Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Η Φαλακρή Μπάρμπι [Της Ιωάννας Βακάλη] - ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ


Τέσσερις μέρες μετά τα έκτα γεννέθλιά μου που τα περάσαμε στο εξοχικό του θείου Λάμπη στο Λουτράκι, είδα να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια μου τη μαμά, τον μπαμπά και τον παππού μου. Μέσα στο σπίτι μας, το βράδυ. Και αυτό γιατί ο μπαμπάς αρνήθηκε να δώσει το βίντεο και την τηλεόραση σ’ έναν επισκέπτη που είχε την πρωτότυπη ιδέα –κανείς άλλος επισκέπτης μέχρι τώρα δεν το είχε επιχειρήσει- να μπει απ’ το παράθυρο.
Φορούσε στο κεφάλι μια κάλτσα από αυτές που η μαμά συνήθιζε να φοράει στα πόδια και παρόλο που δεν μπορούσα ακριβώς να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του, κατάφερα να ξεχωρίσω ότι είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά και μάτια, κάτι που δε συνηθίζεται στο σόι μας –οι περισσότεροι είναι μελαχρινοί χωρίς μουστάκι-γι’ αυτό υπέθεσα ότι δε θα ‘ναι συγγενής.


 Εκείνη η μέρα -συγκεκριμένα η 8η Σεπτεμβρίου του 1987- σήμαινε και την πρώτη και τελευταία μέρα που η οικογενειακή μας γαλήνη διασαλεύτηκε. Ο δύο χρόνια μεγαλύτερος αδελφός μου άρχισε να τσιρίζει και να κοκκινίζει. Σίγουρα, η εικόνα του μπαμπά και του παππού με αίμα να τρέχει λίγο πάνω απ’ την κοιλιά τους δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Αλλά, εγώ είχα πέσει τόσες φορές από το ποδήλατο –ειδικά εκείνο το καλοκαίρι στο Λουτράκι- που τα συνήθισα πια να βλέπω κόκκινα γόνατα, αγκώνες και κεφάλια. Ο αδελφός μου, μη του το πείτε, αλλά ήταν πολύ μαμόθρεφτος από τότε που τον θυμάμαι. Έτρεχε πάντα πιο αργά από όλους μας, δεν πάλευε με τα άλλα αγόρια και φυσικά ποτέ δεν έπαιζε αγώνες φτυσίματος με τον Μανώλη και τον Χάρη που ήταν οι καλύτεροι.
Έτσι κατάλαβα αμέσως την αντίδρασή του στη θέα του πληγωμένου παππού και μπαμπά. Θυμάμαι όταν έπεφτα από το ποδήλατο, η μαμά, αφού μου γιάτρευε το πόδι με συμβούλευε να κοιμηθώ για να μου περάσει πιο γρήγορα. Σπανίως ακολουθούσα την συμβουλή της. Αλλά ο παππούς και ειδικά ο μπαμπάς την άκουγαν πάντα ό,τι και να έλεγε κι έτσι κοιμήθηκαν αμέσως πριν καν τελειώσουν το φαγητό τους. Ύστερα ο επισκέπτης έκανε παρέα στη μαμά. Τίποτα ιδιαίτερο. Αυτά που έκαναν και με τον μπαμπά όταν τους κοιτούσα από την κλειδαρότρυπα, αλλά με περισσότερες φωνές και χωρίς την κλειδαρότρυπα ανάμεσα σε μένα και αυτούς. Ύστερα πέρασα δύο χρόνια σ’ ένα ίδρυμα μαζί με τον αδελφό μου, όπου πράγματι πολύ καλές κυρίες προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι οι γονείς και ο παππούς μας δεν κοιμόντουσαν, αλλά πέθαναν. Καλή προσπάθεια. Ο αδελφός  μου το είχε καταλάβει από την αρχή. Γι’ αυτό έμεινε μερικά χρόνια παραπάνω. Για την ακρίβεια μέχρι τώρα. Ή μάλλον ψέματα, τώρα τον έχουν πάει σ’ ένα άλλο, για μεγάλους. Η γιαγιά μου, που εκείνη την μέρα την είχε πάρει ο ύπνος –αληθινός, από αυτόν που ξυπνάνε- την βόλεψε πιο καλά από όλους. Ούτε σεξ, ούτε θάνατος, ούτε ιστορίες με γιατρούς, χαπάκια και χαμογελαστές –σαν τη μαμά- νοσοκόμες.
Συνέχισα το σχολείο μέχρι τη Β΄ Γυμνασίου –στα μισά- γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω τη Χημεία και τα Μαθηματικά και τα μεσημέρια έτρωγα και κοιμόμουν στη γιαγιά. Και τα βράδια, δηλαδή, στη  γιαγιά, εκτός από κάτι φορές που με έπαιρνε ο φίλος του μπαμπά, ο κύριος Λουκάς, στο σπίτι του για να παίξω με την κόρη του. Καλή η μονόπολη, καλή και η κόρη, αλλά ο φίλος του μπαμπά ήταν ο καλύτερος. Μερικές φορές κοιμόμασταν αγκαλίτσα όπως με τη μαμά όταν έβλεπα εφιάλτες. Άλλα οι εφιάλτες πλήθαιναν και οι αγκαλίτσες έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο μέχρι που πονούσα…
Ο αδελφός μου δε με αναγνώριζε πια. Τις τρεις φορές που πήγαμε να τον δούμε με τη γιαγιά όταν με έβλεπε άρχιζε να τσιρίζει όπως τότε και να χτυπάει το πρόσωπό του μέχρι που μάτωνε. Η γιαγιά με έκρυβε στην αγκαλιά της για να μη  με βλέπει και έλεγε ότι του κάνω κακό όταν έρχομαι γι’ αυτό καλύτερα να μη με ξαναδεί και έτρεχε προς την εξώπορτα με μένα χωμένη μέσα στα τεράστια βυζιά της να πηγαίνω με την όπισθεν.
Όταν πήγα μετά από δύο χρόνια να τον δω, μόνη μου κρυμμένη πίσω από το παράθυρο, είχε βγάλει γένια και μουστάκι. Καθόταν σ’ ένα κρεβάτι με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Και το κενό ήταν καρφωμένο στην καρδιά μου με μεγάλα -τεράστια- καρφιά. Η γιαγιά είχε δίκιο. Καλύτερα να μην με ξανάβλεπε ποτέ. Και εγώ αυτόν επίσης.
Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν όπως πριν. Η γιαγιά καλά. Αλλά ο μπαμπάς, ο παππούς, η μαμά, πού στο καλό πήγαν; Η γιαγιά - να την έχει ο θεός καλά- μου το θύμιζε . Όπως και τα χάπια μου. Κάθε μέρα ένα μετά το γεύμα.
Ο φίλος του μπαμπά με γνώρισε και σ΄ άλλους φίλους του. Μερικούς τους θυμόμουν να τρώνε και μετά να βλέπουν ποδόσφαιρο ρεύοντας και με τα πόδια στο τραπεζάκι του σαλονιού - πόσο θύμωνε η μαμά! Τώρα τους έβλεπα σε άλλες στάσεις. Ή δεν τους έβλεπα καθόλου, αλλά τους ένιωθα πίσω μου ή μπροστά, πάντα με τα μάτια κλειστά να με πονάνε και να με κάνουν να τρέμω από…
Η περίοδος μου είχε έρθει από τα δέκα. Πολύ γρήγορα. Καθώς έκανα ποδήλατο, αισθάνθηκα κάτι να τρέχει ανάμεσα στα πόδια μου. Η γιαγιά με είχε πληροφορήσει για το γεγονός, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Η κίτρινη σέλα του ποδηλάτου μου γέμισε αίμα και κάθε μήνα για όσο κρατούσε αυτό το αίμα στο υποψιασμένο πια από πονηρές ιστορίες μουνάκι μου, έπρεπε να παίρνω και δεύτερο χάπι – ένα και μετά το δείπνο.Στα δεκαέξι ο θείος Λάμπης με έγραψε επιτέλους στη σχολή Κομμωτικής. Ήταν το όνειρό μου από τα πέντε όταν κούρευα την Μπάρμπι και η μαμά με μάλωνε. Στην καφετέρια που πηγαίναμε με τα κορίτσια από τη σχολή, γνώρισα τον Παναγιώτη. Ωραίος τύπος, μαύρο μουστάκι, θεληματικό πηγούνι – όπως αυτοί  στο βίντεο- και μάτια μεγάλα με κρεμασμένα βλέφαρα, όπως μ’ αρέσουν. Πουλούσε ψάρια στην Αθηνάς και το βράδυ που πηγαίναμε στα μπαρ μύριζε συναγρίδα. Μου έκανε πολύ καλό έρωτα… όπως δε μου είχε κάνει κανένας φίλος του μπαμπά… αργά, με προσοχή, κοιτώντας με στα μάτια που τα είχα πάντα ανοιχτά για να βλέπω τα κρεμασμένα του βλέφαρα. Όμως όταν νευρίαζε λιγάκι με χτυπούσε. Πολύ. Και παρόλο που δεν χόρταινα να βλέπω τα κρεμασμένα του βλέφαρα, χόρτασα μέχρι αηδίας την ανακατεμένη μυρωδιά μπύρας, φούντας και συναγρίδας.
Ο θείος Λάμπης φρόντισε να μην τον ξαναδώ, αλλά έπρεπε να σταματήσω και τη σχολή. Δεν πειράζει. Ένα τετράμηνο ήταν αρκετό. Όταν έχεις μάθει να διαβάζεις το σχολείο καταντάει ανούσιο και όταν έχεις μάθει να κουρεύεις η σχολή κομμωτικής γίνεται βαρετή. Ποτέ δεν πίστεψα σ’ αυτά τα παραμύθια με τα βιβλία, τους δασκάλους και τα σχολεία… Το άλλοθι για τους τεμπέληδες. Προτιμούσα να κάθομαι σπίτι, να κουρεύω τη γιαγιά και να πηγαίνω στην καφετέρια.
Στην καφετέρια -πάλι- γνώρισα τον Βασίλη. Δεν είχε κρεμασμένα βλέφαρα, αλλά δε με χτυπούσε και του άρεσε να πηγαίνουμε στην καφετέρια και αφού κάναμε έρωτα. Θέλω να πω ότι ο Παναγιώτης όταν με «κατάφερε» ήθελε να μένουμε συνέχεια σπίτι. Ή έβγαινε μόνος του.
Ο Βασίλης δε μιλούσε πολύ, έτσι αναγκαζόμουν να μιλάω συνέχεια εγώ για να μην ακούμε συνέχεια της «μύγας το φτερό», όπως συνήθιζε να λέει ο μπαμπάς. Αυτός δούλευε σε συνεργείο. Και όταν γύριζε έκανε μπάνιο. Ποτέ δε μύριζε λάδια, μπουζιά, βενζίνες -εννοείται ούτε και συναγρίδα- αλλά μοσχοσάπουνο και άφτερ σέηβ. Έπαιζε και κιθάρα. Καθόλου καλά, αλλά έλεγε με τη σιγανή φωνή του ότι αν τον άφηναν οι γονείς του να πάει ωδείο τώρα θα ήταν μεγάλος κιθαρίστας. Αυτό μου άρεσε να το ακούω, γιατί παρόλο που δε μου είχε απαγορέψει ποτέ κανείς τίποτα, είχα την εντύπωση ότι κάτι άλλο θα ήμουνα… θα έκανα αν… Τελοσπάντων, και χαιρόμουν που είχα μέσα στο σπίτι μου -και της γιαγιάς μου δηλαδή- ένα «χαμένο ταλέντο» όπως έλεγε τον εαυτό του, όταν του έφευγαν οι ντροπές.Ο Βασίλης ήθελε να με παντρευτεί. Και η γιαγιά το ήθελε και ο θείος Λάμπης και εγώ. Έτσι μας αρραβώνιασαν και όταν τελείωσε από φαντάρος τον παντρεύτηκα. Ποτέ δε με χτύπησε ο Βασίλης, ποτέ δε μου μίλησε άσχημα, ακόμη κι όταν σπάω κανένα πιάτο ή βάζω πολύ ζάχαρη στο ρυζόγαλο. Τον αγαπάω πιο πολύ όταν μου παίζει στην κιθάρα και τραγουδάει σιγανά το «Συννεφιασμένη Κυριακή». Μ’ αρέσει που βλέπουμε τηλεόραση μέχρι αργά και καμιά φορά πάμε και στην καφετέρια -ακόμη και τώρα στα εικοσιένα μου. Αλλά όταν κάνουμε έρωτα θέλω να τραβιέται ή να φοράει προφυλακτικό. Άλλη μια «διατάραξη της οικογενειακής μου γαλήνης» όπως λένε οι ψυχολόγοι στην τηλεόραση, δεν ξέρω, πιθανότατα δε θα μου άρεσε καθόλου. Και η γιαγιά. Δεν επιμένει για δυσεγγονάκι. _



[Σύντομο Βιογραφικό] 
Η Ιωάννα Βακάλη γεννήθηκε το Μάιο του 1976 στην Αθήνα.
Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγική και Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και συνέχισε με μετεκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή στο Κέντρο Ψυχοφυσιολογίας και Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου, κινηματογράφου και φωτογραφίας σε διάφορες σχολές και εργαστήρια.
Έχει εργαστεί σε πολλές διαφορετικές δουλειές ως φιλόλογος, dj, βιβλιοπώλισσα, παιδαγωγός σε ίδρυμα με κακοποιημένα παιδιά, ηθοποιός, υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, σε γραφείο πολιτιστικών εκδηλώσεων, σε ειδικό σχολείο κλπ κλπ.
Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες μικρού μήκους «Ελευθερία» και «31 Δεκεμβρίου», οι οποίες έχουν συμμετάσχει σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, σεναρίων, ποίησης και διηγημάτων και έχει τιμηθεί για κάποια από αυτά σε διαγωνισμούς και φεστιβάλ.
Το πρώτο της βιβλίο, η θεατρική νουβέλα "Η μαμά ή μανιφέστο μιας παρ' ολίγον πουτάνας" κυκλοφόρησε το 2012 σε συνεργασία με τις εκδόσεις Bookstars - Γιωγγαράς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news