Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

[Ο δολοφόνος με το καλαμάκι] του Κωνσταντίνου Μακρή ~ ΔΙΗΓΗΜΑ



βΙΟΓΡΑΦΙΚΟ του ίδιου του συγγραφέα.

"Γεννήθηκα στην Λεμεσό της Κύπρου στις 27 του Οκτώβρη του 1982. Μεγάλωσα κι ανδρώθηκα στην ίδια πόλη. Με τη συγγραφή ήρθα πρώτη φορά σ' επαφή στα 14 μου, μέσω της ποίησης. Πρώτα μου ερεθίσματα τα ποιήματα της Λένας Παππά, κι αργότερα του Ανδρέα Εμπειρίκου, όπως αυτά μου δόθηκαν απ' τις υπέροχες μελοποιήσεις των Αδερφών Κατσιμίχα, κι έπειτα μέσα από την ανάγνωση των ίδιων των ποιητικών τους συλλογών. Στα 18, εξέδωσα την πρώτη μου συλλογή με τίτλο "Εφηβικοί Προσανατολισμοί" και στα 23, τον "Κήπο με τα ματωμένα άνθη" όντας φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησα από το Τμήμα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με βαθμό "Λίαν Καλώς" και τώρα βρίσκομαι στο 2 έτος στην ειδικότητα της Συνθετικής Ψυχοθεραπείας, στο Κυπριακό Ινστιτούτο Ψυχοθεραπείας. Έξω εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές ιδίοις χρήμασοι, εκτός εμπορίου, καθως και μια νουβέλα με τον τίτλο "Εκχυλίσματα Πάθους". Επίσης, έχω στα συρτάρια μου, μια ολοκληρωμένη συλλογή διηγημάτων, ένα μεγάλης έκτασης μυθιστόρημα, κι ένα μυθιστορηματικό ημερολόγιο, ευελπιστώντας, πως κάποια στιγμή, θα δουν το φως της δημοσιότητας, φτάνοντας σε έντυπη μορφή, στο αναγνωστικό κοινό. "

Είχε ανάγκη από πιο πολύ φως. Άνοιξε το λαμπατέρ του εργαστηρίου και το κατεύθυνε προς τον πάγκο εργασίας. Τα ειδικά γυαλιά που φορούσε, έκαναν το εξωγήινο του πρόσωπο να μοιάζει ακόμα πιο τρομακτικό. Το μισοσκόταδο του εργαστηρίου οπτικής ήταν το κατάλληλο περιβάλλον που τον ενέπνεε. Η φαλακρή επιφάνεια του κρανίου του, γυάλιζε στο μπροστινό της μέρος, ενώ εξογκωμένη καθώς ήταν, έμοιαζε με ηφαίστειο σε κατάσταση απενεργοποίησης. Το σατανικό μυαλό του είχε προ πολλού καταστρώσει το μεγαλεπήβολα υποχθόνιο σχέδιο.

 Μήνες τώρα δούλευε υπερωρίες για να πετύχει το σκοπό του. Κατέβαζε τα ρολά του μαγαζιού και δούλευε μέχρι να αρχίσουν τα μάτια του να καίνε απελπιστικά απ’ την κούραση. Μόνο τότε σταματούσε. Ο Ε.Τ. όμως, δεν τα έβαζε εύκολα κάτω. Τα ειδικά γυαλιά που έβαλε σκοπό της ζωής του να φτιάξει, θα τον βοηθούσαν να διαβάζει ασύλληπτα πιο γρήγορα, με αποτέλεσμα να κόβει δρόμο και να αποθηκεύει τις πληροφορίες στον εγκέφαλο του με απίστευτη ταχύτητα. Τότε, τίποτα πια δεν θα του στέκονταν εμπόδιο για να κατακτήσει την κορυφή της γνώσης. Έπρεπε να είναι ο πιο έξυπνος απ’ όλους στις συναθροίσεις της ομάδας ανάγνωσης, κι αυτό όφειλε να το πετύχει με κάθε θυσία.
Σε λίγο, κτύπησε το κινητό του τηλέφωνο. Να πάρει! Ήταν η γυναίκα του. Έπρεπε να πάει στο σπίτι γρήγορα, αφού τα παιδιά κι εκείνη πείνασαν, κι είχε να περάσει απ’ το σουβλατζίδικο να πάρει φαγητό για όλους. Πόσο τις μισούσε κάτι τέτοιες στιγμές! Και τι δε θα έδινε για να τον άφηναν ήσυχο. Εκεί που σηκώθηκε βαριεστημένα για να φορέσει το σακάκι από το κοστούμι του, μια λαμπρή σατανική ιδέα έλαμψε μες το δύσμορφο κεφάλι του. Τα γυαλιά του θόλωσαν. Το λεπτό ψηλό κορμί του, σα να δέχτηκε μια γλυκιά ηλεκτρική εκκένωση κι ένιωσε τα γόνατα του να λυγίζουν...
Ναι! Αυτό ήταν! Σήκωσε αμέσως το ακουστικό απ’ το σταθερό τηλέφωνο του εργαστηρίου και σχημάτισε τον αριθμό.
-          Ναι, παρακαλώ;
-          Μάριο, αύριο στις έξι να είσαι στο μαγαζί. Είναι κάτι πολύ σημαντικό που έχω να σου πω.
-          Μάλιστα κύριε Ε.Τ., στις έξι θα είμαι εκεί.
-          Μην αργήσεις Μάριο, το καλό που σου θέλω.
-          Όχι αφεντικό, μην ανησυχείς.

«Ωραία, ώρα να πηγαίνω τώρα, από αύριο, όλα θα πάρουν το δρόμο τους...» είπε φωναχτά στον εαυτό του, κι ένα αυτάρεσκο, παράξενο γέλιο ξέφυγε απ’ το στόμα του, κάνοντας το παγωμένο εργαστήριο ακόμη πιο κρύο.
Μια ώρα αργότερα, ο καθώς πρέπει οικογενειάρχης, καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού του, κι έπαιρνε το δείπνο του, συντροφιά με την υπόλοιπη οικογένεια.
Ποιά σκέψη ήταν αυτή που τον γέμισε με τόση πανούργα χαρά όμως; Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να αναπτερώσει το ηθικό του και να καλέσει τον μυστήριο βοηθό του αργά το απόγευμα; Χμ... Ας πάρουμε την ιστορία απ’ την αρχή.

Πριν από δυο μήνες περίπου, ο Ε.Τ., όντας επικεφαλής μιας ομάδας «σοφών», που μαζώχνονταν μηνιαίως για να συζητήσουν διάφορα σημαντικά ζητήματα που προέκυπταν μέσα από μυστήρια βιβλία, ήρθε σε επαφή μέσω ενός φίλου με τον περίφημο (άγνωστο μέχρι τότε) φιλόσοφο Δωρόθεο.
Εκείνη η βραδιά, -το ένιωσε απ’ τη πρώτη στιγμή- ήταν για κείνον σημαδιακή. Τον γοήτευσε απ’ τη πρώτη στιγμή το εύστροφο μυαλό του, η ταχύτητα της σκέψης του, οι ασύλληπτες γνώσεις του περί φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και κριτικού δοκιμίου. Όλα αυτά τα διέβλεψε και τα διαισθάνθηκε, λες κι έβλεπε μέσα απ’ τα μάτια του Δωρόθεου, μέχρι τις τελευταίες νευρικές απολήξεις του εγκεφάλου του. Και πόσο τον ζήλευε μα την αλήθεια! Πόσο τον μισούσε, που παρά το γεγονός ότι είχε σχεδόν τα μισά του χρόνια, κατείχε γνώσεις που αυτός πιθανότατα να μην είχε καταφέρει να αποκτήσει μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Αμ, το άλλο; Η ευφυΐα του, ήταν τόσο πασιφανής, που σχεδόν θα μπορούσες να τη χαρακτηρίσεις ενοχλητική. Δεν ήταν αλαζόνας ο Δωρόθεος, κι ίσως αυτό, να ήταν ένας λόγος παραπάνω που τον εκνεύριζε τον Ε.Τ. αυτή η μετριοπαθής του μεγαλοφυΐα.

Όμως τώρα όλα θα άλλαζαν! Την  απόφαση του την είχε πάρει. Με τη βοήθεια του υπηρέτη του, του πιστού κι αφοσιωμένου νεαρού Μάριο, ο οποίος θα πρέπει να πούμε πως θαύμαζε τον Ε.Τ. για τις γνώσεις του αλλά και για όλα όσα είχε πετύχει στη ζωή του, κι ίσως, λέω ίσως, να ήταν και κομμάτι τσιμπημένος μαζί του – αυτό τουλάχιστο είχε συμπεράνει ο Ε.Τ. από διάφορες περιστάσεις-, θα πετύχαινε επιτέλους το στόχο του.
Πριν φύγει από το μαγαζί εκείνο το βράδυ, έλεγξε στα γρήγορα το ράφι με το φαρμακείο. Θα χρειάζονταν σίγουρα περισσότερο νιτρικό οξύ, κι ακόμα δύο φιαλίδια αμμωνίας. Το μείγμα που είχε να κατασκευάσει, έπρεπε να είναι πολύ ισχυρό, καθότι δεν έπρεπε να μείνουν καθόλου ίχνη. Δεν ήταν –οφείλουμε να το πούμε για χάρη της ιστορικής αλήθειας- κι η πιο λεπτεπίλεπτη σιλουέτα ο φιλόσοφος Δωρόθεος. Τα είχε τα κιλάκια του. Έτσι, αν ήθελε να πετύχει την εξαφάνιση των αποδεικτικών στοιχείων, έπρεπε να τον εξατμίσει μια και καλή. Βέβαια, πριν τον εξατμίσει... θα έπαιρνε απ’ αυτόν ό,τι πολυτιμότερο είχε: το μυαλό του. Και πώς θα το έκανε αυτό; Μα φυσικά: ρουφώντας τον εγκέφαλο του με το καλαμάκι!

Το επόμενο πρωί, πριν ανοίξει το μαγαζί, πέρασε απ’ το μαγαζί με τα υλικά οικοδομής της περιοχής του, και πήρε το κατάλληλο εργαλείο. Το πήρε το μάτι του με την πρώτη. Ήταν κρεμασμένο στη σειρά ανάμεσα στα άλλα, ψηλά στον τοίχο. Ήταν κοντό, μα αιχμηρό και μόλις το πήρε το μάτι του, κατάλαβε πως μ’ αυτό θα έκανε όπως έπρεπε τη δουλειά του. Δεν ρώτησε καν την τιμή. Ψηλολέλεκας καθώς ήταν, το ξεκρέμασε απ’ τη θέση του και το πήρε στα χέρια ευλαβικά. Εκείνο το μικρό τσεκουράκι θα έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω.
Πλήρωσε σκάζοντας ένα ηλίθιο χαμόγελο στην ταμία, κι αφού αυτή του το τύλιξε αδιάφορα σε μια κόλλα χαρτί, το πήρε και το ακούμπησε προσεχτικά στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου. Όταν ξεκίνησε για τη δουλειά, ένιωθε μια γλύκα να του καίει τα νεφρά κι η σκέψη μόνο ότι πλησίαζε στον στόχο του, τον εξερέθιζε.
Όλη η μέρα πέρασε μέσα στον εκνευρισμό. Όλο κοίταζε έξω στο δρόμο καθισμένος στο γραφείο του και ξίνιζε τα μούτρα του, βγάζοντας κάθε τόσο τους φακούς του από σηνήθειο για να τους καθαρίσει, καθώς περνούσε απ’ το μυαλό του τυχόν αποτυχία του σχεδίου. Τα είχε σκεφτεί όλα όμως, ακόμα και την  παραμικρή λεπτομέρεια. Το μόνο που έμενε τώρα, ήταν να εξηγήσει το πανούργο του πρόγραμμα στον χαρωπό βοηθό του κι αφού πάρει τη συγκατάθεση του, να το θέσουν σε εφαρμογή.
Δε θα δυσκολευόταν ιδιαίτερα. Όλως περιέργως, η τρομακτική κι απωθητική κατά γενική ομολογία μορφή του, προκαλούσε μια ανώμαλη έλξη στον νεαρό του θαυμαστή. Τα μεγάλα του δόντια ασφυκτιούσαν μέσα στο στόμα του και με το παραμικρό άνοιγμα της σιαγώνας του, ορμούσαν στο φως, έξω απ’ τη μακριά γραμμή των λιπόσαρκων χειλιών του. Οι λέξεις έβγαιναν αργά και με έναν θα ’λεγες σερνάμενο τρόπο απ’ την αδύνατη και κάπως γλοιώδη φωνή του.
Ο νεαρός φοιτητής απ’ την άλλη, έκανε τη γνωριμία του Ε.Τ., χάρη σε μια έρευνα  στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου που αφορούσε τη μελέτη περιπτώσεων ατόμων με παράξενα χαρακτηριστικά. Τότε ήταν  που έπεσε επάνω του. Σαν τον είδε μαγεύτηκε. «Εδώ είμαστε!» είπε από μέσα του.  Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε. Τώρα ο Μάριο έκανε το μεταπτυχιακό του στην Συμβουλευτική Ψυχολογία, μα εξακολουθούσε να έχει τακτικές συναντήσεις με τον Ε.Τ., κι όχι μόνο για ερευνητικούς σκοπούς…

Επιτέλους, η ώρα που περίμενε έφτασε. Του φάνηκαν αιώνες. Το μυαλό του έστελνε παράξενα ραδιοκύματα μέσα στο μαγαζί με τα οπτικά, με αποτέλεσμα οι λαμπτήρες του ηλεκτρικού να τρεμοσβήνουν περίεργα. Σε κάποια στιγμή του μύρισε καμένο. Πήρε τη σκάλα απ’ την αποθήκη και βάλθηκε να αλλάζει την καμένη μακρόστενη λάμπα φθορίου.

Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνιση του ο Μάριο. Μέσα απ’ τη τζαμαρία τον είδε απ’ τα θολά του τζάμια να περνάει απ’ το πεζοδρόμιο. Η λυγιστή του μέση έπαιζε ευχάριστα – λες συντονισμένη με το ελαφρύ παγωμένο αεράκι του Δεκέμβρη- και τα πάνινα φωσφόρα παπούτσια του έλαμπαν στον πρόωρο σκοτάδι του απογεύματος. Το μπάκι παντελόνι του με τις εξογκωμένες τσέπες έρεπε χαλαρό επάνω του καθώς η αθλητική του μπλούζα τον προστάτευε αμυδρά απ’ το ψύχος, συνοδευόμενη από ένα φούξια κασκόλ στο λαιμό που του πήγαινε πολύ. Το ελαφρά αξύριστο λουκ, έδινε μια ψευδαίσθηση αρρενωπότητας στο θηλυπρεπές πρόσωπο του, το υπέροχα όμορφο. Τα μεγάλα τετράγωνα γυαλιά του με το χοντρό μαύρο σκελετό, συνδυασμένα με την εξόφθαλμη χωρίστρα των καστανών μαλλιών του,  του έδιναν μια όψη μάλλον επιτηδευμένα  σοφιστικέ.

Μπήκε στο μαγαζί χαρωπός χαρωπός μα και συνάμα με κάποια λαχτάρα, για τα νέα που ο Ε.Τ. του επιφύλασσε. 
-          Εεεε... στάσου μια στιγμή να αλλάξω αυτή τη λάμπα κι έρχομαι κοντά σου. Πήγαινε πίσω στο εργαστήριο, θα κλειδώσω κι έρχομαι.
-          Οκ. Θες καφέ ομορφούλη;
-          Χεεεέ... ναι, ναι καφέ. Με λίγη ζαχαρίνη.
-          Εντάξει, πάω να φτιάξω. Σε περιμένω, μην αργήσεις «έκανε χαμογελαστά και κίνησε μ’ όλη του την κουνιστάδα να πάει προς το κουζινάκι του μαγαζιού».

Σε λίγο ο Ε.Τ. έμπαινε στο εργαστήριο που βρίσκονταν στο πίσω μέρος. Κλείδωσε την εξωτερική πόρτα, σφάλισε τα ρολά, έκλεισε τα φώτα και τράβηξε να συναντήσει τον ευνοούμενο του.
Ο Μάριο καθόταν τώρα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, στον δερμάτινο καναπέ που βρίσκονταν πλάι στο πάγκο εργασίας και σιγορουφούσε τον αχνιστό καφέ του. Σαν μπήκε ο Ε.Τ., σήκωσε λίγο το βλέμμα και τον κοίταξε εξεταστικά, με περιέργεια.
-          Μα τι έχεις; μου φαίνεσαι αλλαγμένος. Σα να σε βασανίζει κάτι. Πες τα όλα σε μένα, ξέρεις πως μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου.
-          Όσο γι’ αυτό έχω τις αμφιβολίες μου «είπε εκείνος για να συνδαυλίσει τα αισθήματα του μικρού και να τον ετοιμάσει για τη μεγάλη εξομολόγηση».
-          Μπα σε καλό σου! Τι σε κάνει να αμφιβάλεις για μένα; Σου έδωσα ποτέ τέτοιο δικαίωμα; «έκανε παραπονεμένα ο Μάριο».
-          Εεε... όχι, αλλά....
-          Πες μου επιτέλους τι συμβαίνει, όφου, μ’ έσπασες πια καλέ!
-          Εντάξει... χεεεέε... άκουσε τι έχω σκεφτεί...

Κι ο Ε.Τ., άρχισε δειλά δειλά να εξηγάει το παρανοϊκό του σχέδιο στον έμπιστο του φίλο. Η καρδιά του έπαλλε σαν διαστημόπλοιο κλεισμένο σε μαύρη τρύπα, ζητώντας διέξοδο. Η γυαλιστερή του φαλάκρα ίδρωνε καθώς με κόπο μετέφραζε τα ακατάληπτα λόγια της άγνωστης γλώσσας που μιλούσε στο κεφάλι του στα ανθρώπινα, καταληπτά λόγια. Όταν πια τελείωσε την αφήγηση του, ήταν λουσμένος στο ιδρώτα και το βλέμμα του είχε κάτι το εξωφρενικά παλαβό, που ο Μάριο δεν απέφυγε κοιτάζοντάς τον να γελάσει με αμηχανία, καθώς ένα κρύο κύμα φόβου τον διέτρεξε σαν ηλεκτρική εκκένωση στα λεγόμενα του. Μα τώρα πια δεν είχε άλλη επιλογή. Ή που θα κατέδιδε τον φίλο του στην αστυνομία ή που θα γίνονταν συνεργός στο έργο του. Όταν μάλιστα του έταξε, πως θα τον αφήσει κι αυτόν να ρουφήξει στο τέλος λίγη εξυπνάδα με το καλαμάκι, τότε πια, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Η δολοφονία του φιλοσόφου Δωρόθεου, ήταν απλά θέμα ημερών...
Πίσω στο σπίτι του, ο Δωρόθεος, μετά από μια βαρετή μέρα στα φροντιστήρια αγγλικών, ετοιμαζόταν τελετουργικά για την αγαπημένη του απασχόληση. Το διάβασμα. Το magnum opus του Slavoj Zizek με τίτλο: Less than nothing, τον περίμενε ανοικτό από το προηγούμενο βράδυ πάνω στο γραφείο, γυρισμένο στη σελίδα 568. Μα η φόρτιση της ημέρας δεν του έδινε ακόμα τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί στο διάβασμα του αγαπημένου του φιλοσόφου. Πόσο μάλλον που οι περισσότερες  του μαθήτριες στα φροντιστήρια, δεν φρόντιζαν καθόλου να κρύψουν τα θέλγητρα τους. Τουναντίον. Άνοιγαν τα πόδια δήθεν αφηρημένα, κι άφηναν να φανεί μέσα απ’ τη φούστα το χρωματιστό τους εσώρουχο,  λες και του ζητούσαν άφωνα, μα αναντίρρητα εύγλωττα, να διαλέξει ποια είχε το πιο όμορφο... Πώς να μην εκτοξευτεί η λίμπιντο του στα ύψη, όταν επιπρόσθετα έπρεπε να συγκρατιέται μέσα στα πλαίσια της κοσμιότητας μπροστά τους;
 Έτσι, πήρε την πρέπουσα απόφαση. Άνοιξε τον υπολογιστή, σέρφαρε για λίγο στο διαδίκτυο και βρήκε την κατάλληλη ιστοσελίδα. Δεν δυσκολεύτηκε και πολύ να αποφασίσει για το κατάλληλο βίντεο. Εκείνες οι μικρές με τα ζωηρά μικρά στήθη και τις μεγάλες θηλές, ήταν ό,τι έπρεπε για ένα γλυκό αυνανισμό. Η εικόνα άρχισε να ρέει και το χέρι του έψαυσε με ζέση το παλλόμενο πέος του. Η κορύφωση δεν άργησε να έρθει, καθώς οι έφηβες πρωταγωνίστριες επιδείκνυαν ιδιαίτερο ζήλο στην μεταξύ τους ομοφυλική ερωτοτροπία. Η αλλόκοτη προτίμηση τους στην ουρολαγνία, τον εξερέθισε τα μάλα.
Ανακουφισμένος πλέον, φρεσκαρίστηκε και άρχισε απερίσπαστα τη μελέτη των βαρυσήμαντων φιλοσοφικών κειμένων. Μετά από πέντε συνεχόμενες ώρες μελέτης, έφτασε η ώρα για ανάπαυση. Αφού πήρε αρκετές σημειώσεις για το νέο δοκίμιο που είχε στα υπόψη να συγγράψει με θέμα τις Λακανικές επιρροές στη σύγχρονη Αγγλόφωνη λογοτεχνία , έκλεισε πλέον τον ογκώδες δυσνόητο τόμο κι ετοιμάστηκε για ύπνο. Άλλη μια δύσκολη μέρα έφτανε στο τέλος της, κι όμως άγνωστες οι βουλές του Κυρίου, ακόμα και για έναν άθεο, όπως αυτόν...
Πράγματι, είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ο Ε.Τ., πως με μια τέτοια εγκεφαλαναρρόφηση, θα είχε πολλά να κερδίσει. Το σίγουρο, ήταν πως μιλάμε για μεγάλη κεφαλή, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά ή κρανιομετρικά αν προτιμάτε. Η όψη του έφερνε κάτι από αρχαίο βασιλιά. Συχνά τον παρομοίαζα με τον Κρέοντα, έτσι ως είχε τα γένια του μαύρα και πλούσια, και το μεγάλο του κεφάλι κοιτούσε σοβαρό προς τα μέσα σαν σκέφτονταν. Ήτανε λες και βασανίζονταν ποια απόφαση να πάρει για το καλό της Θήβας, ενώ απλά συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. 
Τον φαντάζομαι στην τραγωδία του Σοφοκλή, να ορθώνει βλοσυρά το βλέμμα και να διατάζει να μείνει άταφος ο Πολυνείκης γιατί ατίμασε την πολιτεία. Ω, πόσο θα του πήγαινε, όταν στηριγμένος στο βασιλικό του σκήπτρο, ντυμένος με τον βασιλικό μανδύα, όρθωνε το πύρινο βλέμμα του και το βαρύ του χέρι προς τους αποστατούντες!
Μα τώρα, απλά ετοιμαζόταν για άλλη μια μίζερη μέρα. Πριν κλείσει τα μάτια, έκανε πάλι την σκέψη να αυτοκτονήσει. Αν δεν περνούσε από τα μάτια η σκηνή που τίναζε τα μυαλά του στον αέρα μετά από μια σοβαρή απόφαση που τη μελετούσε χρόνια και χρόνια, ή μια σφοδρή απογοήτευση που τον έσπρωχνε προς την ανυπαρξία, δεν ησύχαζε για να τον πάρει ο ύπνος. Άλλοτε πάλι φανταζόταν το βαρύ κορμί του να κρέμεται άψυχο από μια θηλιά δεμένη στο ταβάνι με τη γλώσσα έξω και τα άψυχα του μάτια ορθάνοικτα. Αυτό – είναι αλήθεια- του έφερνε γέλια και τον έκανε να ανασαλεύει κάτω απ’ τα σεντόνια καθώς παραδινόταν ευτυχισμένα στον ύπνο.
Η επόμενη συνάντηση της λέσχης ανάγνωσης, δεν θα αργούσε να έρθει. Όλα είχαν σχεδιαστεί για εκείνο το μοιραίο βράδυ, κι η μόνη περίπτωση να αποτύχει το σχέδιο ήταν να μην παρουσιαστεί ο φιλόσοφος. Αυτό το ενδεχόμενο σαν σκεφτόταν ο Ε.Τ., τον έπιανε κρύο ρίγος απελπισίας. Απ’ την άλλη, δεν ήθελε να εκβιάσει την παρουσία του, για να μην κινήσει υποψίες. Αφού το σκέφτηκε πολύ και καλά, αποφάσισε να του στείλει ένα εγκωμιαστικό e-mail, εξυμνώντας τη δεινότητα της ανάλυσης του στη προηγούμενη συνάντηση και υπενθυμίζοντας του την επόμενη συνάντηση η οποία ήταν καθορισμένη τρεις μέρες αργότερα.
«Διάβολε» είπε από μέσα του ο Δωρόθεος σαν το διάβασε, «σίγουρα με φλερτάρει ο ανώμαλος». Γέλασε, μα κι όλα ένιωσε μια αηδία να τον σιμώνει καθώς αναλογίστηκε την φρικτή μορφή του να σιμώνει κοντά στο πρόσωπο του, μιλώντας του για πράγματα ασήμαντα, ενώ στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να βγάλει φωτοτυπία τα κύτταρα του εγκεφάλου του και να αναλύσει κάθε υπέροχη νευροδιαβιβαστική σύναψη!  «Είναι ερωτευμένος με τον εγκέφαλο μου. Κατάρα! Αντί να με ερωτεύονται οι γκόμενες γι’ αυτό, με ερωτεύεται ο κάθε άκυρος πορνόγερος».
Έκλεισε τον υπολογιστή κι ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Άλλη μια μέρα στην κόλαση «σκέφτηκε».

Το επίσημο εκείνο βράδυ, το βράδυ της μπουρζουαζίας των φιλαναγνωστών, έφτασε επιτέλους. Στη λέσχη ήταν ζεστά. Είχαν φροντίσει να ανάψουν το καλοριφέρ, μιας κι έξω το κρύο πριόνιζε. Φορώντας μοναχά το μαύρο του κουστούμι, ο Ε.Τ. έκανε την  εμφάνιση του ανεβαίνοντας  με μεγάλες δρασκελιές τα σκαλιά του οικήματος. Έμοιαζε σαν καλοκουρδισμένο  ανδρείκελο εκείνο το βράδυ. Τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω του. Φαινομενικά τουλάχιστο. Αν μπορούσε κάποιος να διακρίνει μέσα από τους φακούς των γυαλιών του, ίσως, λέω ίσως, ένα έμπειρο μάτι, να διέβλεπε την αυξημένη ενεργητικότητα των κόρων των ματιών του, που πρόσθεταν μιαν επιπρόσθετη λάμψη στο βλέμμα του. Κοινώς, το μάτι του γυάλιζε. Από μέσα του ξερογλείφονταν για τον επικείμενο μεζέ, μα κιόλας ανησυχούσε, μήπως και δε φανεί το θύμα του.
Όσο για το Μάριο, αυτός είχε μια περίεργη χλομάδα απόψε, στο κατά τα άλλα ροδαλό σαν έφηβης πρόσωπο του. Τα σκούρα μαύρα μαλλιά του, έπεφταν άτακτα στο πρόσωπο του και μια εξαντλητική κούραση, φαινόταν να του βαραίνει το κορμί. Η γαλλική μύτη του είχε κοκκινίσει απ’ το κρύο και τώρα έσκυβε μπροστά στο καλοριφέρ για να ζεσταθεί. Ο πισινός του, βρέθηκε σχεδόν στα μούτρα του Ε.Τ., που είχε ήδη καθίσει στην προεδρική καρέκλα, περιμένοντας τους υπόλοιπους καλεσμένους. Το βιβλίο που είχαν επιλέξει εκείνο το βράδυ, του φάνηκε σημαδιακό. Ονομαζόταν : «Ονειρεύτηκα το δολοφόνο μου». Με πόση χαιρεκακία το αναλογιζόταν τώρα αυτό. Μάλιστα του έδωσε ένα δυο πολύ καλές ιδέες, που είχε σκοπό να βάλει σε εφαρμογή. Τέλοσπάντων, έλεγξε το χαρτοφύλακα του, κι αφού βεβαιώθηκε για πολλοστή φορά πως δεν έλειπε τίποτα από μέσα, γύρισε το βλέμμα στη συντροφιά και τον είδε να κάθεται – ω του θαύματος- ακριβώς απέναντι του, στο απέναντι κεφάλι του τραπεζιού.
-          Χεεεεεέεε... καλησπέρα Δωρόθεε «είπε με την συνηθισμένη του μακρόσυρτη φωνή».
-          Καλησπέρα Ε.Τ., τι νέα; Έκανες καμιά επίσκεψη σε κανένα πλανήτη αυτό το μήνα ή δε βρήκες χρόνο;
-          Χεεεε… χεχεχε. Μα έχεις πολύ οξύ χιούμορ αγαπητέ, οφείλω να ομολογήσω.
-          Ναι, είναι αλήθεια «απάντησε ξερά και μάλλον αδιάφορα ο φιλόσοφος». Για την ακρίβεια περίμενε να έρθει η κυρία που του γυάλισε. Μια 45άρα οικοκυρά την οποίαν φαντασιώνονταν σε διάφορες στάσεις και πράξεις.

Η στριγκιά φωνή του Ε.Τ. τον επανέφερε απ’ τις ονειροπολήσεις του.

-          Αγαπητοί φίλοι, απόψε όπως καταλαβαίνεται είναι η τελευταία μας συνάντηση για αυτό το χρόνο. Θέλω να ευχηθώ σε όλους καλές γιορτές, καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος. Ελπίζω ο Άης Βασίλης φέτος να μου φέρει πιο πολλά βιβλία από πέρσι!
Είπε για να ρίξει το αστείο του, μα δεν απέσπασε παρά μόνο μερικά βεβιασμένα χαμόγελα. Οι περισσότεροι είχαν μιαν αμήχανη έκφραση στο πρόσωπο τους και περίμεναν πώς και πώς να τους δοθεί ο χρόνος να μιλήσουν για το βιβλίο και να κάνουν το κομμάτι τους.
Ο Μάριο, σαν πήρε το λόγο, άρχισε να μιλά με σπασμένη και τρεμάμενη φωνή. Κάτω απ’ το τραπέζι, ο Ε.Τ., που καθόταν δίπλα του, τον σκουντούσε με το πόδι για να τον συνεφέρει, ενώ εκείνος προοδευτικά όλο και κοκκίνιζε περισσότερο.
-          Με συγχωρείται, δεν αισθάνομαι καλά απόψε. Οι πίκλες που έφαγα το μεσημέρι θα φταίνε. Με πείραξαν στο στομάχι «είπε αφήνοντας ένα ηλίθιο χαμόγελο να χαραχτεί στο όμορφο πρόσωπο του».
-          Δεν πειράζει καλέ μου, σε συγχωρούμε «είπε με συγκαταβατικό τόνο μια κυράτσα που καθόταν απέναντι του».
Τέλος, ήρθε η σειρά του Δωρόθεου να μιλήσει.
-          Κοιτάξτε, αν και δεν είμαι φίλος της αστυνομικής λογοτεχνίας, οφείλω να πω πως έκανα μια μικρή ανάλυση στο βιβλίο. Από φροϋδικής άποψης, μπορούμε με βεβαιότητα να ομολογήσουμε, πως ο κεντρικός ήρωας, υποφέρει υπερβολικά από το ένστικτο του θανάτου. Η ασυνείδητη επιθυμία του για να θέσει τέρμα στη ζωή του, ωθεί τον ψυχικό του κόσμο στην ονείρευση ενός ιδανικού δολοφόνου, ο οποίος θα τον λυτρώσει από τη βάσανο της μίζερης ζωής του, κι όταν στο τέλος, η αναμονή του ιδανικού δολοφόνου φτάνει στα όρια της, κι αποφασίζει να θέσει τέρμα στη ζωή του, ακόμα κι εκεί, η προσπάθεια του παραμένει ανεπιτυχής και γι’ αυτό αποφασίζει να γραφτεί ως μέλος ενός ορειβατικού συλλόγου, ελπίζοντας πως η υπερβολική του αδεξιότητα θα τον οδηγήσει ακούσια στο θάνατο. Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις.  Επανάληψη του ονείρου, όπου φαντάζεται το δολοφόνο να έρχεται και να τον σκοτώνει καθώς πηγαίνει στη δουλειά του, επανάληψη της καθημερινότητας του με τελείως αυτοματικό τρόπο, τονίζοντας έτσι τη μονοτονία της ζωής του, επανάληψη της τυπολατρικής τήρησης των κανόνων καθαριότητας στο σπίτι του που ο ίδιος είχε υποβάλει στον εαυτό του και ούτω καθ’ εξής. Αυτά εν ολίγοις. Είχα γράψει και μια πιο εκτενή ανάλυση με βάση φιλοσοφικούς όρους και ερμηνείες, αλλά δεν θέλω να σας κουράσω άλλο.
Χεεε... πάντα μας πετάει εκείνο το τελευταίο για τις φιλοσοφικές αναλύσεις, λες και τα υπόλοιπα είναι πολύ απλά και τα κατάλαβαν όλοι, λες και δεν μας μπέρδεψε τον εγκέφαλο... ααα κύριε φιλόσοφε, απόψε θα δεις το τέλος σου... Απόψε εγώ θα γίνω ο κάτοχος όλης σου της εξυπνάδας και μετά θα γίνεις καπνός, θα εξατμιστείς, σα να μην υπήρξες ποτέ, χεχεχεχε... «έλεγε από μέσα του ο Ε.Τ. και ηδονίζονταν με τις ίδιες του τις σκέψεις».

Σιγά σιγά η βραδιά έφτασε στο τέλος της, και τα τελευταία πηγαδάκια έδιναν κι έπαιρναν προτού αποχωρίσουν όλοι για τα σπίτια τους. Άλλωστε ήταν αργά, κι οι περισσότεροι ένεκα και της ζεστής ατμόσφαιρας, είχαν νυστάξει τρομερά.
-          Δωρόθεε, μου άρεσε καταπληκτικά η ομιλία σου. Μα πες μου, πώς ξέρεις τόσα πολλά πράγματα για ψυχολογία; Βλέπεις είμαι ψυχολόγος και ποτέ δε μου πέρασε μια τέτοια ανάλυση από το μυαλό. Θεέ μου, φαίνεσαι τρομερά έξυπνος! «είπε όλο νάζι και χάρη ο Μάριο».
-          Χμ... βασικά διαβάζω «απάντησε χαμογελώντας με κόπο, ενώ ένα ρεύμα αναγούλας άρχισε να ανεβαίνει από τα σωθικά στο στόμα του».
-          Έρχεσαι λίγο που σε θέλω Δωρόθεε, είναι κάτι που θέλω να δεις. Σε παρακαλώ, είμαι σίγουρος πως θα ενθουσιαστείς, δεν το ξέρουν βλέπεις πολλοί εδώ μέσα...
Ο Δωρόθεος, έδειξε μια κάποια περιέργεια. Μα αμφιταλαντευόταν. Σκέφτηκε να αρνηθεί διακριτικά, μα απ’ την άλλη ήθελε και να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο μυστήριο. Όπως και να 'χε, έπρεπε να τον έχει σε απόσταση, μη τύχει και τον χουφτώσει. Αυτό ήταν μια σίγουρη προφύλαξη.
Οι περισσότεροι είχαν φύγει, και μόνο οι τελευταίοι έστεκαν κοντά στην πόρτα και μιλούσαν ράθυμα για την επόμενη συνάντηση, σχολιάζοντας και λίγο την αποψινή. Ο Ε.Τ. όλως περιέργως δεν φαίνονταν πουθενά. Μάλλον θα έχει φύγει, σκέφτηκε. Μα πάλι, αφού είναι κολλητάρια με το Μάριο, πώς και τον άφησε κι έφυγε. Μυστήρια πράγματα. Τέλοσπάντων, ας πάω να δω τι έχει να μου δείξει αυτή η λούγκρα, είπε βαριεστημένα στον εαυτό του.
Χαρούμενος και πηδηχτούλης ο Μάριο, προχώρησε στον εσωτερικό διάδρομο που οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα. Το φως  ήταν αμυδρό κι ο φιλόσοφος προχωρούσε με επιφύλαξη. Έριχνε γύρω ερευνητικές και φιλύποπτες ματιές αν και εκτός από τη μυρωδιά κλεισούρας και παλιών σαπισμένων μπογιών, δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει κάτι άλλο στην ατμόσφαιρα.
 Σαν άνοιξε την ξύλινη παλιά πόρτα της αίθουσας και προχώρησε λιγάκι προς το μέρος του Μάριο που στεκόταν στο βάθος και τον περίμενε φανερά, μα με γυρισμένη την πλάτη, ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα να τον διαπερνά. Άγγιξε το κεφάλι του, κι είδε με τρόμο το ζεστό του αίμα να κυλάει στα δάκτυλα του. Το οπτικό του πεδίο σκοτείνιασε κι ένιωσε τα γόνατα του να λυγίζουν. Δευτερόλεπτα αργότερα, βρισκόταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα της αίθουσας. Ήταν πια νεκρός. Η σχισμή στο κρανίο του, ακριβώς πάνω από τον αυχένα ήταν τόσο μεγάλη, που κι ένα χέρι ανθρώπινο, θα χωρούσε εκεί μέσα. Ο Ε.Τ. σαν ψυχρός εκτελεστής, είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Το ψυχωτικό του πνεύμα λειτούργησε άψογα.
-          Χεεεε… γρήγορα Μάριο, να τον μεταφέρουμε πιο μέσα. Έτσι, μπράβο. Τώρα πήγαινε να σιγουρευτείς στην πόρτα αν είναι κλειδωμένα κι έλα πίσω. Τα υπόλοιπα τα αναλαμβάνω εγώ.
Ο Μάριο έτρεξε σαστισμένος να εκτελέσει την εντολή. Ένιωθε να βρίσκεται σε έναν  τρομακτικό εφιάλτη. Ο φόνος του βάραινε τα πόδια σαν ατσάλι.
Πίσω στην αίθουσα, ο ψυχωτικός δολοφόνος, συνέχιζε απρόσκοπτα το έργο του. Απ’ το μεγάλο του στόμα έτρεχαν σάλια κι ούτε καν τα σκούπιζε. Άνοιξε το χαρτοφύλακα και έβγαλε από μέσα το μεγάλο καλαμάκι από χοντρό πλαστικό με το οποίο είχε εφοδιαστεί ειδικά για την περίσταση και το έχωσε πάνω απ’ τον αυχένα του νεκρού, ακριβώς στο σημείο της σχισμής. Γέμισε τα πλεμόνια του μ’ αέρα κι έπειτα πήρε να ρουφάει με βουλιμία τον μεγάλο εγκέφαλο. Σε κάθε ρουφηξιά, ένιωθε τα μηνίγγια του να ηλεκτρίζονται. Η μετάγγιση των γνώσεων και της οξυδερκούς αντίληψης γίνονταν αστραπιαία. Ένιωσε πως το κρανίο του παραήταν μικρό για να τα χωρέσει όλα αυτά, μα συνέχισε να ρουφάει το μυαλό του εκλιπόντος με βουλιμία.
Σαν έφτασε ο Μάριο, δεν έμεινε παρά το κατακάθι από το μυαλό του φιλόσοφου.

-          Χεεεε... έλα, ρούφα κι εσύ αυτό που σ’ αναλογεί!
-          Λιάξ, δε θέλω, πιες το όλο μόνος σου αχρείε κανίβαλε!
-          Μη μου κάνεις τώρα τον ηθικολόγο, δεν σου πάει. Πιεεεές... θα νιώσεις υπέροχα... «είπε και τον κοίταξε με τόση παράνοια και γυαλάδα στο βλέμμα που τα χρειάστηκε».
Παράβλεψε το γεγονός πως το παντελόνι του είχε βραχεί από την φοβική ενούρηση, κι έσκυψε, παίρνοντας με αηδία το καλαμάκι απ’ τα χείλη του αιμοδιψούς συντρόφου του. Ήπιε λίγο μετά από μια αδύναμη ρουφηξιά, κι αμέσως ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα. Κάπου την ξέρω αυτή τη γεύση, είπε. Α, ναι! Είναι το Bloody Mary που είχα δοκιμάσει παλιά. Χμ... δεν είναι άσκημο τελικά γλυκέ μου. Ήδη αισθάνομαι πιο έξυπνος.

Μισή ώρα αργότερα, οι δυο φίλοι, έβγαιναν πιασμένοι χέρι χέρι απ’ τη λέσχη. Το πτώμα του άτυχου φιλόσοφου δεν υπήρχε πια. Ο Ε.Τ. με τα κατάλληλα χημικά, κατάφερε να τον εξατμίσει μέσα σε μόλις δέκα λεπτά. Στο πάτωμα έμεινε μόνο μια μαύρη κηλίδα, που γρήγορα ο Μάριο καθάρισε με τη σφογγοπετσέτα. « Ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε, όχι παίζουμε!» είπε χαριτολογώντας και λάμποντας από ευτυχία. 

Το επόμενο πρωί, η αστυνομία, βρήκε τους δυο φίλους γυμνούς, κρεμασμένους απ’ το ταβάνι του φτηνού ξενοδοχείου όπου πέρασαν ακόλαστα το προηγούμενο βράδυ. Κατάφεραν να σπάσουν κάθε φραγμό με τη συμβατικότητα. Έκαναν εκείνο που ήθελαν από πάντα και δεν την άντεξαν τόση ζωή.
 Ο Δωρόθεος, δεν πέθανε τελικά, ζει αιωρούμενος πάνω απ’  θηλιά της αυτοκτονίας των δολοφόνων του... Το φάντασμα του πάντα θα πλανιέται στα απανταχού μπορντέλα της γης. Όσο για τα γραπτά του, αυτά του έχουν ήδη εξασφαλίσει την αθανασία, αφού αύριο κιόλας εκδίδονται για τρίτη συνεχόμενη χρονιά οι τόμοι των απάντων του. Πάνε ήδη είκοσι χρόνια από κείνη την αποφράδα μέρα.
 Περιμένω τον Slavoj Zizek από στιγμή σε στιγμή, κάνει κρύο εδώ στο αεροδρόμιο, και ελπίζω, έτσι γέρος που είναι μην αρπάξει κανένα κρυολόγημα και δεν μπορεί να μιλήσει αύριο στην επέτειο των εικοσάχρονων από το θάνατο του μεγάλου μας φιλόσοφου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news