή γινόταν ολοένα και πιο δυνατή και απειλητική. Ο Δημοσθένης παρέμενε αμίλητος, έχοντας κολλήσει το βλέμμα του στο αστραφτερό γκριζοπράσινο μάρμαρο του πατώματος. Ήταν παραπάνω από προφανές ότι δεν ήταν το ίδιο έκπληκτος με τους υπόλοιπους.
-Έχεις να μου πεις κάτι παιδί μου; Ξέρεις κάτι γι’ αυτό; ρώτησε ο Έκτορας τον Δημοσθένη με την αγωνία έκδηλη στην φωνή του. Δημοσθένη, σου μιλάω παιδί μου, συνέχισε με τόνο περισσότερο αυστηρό τώρα.
Ο Δημοσθένης έστρεψε το βλέμμα του αργά, χωρίς να βιάζεται. Τα μάτια του, κατακόκκινα και ορθάνοιχτα, θύμιζαν πύρινες σφαίρες.
-Χτύπησα ένα παιδί χθες το βράδυ, είπε ήρεμα. Δεν φαινόταν στην φωνή του ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας.
Ο Έκτορας πάγωσε. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε στην θέση του ασάλευτος, σαν αρχαίο άγαλμα. Η Δώρα έτρεξε αλαφιασμένη προς το μέρος του γιού της.
-Τι έκανες παιδί μου; Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί το χτύπησες το παιδί; Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν το σκότωσες, είπε κλαίγοντας με λυγμούς, την ώρα που έκλεινε τον γιό της στην αγκαλιά της όσο πιο σφιχτά μπορούσε, λες και κάποιο αόρατο χέρι σκόπευε από στιγμή σε στιγμή να τον τραβήξει με δύναμη μακριά της. 
-Του έριξα γροθιά. Κανένας δεν έχει πεθάνει από μπουνιά. Μάτωσε. Μπορεί να του έσπασα την μύτη. Μου φώναζε ότι είμαστε γουρούνια. Ότι ζούμε εις βάρος τους. Ότι τους παίρνουμε τις δουλειές. Ότι είμαστε παράσιτα. Στην αρχή τον έσπρωξα μακριά και πήγα να φύγω. Και μετά σε είπε πουτάνα και τον μπαμπά πούστη.
Ο Δημοσθένης, σαν καλά προγραμματισμένο ρομπότ, τελειώνοντας την αφήγηση του, μετακίνησε και πάλι το βλέμμα του προς το πάτωμα, μένοντας ακίνητος.
            Ξαφνικά, ένας δεύτερος γύρος ρίψης αντικειμένων ξεκίνησε. Αυτή την φορά τα χτυπήματα σάρωσαν ολόκληρη την μπροστινή όψη του σπιτιού κι όχι μόνο αυτή της κουζίνας.
Ο Έκτορας πήρε αστραπιαία το τηλέφωνο καλώντας τον αριθμό της Αστυνομίας. Δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί, να αξιολογήσει καλύτερα την κατάσταση. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν η προστασία της οικογένειας του.
-Βιαστείτε. Φορέστε τα παπούτσια σας, φώναξε επιτακτικά, σχεδόν αυταρχικά.
Όλοι έκαναν αυτό που τους είπε, χωρίς ερωτήσεις. Κρατώντας την Μαρία στην αγκαλιά του, που έκλαιγε ασταμάτητα, κατευθύνθηκε στο υπόγειο της κατοικίας. Εκεί, οδηγήθηκαν στο δωμάτιο του λεβητοστασίου, που για καλή τους τύχη διέθετε μία βαριά σιδερένια πόρτα. Ο Δημοσθένης με την μαμά του τους ακολουθούσαν.
Μερικά λεπτά αργότερα, κλειδωμένοι μέσα στο καταφύγιο τους, άκουγαν την κεντρική πόρτα της εισόδου του σπιτιού να σπάει με θόρυβο. Οι τέσσερις φυλακισμένοι, κάθονταν στο πάτωμα αγκαλιασμένοι. Ο Έκτορας χάιδευε τα μαλλιά των παιδιών του και σιγομουρμούριζε έναν σκοπό προσπαθώντας να μειώσει όσο ήταν δυνατό τους τρομερούς ήχους που έφταναν στα αυτιά τους από τους πιο πάνω ορόφους…


            Η Αστυνομία ευτυχώς δεν άργησε πολύ να έρθει. Δεν πρόλαβε βέβαια να πιάσει κανέναν από τους εισβολείς, αφού μόλις ακούστηκε ο ήχος των περιπολικών, αυτοί εξαφανίστηκαν αμέσως.
            Το σπίτι ήταν σαν βομβαρδισμένο. Σκισμένες κουρτίνες, αναποδογυρισμένα γραφεία, σπασμένες καρέκλες, γυαλιά παντού και υβριστικά συνθήματα με κόκκινο σπρέι σε όλους τους τοίχους. Έλειπαν επίσης χρήματα, κοσμήματα και όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές. Η καρδιά της Δώρας σφίχτηκε. Δεν έκλαψε όμως, ίσως γιατί δεν βρήκε τον λόγο για να κλάψει. Πριν λίγα λεπτά άλλωστε κινδύνευε η ίδια η ζωή των παιδιών της. Οι προσευχές της είχαν εισακουστεί και τα δάκρυα της είχαν σωθεί.
            Μια πρόταση διείσδυσε στο μυαλό του Έκτορα. Από εκείνη την στιγμή και μετά, η φράση αυτή θα παρέμενε ισοβίως χαραγμένη με ανεξίτηλα γράμματα στην μνήμη του.
Ραγδαία αύξηση του φασισμού στην χώρα που γέννησε την Δημοκρατία.

Μα πως ήταν δυνατόν να μου διαφύγει η σημασία του; σκέφτηκε οργισμένα. Τι μπορείς να περιμένεις απ’ τον υπόλοιπο κόσμο άραγε, όταν ο φασισμός χτυπά την πηγή; Όταν διαβρώνει τα ίδια τα θεμέλια της Δημοκρατίας; Σε τι να ελπίζεις πλέον; Και πού να προστρέξεις για βοήθεια;

            Ο Έκτορας κατευθύνθηκε βιαστικά στον πάνω όροφο της κατοικίας, σε ένα δωμάτιο που το χρησιμοποιούσε ως γραφείο. Στο τραπέζι βρήκε έναν άτλαντα, που ως διά μαγείας είχε γλιτώσει από το μεγάλο πλιάτσικο. Τον γύρισε τυχαία πέντε φορές. Γέλασε με τον εαυτό του. Όχι, φυσικά και δεν ήταν αυτή η λύση. Αμέσως, πήρε την απόφαση του. Κατέβηκε γρήγορα και πάλι την μεταλλική σκάλα και επέστρεψε στο σαλόνι. Ένα μοχθηρό χαμόγελο φώτιζε τώρα το πρόσωπο του. Σίγουρα δεν ταίριαζε με την τραγική περίσταση και τον έκανε να φαίνεται λίγο τρομαχτικός κι απόκοσμος.
-Πάμε παιδιά. Ήρθε η ώρα να φεύγουμε. Μαζέψτε μόνο ότι θεωρείτε σημαντικό.
Τα παιδιά έκαναν αυτό που τους είπε ο πατέρας τους, χωρίς να χάσουν χρόνο με περιττές ερωτήσεις. Ίσως να το περίμεναν, ίσως ενδόμυχα ακόμα και να το ήλπιζαν.
Η Δώρα τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς να μιλήσει. Ο Έκτορας την άρπαξε στην αγκαλιά του και την φίλησε όπως δεν την είχε φιλήσει ποτέ του. Με τέτοιο πάθος, που ξεχείλιζε από αγάπη κι έρωτα, από υπόσχεση κι ελπίδα μαζί. Η μοναξιά είχε εξαϋλωθεί. Όλα πλέον είχαν γίνει ξεκάθαρα, λες κι ένας παντοδύναμος ήλιος να φώτισε άξαφνα κάθε πτυχή του μυαλού του, κάνοντας τα πάντα εμφανή και διάφανα.
-Πίσω στην πατρίδα; αρκέστηκε να τον ρωτήσει, μόλις συνήλθε από το παθιασμένο και χορταστικό φιλί.
Την κράτησε στην αγκαλιά του χωρίς να της απαντήσει.

            Δεν έφευγε από φόβο. Είχε μάθει να αγωνίζεται και να μην τα παρατάει εύκολα. Γνώριζε επίσης ότι δεν είχε νόημα να βρει μιαν άλλη χώρα για να μετοικήσει. Ο φασισμός άλλωστε είχε πλήξει την πηγή της Δημοκρατίας κι επομένως όλος ο κόσμος κινδύνευε. Κανένας δεν θα μπορούσε πλέον να αισθάνεται ασφαλής σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος της Γης.
Ο Έκτορας βρήκε την ελπίδα, τον σκοπό και το Χρέος του, όλα μαζί, μέσα σε μια στιγμή. Τίποτα δεν τον ένοιαζε περισσότερο από την οικογένεια του. Ούτε η πατρίδα, ούτε η θρησκεία. Για την ασφάλεια της οικογένειας του όμως προαπαιτούνταν και η ασφάλεια όλου του κόσμου. Δεν ήταν ποτέ του οραματιστής ή ακτιβιστής. Ήταν πάντα ένα στυγνό όργανο του ρεαλισμού. Κι αυτός ο ρεαλισμός ήταν που οδηγούσε τώρα τα βήματα του. Η ανάγκη της επιβίωσης και η συνέχεια της ύπαρξης τους.
Η μάχη πλέον ήταν μονόδρομος. Κι η μάχη έπρεπε να δοθεί στην πηγή, εκεί που άρχισαν όλα, στον τόπο που έφερε την αλλαγή, που δίδαξε τον μόνο βιώσιμο τρόπο, τον τόπο που έφερε το Φως στην Γη. Στο λίκνο της Δημοκρατίας! Τώρα που οι αχτίδες του αρχαίου αυτού ήλιου εξασθενούσαν επικίνδυνα και το σκοτάδι απλωνόταν απειλητικά και ταχύτατα σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια αναμονής. Η πηγή του Φωτός έπρεπε πάση θυσία να αποκατασταθεί.
Η εμφάνιση του Δημοσθένη, έβγαλε απότομα τον Έκτορα από τις σκέψεις του.
-Μπαμπά, θα με συγχωρήσεις; τον ρώτησε δειλά.
Ο Έκτορας τον έσφιξε αμέσως στην αγκαλιά του και τον φίλησε στα υγρά του μάγουλα.
-Σ’ αγαπώ αγόρι μου. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Σ’ αγαπώ και είμαι πολύ περήφανος για σένα, του είπε χαϊδεύοντας τα μακριά καστανά του μαλλιά. Έλα πάμε, πρέπει να ετοιμαστούμε για την μάχη. Για την μητέρα των μαχών καλύτερα. Σε θέλω πλάι μου στον αγώνα αυτόν.
-Ποια μάχη μπαμπά; Ποιόν αγώνα; ρώτησε το παιδί έκπληκτο.
Ο Έκτορας δεν του απάντησε.
Στο μυαλό του είχαν ήδη παραταχθεί οι οπλίτες, οι τοξότες και οι ιππείς. Οι φάλαγγες είχαν πάρει την θέση τους αναμένοντας με ανυπομονησία το σύνθημα της επίθεσης. Η μητέρα των μαχών είχε ήδη αρχίσει…



Ο Κώστας Κυριακίδης (1976 – θα δούμε) είναι Πολιτικός Μηχανικός και συγγραφέας (Χωρίς Όραμα – Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 1. Προπατορικό Αμάρτημα, 2. Ο Μενέλαος, η Αντριάννα & η Οικογένεια των Δράκων - Εκδόσεις Ακακία, 11 Λέξεις – Συλλογή διηγημάτων διαγωνισμού Λογωτέχνης - Εκδόσεις Καλέντης, Tweet stories - Openbook). Ζει κι εργάζεται στην Καβάλα, παλεύοντας καθημερινά να τα βγάλει πέρα με τα δύο ανήμερα θηρία που δίνουν το μοναδικό και τόσο πολύτιμο νόημα στην τόσο ασήμαντη ζωή του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news