Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Άνθρωποι ομπρέλες

[πεζό]
του Ματθαίου Ματθαιάδη

  Χαράζει η μέρα – με την σιωπή στην διαπασών- κι εγώ σε γυρεύω σαν πρωινό τσιγάρο με τον καφέ δίπλα να αχνίζει... Παραφράζω τραγούδια, αγαπημένες λέξεις, στιγμές που σπάνε φράγματα και ήχους την ώρα ακριβώς που καίει ο ουρανός την θάλασσα, που στάζει το πρώτο της αίμα η αυγή, που ανασαίνει το μαυροπούλι τον ορίζοντα . Θέλει βαθιά ψυχή αυτή η ώρα για να χωρέσει γιατί είναι ευλογία να μπορούν τα μάτια να βαδίζουν πάνω στην ρόδινη θάλασσα και να ακολουθούν τον ελαφρύ κυματισμό έως εκεί που δεν τελειώνει ποτέ , έως εκεί που το τίποτα γίνεται κάτι.
  Κάτι βαθύ, μεγαλειώδες, κάτι που αν σκεφτείς καλά δεν υπάρχει κι όμως είναι εκεί, το βλέπεις στο ράμφος του Μαυροπετρίτη που βρεγμένος στέκει στα απόμερα βράχια και στεγνώνει τα φτερωτά του όνειρα γιατί κι αυτός μπορεί να ονειρεύεται παρόλο που είναι ελεύθερος γιατί δικαίωμα στην διαφυγή του ονείρου έχουμε όλοι ακόμη και οι άνθρωποι ομπρέλες.
  Μπορείς να το δεις στο ξύπνημα της ελιάς, στο λύγισμα της καλαμιάς στο αποτύπωμα της άμμου, ακόμη και στο πεθαμένο και στοιβαγμένο φύκι του πηχτού κόλπου που εσύ ονόμασες υγροβιότοπο, γιατί αυτό ήθελες να κάμεις. “Να δω έναν υγροβιότοπο τούτο το καλοκαίρι να δω τους φτερωτούς αγγέλους του νότου να μαζώνονται, την ετοιμασία των μικρών πριν το μεγάλο τους ταξίδι” . Γεννιέσαι σε έναν τόπο, ζεις την παιδικότητα με απλωμένα τα φτερά πάνω από άγνωστη θάλασσα και μέσα στην πολυκοσμία του σμήνους είσαι μόνος κι εκεί που φτάνεις μόνος πάλι βρίσκεσαι μέχρι να επιστρέψεις στον τόπο που γεννήθηκες είτε σαν αρχηγός είτε σαν ακόλουθος αλλά και πάλι μόνος κάτι σαν τον άνθρωπο ομπρέλα .
  Τα κύματα του μεσημεριού δολοφονούν την αθωότητα που έπλασε με τόση χάρη το ξημέρωμα και η νύχτα πριν , είναι μεταφορείς -εκτός από δολοφόνοι- και καθαριστές αλλά συχνά καθορίζουν και την διάθεση της ματιάς , αν είναι ήπια και ελαφρός βορινά έτσι με το πλάγιο βήμα τους που μοιάζει να σέρνει ένα αόρατο αλέτρι ο άνεμος και να χαράζει αυλάκια για να σπείρει τον θυμό στο αλάτι νομίζεις πως τα μάτια σου χορεύουν με τα στάχυα που θα φυτρώσουν έστω κι αν δεν φυτρώσουν ποτέ.
  Αλλά εσύ ξέρεις πώς είναι εκεί και ο θυμός με το αλάτι κοιτάζουν βαθιά μέσα σου και κατά έναν περίεργο τρόπο σε ηρεμούν γιατί  ξεχερσώνουν πρώτα τα μονόκλωνα φύκια όπως τα ζιζάνια το αλέτρι.
  Τα μεγάλα βουβά του νότου φέρνουν μαζί την νοσταλγία, κάτι που ανακατώνει όλον τον βυθό αλλά και τον κρυφό σου κόσμο, διαβατές του νερού με ύπουλο χτύπημα, δεν βλέπεις αφρό παρά μια ταραχή που μεγαλώνει διαρκώς μέχρι να σκάσει στον βράχο, την προκυμαία, την παραλία, μέχρι να σε βρει κατάστηθα η αλμύρα και η σκόνη της ερήμου και τότε ναι, νοιώθεις έρημος, σαν ίσκιος ομπρέλας, σαν άνθρωπος ομπρέλα.
  Στην παραλία κοιμάται ένα μικρό παιδί, με ζωγραφισμένους βυθούς στα μάτια του ενώ τα χέρια του είναι κοχύλια, ολόγυρα σπαρμένα λες τα χαλίκια , εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε ένα , τι θέση έχουν τα χαλίκια στην άμμο πλάι στο μικρό παιδί ποιός νους ανόσιος τα σπέρνει αντί να φτιάνει περιδέραιο με κοχύλια;
  Καθώς κοιμάται το παιδί, διαβαίνουν τα νερά οι κύκνοι, πάνω από τ’ άστρα των βλεφάρων του σημαδεύουν τα Νότια κύματα, είναι οι ευχές που έπεσαν την νύχτα του Περσέα, όταν εκείνος ξέχασε να μετρά τις αποστάσεις
Το παιδί ανοίγει τα βλέφαρα κοιτά τους μαύρους κύκνους που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί όμως ξέρει πως δεν είναι κύκνοι αλλά αποστάτες, δάκρυα που παίρνουν την νύχτα και την εναποθέτουν σε μια γοργονία. Γδύνει τα άστρα από τα βλέφαρα και γράφει γράμματα στον ουρανό πως η απόσταση του Ήλιου απ την Σελήνη είναι όσο το άνοιγμα μιας ομπρέλας. Όση κι η  έκταση των χεριών του ανθρώπου ομπρέλα. [mat]

Ματθαίος Ματθαιάδης
κατηγορία [πεζό]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news