[ποίηση]
Μαρία Θεοφιλάκου
[πέντε] ποιήματα από την ποιητική συλλογή ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ
σύντομο βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Σπούδασε Μάρκετινγκ και Επιχειρησιακή Έρευνα στην ΑΣΟΕΕ. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Οικονομική επιστήμη, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 2010 εκδόθηκε από τις εκδόσεις Δωδώνη η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο "ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ".
Δύσκολες ανατολές
Ανασαίνουμε νύχτα
ελεύθεροι, γιατί είναι μοναξιά
σε κάθε μας τυφλό βήμα,
τρεκλίζον
Κλείνουν τα θέατρα
Θεριεύουν οι σκιές
Οι αλήθειες αλαλάζουν στα βουνά
και πεινασμένες κατεβαίνουν προς την πόλη
Ανασαίνουμε νύχτα
Σφικτά ταμπουρωμένα σώματα
μα είμαστε πιο πάνω από τις σάρκες·
κείνες δεν είναι παρά μια αφορμή
Τα αγρίμια ας κοπιάσουν,
μας γνωρίζουν
Στα πόδια μας εμπρός
θε να κουρνιάσουν
Ελεύθεροι, γιατ’ είναι μοναξιά
από τη διαλεχτή
που αρνείται τις κρυψώνες
και σκίζει των αυλών τα δηλητηριασμένα ρόδα,
έτσι εισπνέουμε τη νύχτα
πηκτή στο λάρυγγα
στο χνώτο
όμως ρημάδι
και βγάζουμε το πρώτο φως
Σελήνη
Τις Κυριακές μου εδώ και το ταλάντεμα διστάζει
εμπρός στην παγερή μαχαίρα της σελήνης
Κόσμος με βήματα ελαφρά διαβαίνει,
μα είν’ ένα πέλαγο κουτσό, δίχως ακτή, που μένει
Να ’ναι το φως του απόβραδου
κάποιο σημείο ζοφερό που μ’ αποδοκιμάζει
Ή κάποια ωδή στην αμεροληψία του
για τα έργα μου, που διόλου δεν το μέλλουν
Νύχτες ασπρόμαυρες ζυγώνουν στα σκαλιά μου
Κι εγώ σαν τρίξει φονικά ο σύρτης
θα ξέρω πριν τις δω στο ημίφως
αδέρφια ότι είν’ των πλουμιστών φαιδρών
Πως ό,τι ήταν έρχεται και ό,τι είναι μισεύει
Όπως αργόσυρτα σημαίνουν οι καμπάνες
Στην χάση του έναστρου και των ανθρώπων
Στο
γιόμα εδώ του ετερόφωτου
Βουβό
Κι ύστερα δε μιλάμε πια για όσα μας πονάνε
χέρια αδειανά, τα μουδιασμένα χέρια,
κι οι ζωές μας που μακραίνουν ολοένα
σα μια κουβέντα μισακή πια να 'ναι
Κι ύστερα δε γρικά το λυπημένο φέγγος
μιας πανσελήνου που δε μπόρεσε να γένει
όσο η καρδιά της πόθησε στο φως λουσμένη
μήτε σε άγριους καιρούς μήτε σε θέρος
Ένα φεγγάρι λυπημένο
η στασιά μας
Ένα μαχαίρι σκουριασμένο
τα δεσμά μας
Δυο τριαντάφυλλα βρήκα νεκρά
στη λιόστρωτη αυλή μας
κι είχαν νερό
είχαν καιρό
Δυο τριαντάφυλλα πεθάναν στην αυλή μας
Βουβό /σοδειά τχ.8
Άπτερος Μοίρα
Το μοναχό το
νυχτοπούλι
Θ’ αφήσει τον καημό του να μουλιάσει
Κουρνιάζοντας μέσα στο πένθιμο φως της σελήνης
Μέσα στ’ αχρονολόγητο θρόισμα των σημύδων
Μέχρι που όλοι οι αγύρτες να εκπέσουν
Μέχρι που οι αθώοι όλοι να δούνε
Ότι η ζωή υπολείπεται ακατάβλητη
Μια κυματοειδής γραμμή των τάφρων
Που βρίσκεται σε πνιγηρά υγρή αναμονή
Των τελευταίων, αυτών που είναι καθάριοι
Μ’ αυτά που ξέρω
Εάν τολμώ
Κι αν ξαστοχήσω
Δε με πειράζει - που φτάνω στο μηδέν
Γιατί η βροχερή φωνή ίσως να τραγουδήσει
Κι αυτός ο νυχτοφύλακας να δικαιώσει έτσι
Το μόχθο μου εδώ στο φυλλοβόλο δάσος
Το πέρασμά μου από αυτό τον ξέθωρο καιρό
Η επαλήθευση του Κόσμου
Κρέσεντο μιας πλατιάς δημοκρατίας
είναι η φύση
Γιατί ποτέ δε ρώτησε το όνομα
και το ποιόν σου
Κι αν είσαι μόνος,
ο ωκεανός θα ενώνεται με τη στεριά
πέρα στη Mar
del Plata
κάθε βράδυ
ή θ’ αντηχεί ο αυγερινός τις μυρωδιές της Κίνας
Κι αν έχεις θλίψη,
μπορείς τη χούφτα σου ν’ απλώσεις στο φεγγάρι
στη χρυσαφιά παλάμη σου να λησμονήσεις
ανάμεσα σε αγριόχορτα και βάλτους ξαπλωμένος
τον τελευταίο σου χαμό
Κι αν έχεις χάσει,
υπάρχουν άστρα που τα μάτια σου αγνοούν
μα η καρδιά σου βλέπει
καθώς το πέρασμα των ανθοπώλεων αλαργεύει
πέρα στο Μεξικό, Νοέμβρη
Καθώς ο γύρω κόσμος σου είναι βαθύτερος
από την όποια σου περαστική θαμπάδα,
κοιτάς που ο χρόνος μοιάζει να σμίγει σε γιορτή
με ό,τι δεν αντιστέκεται
Κι αν είσαι μόνος,
τα αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες χρόνια μακριά,
που ξεπερνά το όποιο βίωμά σου,
τον όποιο πόνο κρύβεις,
κάτω από το σηκωμένο σου γιακά,
στην πρωινή δροσιά
Όταν βραδιάσει ο ουρανός
βραδαίνει η στράτα προς το αύριο
Γιατί δημοκρατεί η φύση
ώστε δεν είσαι δα εσύ ο πιο εκλεκτός
παρά μονάχος σε μια κώχη γής
τριγυρισμένος από θάματα που ανήκουν σε πολλούς
ζωσμένος από ζωή άλλων που τρέχει
ενώ εσύ αργείς το λαβωμένο σου δρασκελισμό
προς τη καινούργια μέρα
Κι αν έχεις χάσει,
τα αστέρια φέγγουν μιαν αλήθεια
μυριάδες δρόμους πιο μπροστά
Έτσι που κι αν πλαγιάσεις στο πεύκο δίπλα
και σηκωθείς στου πέλαγου το πρώτο κύμα,
την ευτυχία σου σκάβεις να βρεις
με λερωμένα μέλη στο άσπονδο χώμα
Σε πολιτείες που 'ναι φρουροί ακοίμητοι
ή άλλες που ποτέ δεν θα ξυπνήσουν,
παραδομένες στο αιώνιο λίκνισμα της θάλασσας,
παντού θωρείς μικρός κι ολίγος
μπροστά στο στρόβιλο ετούτου του πλανήτη
μπρος στην πλημμύρα ανθρώπων που δικαιούνται
Κι αφού πονέσεις
για την λαμπρή την τύχη που δε βρήκες
θα λησμονήσεις πως είχες κάποτε αξιώσεις
Κι αν είσαι μόνος,
μην είν’ παράτερο,
μόνο επαλήθευση του Κόσμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)