διήγημα
του Ιωάννη Πρίμπα
Η εφηβεία μου υπήρξε εποχή
απόλυτης διάχυσης. Όσο κι αν η οικογένεια και οι καθηγητές μου προσπάθησαν να μου διδάξουν την εκφορά του επιχειρήματος και την τέχνη της πειθούς, όσο κι αν αγωνίστηκαν να μου παράσχουν μια καλή διαγωγή, εγώ έμεινα ανυποχώρητος στη θέση μου να δέρνω.
Έδερνα, με μίσος και μανία χτυπούσα, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, ανεξάρτητα από φύλο κι ιδιότητα, οποιονδήποτε μπροστά μου συναντούσα. Άντρες έδερνα, γυναίκες, αγνώστους, δημάρχους, κοινοτάρχες, αστυνομικούς διευθυντές. Όταν περπατούσα στους διαδρόμους και τους δρόμους, το δεξί μου χέρι έριχνε φαρμακερές σφαλιάρες, το αριστερό μου χέρι άρπαζε γραβάτες κι έσερνε δίχως έλεος κορμιά, τα δε πόδια μου ανεξέλεγκτα κλωτσούσαν στα τυφλά. Αν κάποιος μάλιστα με το αίμα του και τα κλάματα του τύχαινε να λερώσει τα ρούχα μου, τότε από το θυμό μου με ακόμα μεγαλύτερη μανία τον χτυπούσα.
Η σωματική μου ρώμη ήταν ακατανίκητη, η ορμή μου υπερφυσική. Έδερνα χωρίς να σκέφτομαι, σα να ενεργούσαν τα χέρια και τα πόδια μου αυτόνομα, χωρίς η εντολή για ξύλο να περνάει από τους νευρώνες του μυαλού μου. Της αστυνομίας οι επίλεκτες δυνάμεις πολλές φορές βγήκαν απ' τα χέρια μου ντροπιασμένες και δαρμένες. Οι κάτοικοι, από μακριά μόλις με έβλεπαν, έντρομοι άλλαζαν γρήγορα δρόμο. Τους γέρους και τις γριές τους κυνηγούσα, έστω για μια κλωτσιά. Τους δε μεσήλικες σωφρόνιζα μπροστά από παιδιά, μεριμνώντας έτσι για τη μελλοντική μου υστεροφημία.
Όταν έγινα δεκαεπτά χρονών, το δημοτικό συμβούλιο στην ολομέλειά του, ομόφωνα αποφάσισε ότι η κατάσταση δε μπορούσε να συνεχιστεί. Ο εισηγητής της συνεδρίασης, συγγενής απ' του πατέρα μου το σόι, πρότεινε να συγκεντρωθεί σεβαστό ποσό απ' τους δημότες, ώστε στην πόλη να κληθεί, πρωταθλητής παλαιστής να με υποτάξει. Τα χρήματα, με των δημοτών την πρωτοφανή προθυμία, ταχύτατα μαζεύτηκαν, και λίγες ημέρες αργότερα ο πρωταθλητής παλαιστής απειλητικά στάθηκε μπροστά μου. Σαν τον αντίκρισα, τόσο τυφλώθηκα απ' το θυμό κι απ' το μίσος, που βίαια πιέστηκε το αίμα μου προς τα επάνω. Κόσμος μαζεύτηκε πολύς κι απ' τα παράθυρα των σπιτιών σαν πεινασμένα ερευνούσαν τα μάτια. Τέντωσα το πελώριο κορμί μου και πλησίασα με μίσος τον σταλμένο απ' τους συντοπίτες μου αντίπαλο. Η αναμέτρηση θύμιζε Δαυίδ και Γολιάθ, μόνο που απέναντι σε έναν τέτοιο Γολιάθ, ένας τέτοιος Δαυίδ δεν είχε καμία απολύτως τύχη. Χίμηξα πάνω του, με μια ορμή που σπάζει, τον άρπαξα απ' το λαιμό και τον σήκωσα ψηλά. Έπειτα, έχοντάς τον έτσι σηκωμένο, ώστε να είναι απ' όλους ορατός, με απανωτά χτυπήματα του τσάκιζα το πρόσωπο. Τον άφηνα λίγο, συνερχόταν κι ύστερα πάλι τον τσάκιζα, έως ότου λιποθύμησε και τον πέταξα με λύπηση πιο πέρα.
Πάνε πια χρόνια απ' αυτά που σας διηγούμαι. Τώρα πια μεγάλωσα κι όλοι μου λένε πως απότομα άλλαξα τελείως. Από την εποχή της απόλυτης διάχυσης πέρασα στην εποχή της τέλειας συγκέντρωσης. Με τους ανθρώπους πια αρμονικά συμβιώνω, δίχως πια να τους μισώ. Άλλωστε πλέον, στην καινούρια μου ενασχόληση την προσοχή μου όλη αποκλειστικά εστιάζω: στο κέντρο αόρατου φακού που τρέμει, της σιωπής συγκεντρώνω τα σύνεργα: πνευστά χάλκινα, τύμπανα που βράζουν. Και τη στιγμή που αναφλέγονται, αθόρυβα ξεσπάω.
Ότι κι αν κάνω όμως τώρα πια, όσες ευγενικές καλημέρες κι αν πω στους συντοπίτες μου, κάτω απ' την επιφανειακή εξομάλυνση των σχέσεών μας, το μίσος της καρδιάς τους εναντίον μου άσβεστο θα παραμένει για πάντα.
[Ιωάννης Πρίμπας] συγγραφείς στη sodeia.net |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)