Από τις Ελεύθερες Ψηφιακές Παρουσιάσεις
Απόσπασμα
Ἥλιος καί βροχή παντρεύοντ̉ οἱ φτωχοί
λευκή κλωνά καί γαλανή
σπιτάκια κεντημένα στ̉ ἀνηφόρι
Ἀπό ὅλα τά παράθυρα ἔμπαινε ὁ μεγάλος
ἀδελφός μας ὁ Ταΰγετος, ὁ μικρός καρτέραγε
στούς δόνακες καί στίς λευκές κροκάλες
Ἀπ̉ τό ποδάρι ἅρπαζε τούς γονιούς ἡ βιοπάλη
νά τούς σκορπήσει ἂχυρα στόν ἂνεμο
ἀχάραγα στούς πέντε δρόμους
Τό σούρουπο τούς ἐπέστρεφε μασημένους
καί τά κλειστά ἀπ̉ τό μόχθο μέτωπα ἄνοιγε
ἡ ρούγα, καντήλι μέ λαδάκι τοῦ θεοῦ
Εἶχε ὁ καταβρεχτήρας τοῦ δήμου στρώσει
ἡ μυρουδιά τοῦ χώματος ἀπλώσει
μιά γοητεία μαγική ἀπό ἀλλοῦ
Μέ τό πρῶτο ἀστέρι φθάναν φουριόζοι
ἀπ̉ τήν ἀλάνα στό μπερντέ τοῦ Καραγκιόζη
τσούρμο μορτάκια, μαμάδες γέροι
Ὣσπου οἱ δημογέροντες λάβαιναν θέση
κόντρα μπεγλέρι στραβά τό φέσι
λύναν καί δέναν τοῦ κόσμου τά λουριά
Χοροστατοῦσε πάρα δίπλα ἡ κυρ̉ Ἀγγέλω
φορῶντας τῆς μάγισσας τό κωνικό καπέλο
πώς στήνανε στά τρίστρατα χορό τά παγανά
Τότε π̉ ἀνοίγανε ἀστραπηδόν οἱ οὐρανοί
ὃσοι ἀετονύχηδες ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ
πραεῖς, ὀκνοί καί φτωχοί τοῦ θεοῦ
οὒτε τόν ἰδρώτα τοῦ προσώπου τους·
ὁ Νώντας πού παρήγγειλε «δυό χιλια…» …δες λίρες
- πρώτα τοῦ βγῆκε ἡ ψυχή τό ὓστερον οἱ ψεῖρες
δυό χείλια τεραστιότατα στό κήπο του πρωῒ
νά ̉χουν γονατίσει τίς συκιές τά μαϊντανά
πλούσια τά ἐλέη - ἀνατριχιαστικά
Ὁταν μαζέψαν τζακισμένον ἀπ̉ τό γιαπί
δίχως συντάξιμη προοπτική τόν μάστρο Μούλα
μέ τό ¨Κουήν Μαίρη¨ ταξίδευε ἡ κόρη του νυφούλα
Δέν πρόκοψε στοῦ Βελγίου τίς στοές ὁ Τάκης
θά μπάρκαρε στήν πρώτη εὐκαιρία
-θάλασσα εἶχε δεῖ ἀπό φωτογραφία
Μονάχος μέσ̉ στό τσούρμο ὁ καπετάν Γκιόλας
ἒφτυνε μαῦρο αἶμα στά κλεφτά
σάν κοίταζε ὃλα τά ̉βλεπε ζαβά
Περί τό μεσονύχτι περόνιαζε ἡ κόπωση
ἀλυτάρχης καί μέγας σταυλάρχης
Μπαίναν ἀπ̉ τίς θῦρες βγαίναμε ἀπ̉ τά παράθυρα
στήν ἀγαπημένη φωλιάζαμε μουριά
κουτουλάγαμε τή μουριά καί τά κεφάλια μας
ὁ Κούνελος ἀποκοιμιότανε στόν ὧμο μου
Τήν καϊσιά της φύλαγε ἡ κυρά-Καλή
μά τή ρημάζαν μούχρωμα οἱ Ἀγγέλοι
ἀνυπόδητοι μέ ἐκδορές μέ μελανιές
σάμπως τούς σμπρώχναν οἱ διαβόλοι·
ἀναψοκοκκινισμένη τσούπωνε ἡ Τρισεύγενη
στή δαντελένια νυχτικιά, μέσα στό κιλοτάκι της
τρέχαν στά μπούτια τά γλυκά ζουμιά
-τά σάκχαρα στίς ἀρτηρίες·
ξέπνοοι στά στροβιλίζοντα κλαριά
στό πόθεν ἒσχες τοῦ ἀνατριχιάσματος
ἀντί καρπούς συλλέγαμε τά μέλη της
[ἒφθασε μέχρι βασίλισσα σέ πρωϊνάδικο
μᾶς ἒστελνε φιλιά καί τήν ἀγάπη της
κι ἂς λέγαν οἱ φαρμακόγλωσσοι
γιά ἂλλες -προσοδοφόρες- καϊσιές
πού ἐσκαρφάλωσε
ἀκόμα καί τά καῒσια τοῦ μανάβη
μιά νοσταλγία εἶχαν καί ἓναν ἂλλο γλυκασμό]
Μιά βιοπάλη ἡ ζωή –ὃλο καί ἐμπεδώναμε
βολευόμουν μέ τήν Πόπη
κρυβόμαστε στούς φλόμους
δέν εἴχαμε σταγόνα, ἀλλά κατουράγαμε·
μοῦ ̉μαθε τό καθιστό κι ἐγώ τό ὄρθιο
ΚΕΡΔΟΣ
Μια προσπάθεια ελεύθερης διακίνησης λογοτεχνίας του γράφοντος
Απόσπασμα
Ἥλιος καί βροχή παντρεύοντ̉ οἱ φτωχοί
λευκή κλωνά καί γαλανή
σπιτάκια κεντημένα στ̉ ἀνηφόρι
Ἀπό ὅλα τά παράθυρα ἔμπαινε ὁ μεγάλος
ἀδελφός μας ὁ Ταΰγετος, ὁ μικρός καρτέραγε
στούς δόνακες καί στίς λευκές κροκάλες
Ἀπ̉ τό ποδάρι ἅρπαζε τούς γονιούς ἡ βιοπάλη
νά τούς σκορπήσει ἂχυρα στόν ἂνεμο
ἀχάραγα στούς πέντε δρόμους
Τό σούρουπο τούς ἐπέστρεφε μασημένους
καί τά κλειστά ἀπ̉ τό μόχθο μέτωπα ἄνοιγε
ἡ ρούγα, καντήλι μέ λαδάκι τοῦ θεοῦ
Εἶχε ὁ καταβρεχτήρας τοῦ δήμου στρώσει
ἡ μυρουδιά τοῦ χώματος ἀπλώσει
μιά γοητεία μαγική ἀπό ἀλλοῦ
Μέ τό πρῶτο ἀστέρι φθάναν φουριόζοι
ἀπ̉ τήν ἀλάνα στό μπερντέ τοῦ Καραγκιόζη
τσούρμο μορτάκια, μαμάδες γέροι
Ὣσπου οἱ δημογέροντες λάβαιναν θέση
κόντρα μπεγλέρι στραβά τό φέσι
λύναν καί δέναν τοῦ κόσμου τά λουριά
Χοροστατοῦσε πάρα δίπλα ἡ κυρ̉ Ἀγγέλω
φορῶντας τῆς μάγισσας τό κωνικό καπέλο
πώς στήνανε στά τρίστρατα χορό τά παγανά
Τότε π̉ ἀνοίγανε ἀστραπηδόν οἱ οὐρανοί
ὃσοι ἀετονύχηδες ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ
πραεῖς, ὀκνοί καί φτωχοί τοῦ θεοῦ
οὒτε τόν ἰδρώτα τοῦ προσώπου τους·
ὁ Νώντας πού παρήγγειλε «δυό χιλια…» …δες λίρες
- πρώτα τοῦ βγῆκε ἡ ψυχή τό ὓστερον οἱ ψεῖρες
δυό χείλια τεραστιότατα στό κήπο του πρωῒ
νά ̉χουν γονατίσει τίς συκιές τά μαϊντανά
πλούσια τά ἐλέη - ἀνατριχιαστικά
Ὁταν μαζέψαν τζακισμένον ἀπ̉ τό γιαπί
δίχως συντάξιμη προοπτική τόν μάστρο Μούλα
μέ τό ¨Κουήν Μαίρη¨ ταξίδευε ἡ κόρη του νυφούλα
Δέν πρόκοψε στοῦ Βελγίου τίς στοές ὁ Τάκης
θά μπάρκαρε στήν πρώτη εὐκαιρία
-θάλασσα εἶχε δεῖ ἀπό φωτογραφία
Μονάχος μέσ̉ στό τσούρμο ὁ καπετάν Γκιόλας
ἒφτυνε μαῦρο αἶμα στά κλεφτά
σάν κοίταζε ὃλα τά ̉βλεπε ζαβά
Περί τό μεσονύχτι περόνιαζε ἡ κόπωση
ἀλυτάρχης καί μέγας σταυλάρχης
Μπαίναν ἀπ̉ τίς θῦρες βγαίναμε ἀπ̉ τά παράθυρα
στήν ἀγαπημένη φωλιάζαμε μουριά
κουτουλάγαμε τή μουριά καί τά κεφάλια μας
ὁ Κούνελος ἀποκοιμιότανε στόν ὧμο μου
Τήν καϊσιά της φύλαγε ἡ κυρά-Καλή
μά τή ρημάζαν μούχρωμα οἱ Ἀγγέλοι
ἀνυπόδητοι μέ ἐκδορές μέ μελανιές
σάμπως τούς σμπρώχναν οἱ διαβόλοι·
ἀναψοκοκκινισμένη τσούπωνε ἡ Τρισεύγενη
στή δαντελένια νυχτικιά, μέσα στό κιλοτάκι της
τρέχαν στά μπούτια τά γλυκά ζουμιά
-τά σάκχαρα στίς ἀρτηρίες·
ξέπνοοι στά στροβιλίζοντα κλαριά
στό πόθεν ἒσχες τοῦ ἀνατριχιάσματος
ἀντί καρπούς συλλέγαμε τά μέλη της
[ἒφθασε μέχρι βασίλισσα σέ πρωϊνάδικο
μᾶς ἒστελνε φιλιά καί τήν ἀγάπη της
κι ἂς λέγαν οἱ φαρμακόγλωσσοι
γιά ἂλλες -προσοδοφόρες- καϊσιές
πού ἐσκαρφάλωσε
ἀκόμα καί τά καῒσια τοῦ μανάβη
μιά νοσταλγία εἶχαν καί ἓναν ἂλλο γλυκασμό]
Μιά βιοπάλη ἡ ζωή –ὃλο καί ἐμπεδώναμε
βολευόμουν μέ τήν Πόπη
κρυβόμαστε στούς φλόμους
δέν εἴχαμε σταγόνα, ἀλλά κατουράγαμε·
μοῦ ̉μαθε τό καθιστό κι ἐγώ τό ὄρθιο
Υποκλινόμαστε στη μεγάλη ποίηση
ΑπάντησηΔιαγραφήγιαννης λαμπρινακος
ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΥ ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ ΣΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΥΧΗΣ ΕΡΓΟΝ Η κ. Λ.Κ.ΤΖΙΑΜΟΥ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙ ΣΩΣΤΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΤΣΙ ΧΥΜΑ ΚΑΙ ΤΣΟΥΒΑΛΑΤΑ ΦΡΙΙΙΤ ΠΑΕΙ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ...ΤΗΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗΣ