Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΕΛΙΣΣΑ [Της Δήμητρας Αναστασιάδη]

φωτ. Δήμητρα Αναστασιάδη
[SODEIA.NET-ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ] Στον γκρεμό, στην άκρη,  περίμεναν πολλοί. Περίμεναν  έναν ήρωα να τους σηκώσει τη ζωή ή τον σταυρό, δεν ξέρω. Έναν ήρωα ή άγιο που θα βούταγε μέσα τους βαθιά να σηκώσει μνήμες, φορτία που κουβαλάμε από παιδιά. Φορτία αναμονής και μνήμης, μάλλον το φορτίο της ζωής. Ταλέντο και κλίση ήταν άραγε το δάκρυ και η χάρις των δακρύων; Ένα κουβάρι στη ιστορία των φορτίων ήταν ο περασμένος ήρωας. Αυτό το κουβάρι τώρα μας δίνει τον  ήρωα τον αυριανό.
Αυτός είναι  ο κάποιος όχι ο κανένας, έχει όνομα και πρόσωπο. Αυτός ο κάποιος μπορεί να σηκώσει σημαία λάβαρο, δέντρο και σταυρό από το ίδιο ξύλο. Να πει στον κόσμο ένα λόγο αυτό που βλέπει και ότι του κρύψανε: τη τραγικότητα του θανάτου σου, εγώ να ζω. Όμως αντί για τον ήρωα έρχεται μια γυναίκα δεμένη στα χέρια. Η Μελίσσα. Απ’ το εσωτερικό του σπιτιού ξεπροβάλλει, ανάμεσα  σε ερείπια. Ένα σπίτι χωρίς σκεπή ήταν το σπίτι της. Ξέσκεπο σκηνικό θεάτρου, ξέφραγο αμπέλι. Ο ουρανός απ’ ευθείας. Μνήμες και οικιακές στιγμές ανοιχτές στην ουράνια θέα. Κρεβάτι, λιγοστά πράγματα, σπασμένο τραπέζι, χαρτιά, μια καρέκλα. Εκείνη μοιρολογεί, παραμιλάει, ψιθυρίζει δεν ξέρω:

«Το σώματα των ποιητών επέπλεαν στην θάλασσα. Οι μυθολογίες έφτιαχναν την μοίρα μας και εμείς αναμέναμε. Η εξέλιξη ήταν νόθα. Δεν υπήρχε  το ύψος των επιθυμιών που μας υποσχέθηκαν. Το κάλλος των ερώτων  στην πρώιμη ηλικία της  εφηβείας, ατόνιζε  διαρκώς.  Όλα είχαν αποκάμει  από τον φόβο του αύριο. Και ο  έρωτας είχε θάψει ολοσχερώς κάθε ελπίδα. Μας είχαν προδώσει οι φίλοι, οι έρωτες και τώρα χωρίς αποσκευές, είχε σκορπίσει η ζωή και η περιουσία μας είχε πουληθεί στην άβυσσο».

Αυτή η γυναίκα μύριζε, η μυρωδιά της έφερνε στο νου οσμές ατελείωτου πόνου, έλξης αναδίπλωσης και απώθησης. Δεν ήταν μια νεφέλη ή η γυναίκα της περασμένης νύχτας. Είχε  αδυναμία  στο απροσπέλαστο  χάος. Σκορπούσε τη ζωή στην άβυσσο και γέλαγε. Δεν είχε μέτρο και έτσι χωρίς το μέτρο μπορούσε να ήταν η μοίρα των θαυμάτων και των αποκαλύψεων. Την άκουγαν να λέει: «ας μην υπήρχα, ας μην υπήρχα», έτσι κατέλυε τις αντιστάσεις και  γύρναγαν όλες οι βουλές του κόσμου,  ενάντια. Έτσι ξεψυχούσαν όλα τα καθήκοντα του κόσμου μέσα. Εύχονταν ας υπήρχε τουλάχιστον ένα οριστικό όχι, έστω μια άρνηση, μια απόφαση εκτός φιλοσοφίας. Ας υπήρχε ακόμα ένα οριστικό ναι, ναι, μια κατάφαση ζωής, κάτι που να ορίζει, ναι να αποδέχεται. Καχεκτική και νευρική, με  μια τεράστια πληγή στο στόμα από τη διαρκή προσμονή, την ανυπομονησία στην πόρτα. Αρρωστημένη από ζωή χωρίς ελπίδα, ήταν χαμένη. Ένα καμένο χαρτί. Ένα φίλημα νεκρό  μιας Κοιμωμένης, μια αλησμόνητη πληγή για όλους τους φίλους. Μια υπόθεση χαμένη, ξεχασμένη, μια ξεραμένη πληγή γένους θηλυκού. Έκρυβε καλά τον ήρωα που αυτή γεννούσε και έθαβε. Τον γένναγε και τον σκότωνε. Σπουδαία μητέρα! Είχε την ελαφράδα της Λυσιτράτης, κράταγε το μαχαίρι της Μήδειας και ήταν γλωσσού  όπως η Αντιγόνη, δολοπλοκούσε σαν την Κλυταιμνήστρα, ποθούσε ότι και η Ιοκάστη. Αυτές ήταν οι φίλες της, συνέπραττε μαζί τους. Είχε βαλθεί να αναπαραστήσει μέσα της όλες τις εκδοχές, να παίξει όλους τους ρόλους. Η γυναικεία ανημποριά έπαιρνε θάρρος. Είχε το  θάρρος να φωνάξει βοήθεια, εξοπλισμένη να έχει τα δύσκολα, έπλενε την ενοχή της κλαίγοντας και ψιθυρίζοντας ακατανόητα πράγματα:

«Μας καταδιώκει το παρελθόν. Μας ξεσηκώνουν  τις νύχτες φαντάσματα και μας μιλούν για ότι φλεγόμαστε να ξεχάσουμε. Θέλουμε να μην υπάρχει η μνήμη. Η υπενθύμιση του παρελθόντος μας ξεσηκώνει, μας ταράσσει. Αποφεύγουμε καθετί που θα μας θύμιζε την άλλη όψη μας. Και στεκόμαστε έρημοι να παλεύουμε με σκιές. Αφού τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια, να  μην υπάρχει πουθενά στην μνήμη, στη ζωή, στη φαντασία. Είχαμε κατά καιρούς  μπλεχτεί σε όλους τους λαβυρίνθους, είχαμε ομολογήσει και τώρα αποποιούμαστε και τις ομολογίες. Απέχαμε από την γραφή και τα συνακόλουθά της. Θέλαμε να έχουμε όλες τις αρνήσεις και τις καταφάσεις του κόσμου για να  μπορέσουμε να στεριώσουμε την ύπαρξη που τα πάντα της έλεγαν πως ξοφλούσε. Καραδοκούσαμε ένα τέλος οριστικό, ποθούσαμε ένα φόνο. Στα  αίματα να βουτηχτεί το χέρι μας μήπως  και εκεί αναδυθεί το άλλο κομμάτι της οριστικής μας μετάνοιας. Πέφταμε διαρκώς. Απόλυτα κλείναμε στους διαλόγους, με τα «ποτέ και τα πάντα», «ποτέ ξανά». Χανόμαστε ερμητικά στο εγώ μας και κτυπιόμαστε μόνοι από τις αντανακλάσεις του καθρέπτη μας. Στην ουσία είχαμε ζηλέψει  τους δημιουργούς. Είχαμε σταθεί υπερβολικά φιλόδοξοι με την αιωνιότητα. Και στο πείσμα του χρόνου  γράφαμε ακατάληπτα κείμενα εξομολόγησης. Είχαμε χαθεί σε διαδρόμους σπιτιών και δεν ξέραμε την έξοδο. Το σπίτι που μας φυλάκισε ήταν παλιό. Είχε πάτωμα τη συνείδηση και κήπο το αύριο. Από δωμάτιο σε δωμάτιο υπήρχαν οι αποβολές και μετά, έτσι απόβλητοι συνεχίζαμε να γράφουμε ασυνάρτητα το χάος μας. Μας τσάκιζε κάθε τάξη λόγου, δεν την είχαμε, αντίθετα είχαν αρχίσει  μελέτες για  το όλον. Είμαστε ένδοξοι ασθενικοί και πουλάγαμε την αρρώστια μας σε τιμές γοητείας. Αυτά τον περασμένο αιώνα. Για να ζήσουμε.  Χάναμε τους σκοπούς και τα βέλη. Τα βράδια ακόμα δεν μας  αναγνωρίζανε.  Θέλαμε να διασπάσουμε το σύμπαν και αν ήταν δυνατόν  να βρεθούμε σε μια άλλη όψη ζωής. Μάταια μόνο σιωπή. Σιωπή. Σαν εκείνη τη σιωπή των αγαλμάτων στο Δίον, στο ιερό της Ίσιδος. Εκεί μέσα στα πράσινα νερά η Αφροδίτη – μουδιάζει το σώμα- ανάμεσα σε ταύρους και άντρες σοφούς χαμογελά, αυτή  η  μνήμη με πικραίνει ακόμη».


Ο καινούργιος αιώνας ανατέλλει και ζητά απ’ αυτή τη γυναίκα μια παρότρυνση: Να αγαπήσει τις σκιές που κουβαλά από τα αγάλματα και τα σώματα χρόνια τώρα. Στα περασμένα οι ήρωες πέφτουν νεκροί ένας- ένας. Το δίδαγμά τους ήταν πως έπρεπε να μάθουμε να χάνουμε, να ζούμε έτσι όπως είναι να είσαι ηττημένος και χωρίς δόξα. Άδοξος, άβουλος. Μια φωνή μέσα στο βάθος μας παρότρυνε: «Επιτέλους πάρε τις βουλές στα χέρια, έχεις πατρίδα, έχεις ζωή, γλώσσα πάρ’ την στα χέρια». Η Μελίσσα απαντούσε: «Βαρέθηκα τις ερμηνείες, τα «εγώ και τα γιατί» μας έστειλαν στον πάτο. Να δω  το μετά και το αύριο και να έχω στα χέρια καρφιά, αυτή είναι η αποστολή μου, έτσι η ζωή μου στήθηκε». Μελίσσα της φωνάζουν στο δρόμο: «η σιωπή είναι πλάνη, γιατί δεν μίλησες;». Και εκείνη επιτέλους απαντά: «Είδα χιλιάδες γυναίκες να σιωπούν, γιατί σιωπούν. Οφείλουν να πουν  τι είδαν στα παιχνίδια της σκιάς. Έχουν τις σκιές στα χέρια τους και τους ανθρώπους. Να πουν. Είναι η στιγμή να μιλήσουν χιλιάδες γυναίκες για το  δόσιμο του αισθήματος σε κάθε ανατροφή. Το σώμα από το σώμα, το μυστικό όλων των αναφορών. Τα σώματα που αγάπησα μου φέραν το σκοτάδι. Πηγάδι από σκιές η ζωή μου κατάντησε. Το σώμα με ρίχνει στη λάσπη, εκείνη διαλύεται, όμως το σώμα πάντα θυμάται τόσες μνήμες και ιστορίες και σκιές. Οι σκιές δεν είναι μόνο σκιές, έχουν νεύρα, κόκκαλα και αίμα. Δεν είναι φαντάσματα, βρικόλακες οι φόβοι, μα κουβαλούν κύτταρα τη μοίρα και την ιστορία,  το πάντα θαύμα. Πως θα αντέχουμε τελικά; Το φόβο να αντέχουμε, αυτό ήταν το ένα νήμα στο κουβάρι το φόβο να πιάσουμε από την αρχή. Τότε εκείνη αρχίζει να διηγείται μια ιστορία χωρίς σκελετό, σαν νερό.  «Η ιστορία  μας διέβαλλε και μας πρόδωσε, η παθητικότητα των ρημάτων με πόνεσε περισσότερο, η περιπλάνηση στο λόγο είναι η περασμένη  πορεία μας στο κόσμο. Τώρα ομολογούμε: διάνοια και λόγος μας έριξαν  στα βράχια. Δεν νικήθηκε έτσι ο φόβος, αντίθετα μεγάλωσε το θηρίο. Ρήσεις, αντιρρήσεις  στήθηκαν όλο ψευδαίσθηση. Πουθενά τον εαυτό μας δεν βρήκαμε, όλα βοηθούσαν  να τον χάνουμε. Οι φόβοι άρχισαν να τρέφονταν. Έτσι καταντήσαμε οι φοβισμένοι άνθρωποι. Στο μεσοδιάστημα ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων, μετέωροι σαν μετεωρίτες δεν πέφτουμε  αντίθετα στην ερημία του σύμπαντος γυρνάμε. Η ζωή μας υποθέσεις δικαστηρίων ενός άδικου κόσμου που μας βρήκε ένοχους. Καταδίκη. Από παιδιά στις υποψίες ζούσαμε. Μετά  τις υποψίες,  η αναζήτηση της λάμψης ή της αλήθειας έκανε πολύ κακό στα μάτια. Η περιήγηση αποδείχθηκε μάταιη, πλανιόταν σαν κοπέλα, κλαιγόταν σαν γυναίκα, από σοκάκι σε σοκάκι, εκπορνεύεται η αλήθεια ή εμείς;  Είμαστε σκόρπιοι παντού. Διαμελισμός, σπαραγμός, κατασπάραξη. Η αναφορά  μας σε αυτά τα κομμάτια είναι μια υπόθεση χωρίς τέλος και έχει μόνο οδηγό την αποτυχία. Αντέχουμε δεν αντέχουμε; Ποιος ρωτά τελικά; Και τι θα  κάνουμε τις απαντήσεις όταν τις βρούμε και αν τις βρούμε». Μια μέρα μπήκε σε ένα καφενείο γεμάτο άντρες να κρυφτεί. Δεν τα κατάφερε. Η ομορφιά τραβούσε και ήταν βάσανο, εκείνη ξέρει. Ξέρει τι είναι να θέλεις να αρέσεις και να μην είσαι  αυτός που πονά. Ο θλιμμένος εαυτός μας πάντα μας κοιτά. Δεν τον δεχτήκαμε. Αλλά μας περιμένει πάντα. Είναι ο τελευταίος καλεσμένος μας, από το τραπέζι που κάναμε, εκείνος που δεν φεύγει ποτέ. Κι όμως πιάνει την καλύτερη θέση στο τραπέζι, τρώει και πίνει τα πιο πολλά και δεν φεύγει ποτέ. Περιμένει να πάρει το φιλί της προδοσίας που του υποσχεθήκαμε κάθε φορά. Του λέμε καληνύχτα θα αλλάξω και δεν αλλάζουμε ποτέ. Πάλι τα ίδια. Αδιέξοδο. Εμείς κάθε φορά τον φιλάμε και  ελπίζουμε μαύρες χαρές. Αυτή  είναι η ιστορία, αλλά εκείνος υπάρχει κοντά πάντα και μας στέλνει τον άγγελο και μας σώζει την τελευταία στιγμή. Η άσωτη γυνή τελικά ήταν αυτή που  άργησε να συγχωρεθεί ή δεν αγαπήθηκε ποτέ; Εκείνη πήρε τη μορφή του θλιμμένου προσώπου και κάθισε  ήσυχα -ήσυχα, ανάμεσά μας. Τώρα, έπρεπε πρώτα να μάθουμε να αντέχουμε την έρημο και ας μας ξεχάσουν όλοι. Έξω από το καφενείο ήρθαν τα παιδιά,  την κορόιδευαν και φώναζαν πετώντας πέτρες, -περίεργος τρόπος αλήθεια να δείξεις την αγάπη σου  για μία γυναίκα: Μελίσσα, Μελίσσα, Μελίσσα, Μελίσσα, Μελίσσα.  Αλλά η κραυγή άλλαζε και γινόταν, αλαλαγμός και σύνθημα, προτροπή και επανάσταση μια άλλη φωνή ακουγόταν τώρα στους δρόμους και στα σπίτια μπήκε, με λύσσα με λύσσα με λύσσα. Το όνομα γινόταν λυγμός και αίτημα οργής, συναίσθημα, να σηκώσει να πει πως η γυναίκα αυτή δεν ήταν  η γυναίκα που σκεφτήκαμε αλλά  η οργή που ο αιώνας γέννησε. Οργή και φόβος, σπαραγμός και λύσσα, αλληλοσπαραγμός. Ναι με λύσσα, να βγούμε να πούμε, με λύσσα να νιώθουμε, με λύσσα  να δούμε. Και να! Έρχεται αυτή με λύσσα να φωνάζει να γίνει ένα με τα παιδιά, να πάψει να κρύβεται, να πει, να βγει μπροστά, κλείνει τη πόρτα του καφενείου και βγαίνει στους δρόμους. Τα παιδιά  τουλάχιστον δεν ξέρουν αλλά ζουν την ιστορία.  «Με λύσσα με φωνάζουν Μελίσσα, αλλά εγώ δεν ακούω.  Έχω φύγει μπροστά, έχω σχοινιά στα χέρια δεν φοβάμαι, ανοίγομαι πια. Το παρελθόν  ανακαινώ, το μεταγράφω. Μαζί μου η ιστορία εξελίσσεται. Μέσα στα κύτταρά μου γεννώ από την αρχή  ένα δρόμο, μαζί μου είναι  πολλές μητέρες που κάνουν το ίδιο. Ο δρόμος που δεν περπατήσαμε  ποτέ, ανατέλλει. Η δίωξη τελείωσε. Οι διωκόμενοι εαυτοί βρίσκουν τον εαυτό τους δεν χωρίζουν πια. Ψάχνουν το δρόμο, αυτόν ψάχναμε πάντα; Είναι ο δρόμος της αποδοχής, της κατάφασης της αναγνώρισης. Αυτός ο δρόμος αρνιέται την άρνηση. Είναι η καταφατική διαλεκτική που κρύφτηκε στους αιώνες και τώρα αποκαλύπτεται στο νέο αιώνα των φώτων  και της έλευσης. Επιτέλους,  είναι ο δρόμος που καταλύει τις χαμένες προσδοκίες όλων των περασμένων συγγραφέων, ευαγγελίζεται την ελευθερία και μας ζητά μόνο να τον βαδίσουμε, ως να είναι ο μοναδικός. Αυτός ο κόσμος μας ανήκει. Δεν είμαστε όμως κυρίαρχοι. Ήταν λάθος που πιστέψαμε στην παντοδυναμία  μας. Φώς  εκ φωτός φωτίζεται η ζωή, αυτή είναι η ιστορία μας, τόσο δυνατοί και τόσο αδύνατοι αποδειχθήκαμε. Οι ψευδαισθήσεις μας χάρτινοι πύργοι και πέφτουν ζητώντας να πιστέψουν. Ο αντεστραμμένος κόσμος ορθοποδεί. Ο δρόμος με παρασύρει και μέσα μου μεταβάλλεται η λύσσα σε αγάπη και από Μελίσσα γίνομαι η «με αγάπη». Μεταμορφώνομαι. Τα σχοινιά μου απλώνω ψηλά, ξέρω δεν είμαι μόνη. Τη μοναξιά μου σπάω, τον κόσμο γνωρίζω από την αρχή, του δίνω ονόματα, στην απέναντι όχθη περνώ».  

_______________________________


[βιογραφικό] Διδακτορικό  του τμήματος Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου  (1999) με κατεύθυνση τη διαχρονία του αρχαίου δράματος. (http://phdtheses.ekt.gr) και πτυχίο Κοινωνιολογίας (1987) Παντείου.
Ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές ως Έμμισθη Μεταπτυχιακή Υπότροφος και  εξειδικεύτηκα  για ένα χρόνο με υποτροφία της Γαλλικής Πρεσβείας στο Εθνικό Οπτικοακουστικό Κέντρο στο Παρίσι.
Δίδαξα για  δύο ακαδημαϊκά εξάμηνα  ως επιστημονικός συνεργάτης στη Βαθμίδα του Λέκτορα (407) στο Πάντειο  Πανεπιστήμιο το  μάθημα «Δημιουργική γραφή και ανάγνωση» καθώς και στο Πανεπιστήμιο Πατρών  το μάθημα «Το θεατρικό γεγονός στον έντυπο και  τον ηλεκτρονικό τύπο».
Έχω συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια και έχω αρθρογραφήσει ως μέλος της συντακτικής επιτροπής  τους καταλόγους θεατρικών παραστάσεων με καλύτερη στιγμή το Φεστιβάλ Αθηνών στην  Επίδαυρο (1993) και τη Παράσταση των Βακχών του Ευριπίδη (1995), του Κέντρου Κλασσικού Δράματος και Θεάματος Παντείου. Έχω συντονίσει θεατρικά εργαστήρια και θεατρικές ομάδες δημιουργικής ανάγνωσης σε πανεπιστημιακά μαθήματα, ανοιχτά μαθήματα, ημερίδες με καλύτερη στιγμή τη πανεπιστημιακή έκδοση για το Θέατρο του Ντοστογιέφκσι (1991) καθώς και τη  διδασκαλία μου  στο Κέντρο Αρχαίου δράματος και Θεάματος με θέμα: Αρχαίο θέατρο, Πολιτική, Πολιτισμός (2012-2013). Τη τελευταία δεκαετία διδάσκω σε μεγάλο εκπαιδευτικό όμιλο Θεωρίες Επικοινωνίας και Πολιτισμού (2000-2013)
Σήμερα η  ερευνητική  μου δραστηριότητα επικεντρώνεται στις  συγγένειες που έχει η αρχαία ελληνική γραμματεία  με το ελληνικό διήγημα  ως στοιχείο της πολιτιστικής μας ταυτότητας, της μνήμης και της ιστορίας του πολιτισμού μέσω των κειμένων του Α. Παπαδιαμάντη, Δ. Σολωμό,  και Γ. Βιζυηνός.
Το 2012 έλαβα το β’ βραβείο δοκιμίου  στον διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news