Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Μια Καρδιά στο Χιόνι

[μικρή ιστορία] της Δήμητρας Σταυράκη, 11 ετών
[διηγήσεις] τχ.14: εντύπως εδώ

- Πάντα ήθελα να πετάξω.
- Δεν είναι τόσο απλό.
Η όρεξη του μικρού Ελ είχε κοπεί. Η μουσούδα του, γεμάτη χιόνι, δεν είχε πια διάθεση να ψάξει για τροφή. Τα αυτιά του όμως ήταν ορθάνοιχτα. Κοίταγε τον πατέρα του με θαυμασμό και περίμενε να ακούσει μια του λέξη, μια συμβουλή που θα του έλεγε ,για να μάθει κι αυτό να πετάει μαζί του τώρα που θα ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα. Ήθελε να τον ξεκουράσει στα μεγάλα ταξίδια που έκανε, να τον βοηθήσει στο μοίρασμα των δώρων.
  Ε, εντάξει, και λίγο να τον δούνε να πετάει, να τον θαυμάσουν. Δεν πετάνε και όλα τα ελαφάκια. Θέλει προσόντα αυτό. Μα ο πατέρας του κάτι ακαταλαβίστικα του έλεγε.
  «Θέλω να μου μάθεις. Να. Θα πάω εκεί στην άκρη του βουνού, κι εσύ θα μου πεις πώς θα το κάνω. Θα σε ακούσω μπαμπά.» Το μεγάλο ελάφι, κουρασμένο πια από την επιμονή του γιού του, τον φώναξε και του είπε «Όλα τα διαφορετικά πρέπει να βγουν από τη καρδιά σου. Δεν έχει σημασία να μάθεις. Έχει σημασία να νιώσεις. Και θα νιώσεις, μόνο αν κάνεις κάτι που η καρδιά σου θα στο πει και θα την αφήσεις να σε οδηγήσει μόνο αυτή. Από τότε και μετά θα πετάς. Με κλειστά μάτια κι ανοιχτή καρδιά, χωρίς σκέψεις, και χωρίς λογική». Ο μικρός Ελ κοίταξε τον πατέρα του με απορία. Μα πώς θα το έκανε αν δεν του έδειχνε. Κατέβασε τη μουσούδα του και γύρισε σπίτι έχοντας τα λόγια του πατέρα του στη σκέψη του.
  Πώς;.....πώς;  Οι μέρες περνούσανε και η ζωή στο δάσος του συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Αλλά το μυαλό του συνέχεια ήταν στα λόγια του πατέρα του. Και το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό. Σε λίγες μέρες πλησίαζαν Χριστούγεννα, και θα έβλεπε πάλι τον πατέρα του να ετοιμάζεται και να φεύγει για να πάρει τη θέση του σαν το πρώτο ελάφι στο έλκηθρο του Αϊ Βασίλη. Τί να έκανε; Πως θα διεκδικούσε και ο ίδιος μια θέση εκεί; Τι χαρά και τι περηφάνια θα ένιωθε να πετούσε διπλά στον πατέρα του και να βοηθούσε στο μοίρασμα των δώρων.
  Για στάσου! -σκέφτηκε- Αυτό είναι. Ναι! Αυτό πρέπει να είναι! Πρέπει να έχει να κάνει με το μοίρασμα αυτό που πρέπει να νιώσει η καρδιά. «Χμμμ μοιράζομαι; Ναι, μοιράζομαι την ίδια γωνιά με τους γονείς μου, όταν κοιμόμαστε. Μοιράζομαι το φαγητό, το δάσος. Όμως το κάνω γιατί πρέπει ε; Γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Πολλές φορές όμως έχω αγανακτήσει  γι' αυτό. Θέλω κάποιες στιγμές την ησυχία μου. Όχι, δεν είναι αυτό. Πρέπει να μοιραστώ κάτι γιατί θέλω, γιατί η καρδιά μου θα νιώσει, όχι γιατί πρέπει. Ναι ! Αυτό είναι! Τί όμως; Πώς; και με ποιον;» Στεναχωρημένος προσπαθούσε όσο έβοσκε να βρει πως θα κάνει πράξη την σκέψη του. Ξάφνου άκουσε ένα κλάμα. Σήκωσε το κεφάλι του, τέντωσε τ' αυτιά του και προσπάθησε να καταλάβει από που ερχόταν. Ήταν στην άκρη του βουνού. Πήγε όλο περιέργεια προς τα εκεί να δει τί συμβεί. Τα μάτια του αντίκρισαν ένα λύκο, να είναι πιασμένος από ένα κλαδί στην άκρη του γκρεμού και να κλαίει σα μικρό παιδί. Φοβήθηκε πολύ κι έκανε στροφή να φύγει και να πάει στην ασφάλεια του σπιτιού του, όταν άκουσε τη δυνατή φωνή του λύκου. «Σε παρακαλώ! βοήθησέ με! Μη φεύγεις!! θα πέσω!!».
  Σταμάτησε κι άκουσε. Πάγωσε το βήμα του. Γύρισε δειλά το κεφάλι του , πλησίασε και κοίταξε τον λύκο. Τα ματια του έτρεχαν δάκρυα. Στο βλέμμα του είδε φόβο, τρόμο κι αγωνία. Του φάνηκε τόσο μικρός, τόσο αβοήθητος. Δεν ήξερε τί να κάνει. Με σιγανή φωνή είπε στο λύκο. «Μα τι μπορώ να κάνω εγώ; Πως μπορώ να σε σώσω. Είμαι αδύναμο και μικρό. Δε μπορώ να σε βοηθήσω». Ο λύκος κλαίγοντας του είπε «Κάνε κάτι σε παρακαλώ, γλίστρησα από το χιόνι και είμαι εδώ πολλές ώρες, κρυώνω πολύ και δεν αντέχω να κρατιέμαι άλλο. Σε λίγο θα πέσω, κρατήθηκα γιατί άκουσα τα πατήματα σου, σε μύρισα και σκέφτηκα ότι κάποιος είναι εδώ να με βοηθήσει. Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, είναι άδικο να πεθάνω έτσι. Είχα βγει να βρω φαγητό, με περιμένουν 4 μικρά λυκάκια στη φωλιά, πεινάνε μέρες τώρα. Έρχονται Χριστούγεννα, κι εκτός από φαγητό δε θα έχουν ούτε φροντίδα. Σε παρακαλώ, κάνε κάτι. Το ελαφάκι δε μίλαγε, άκουγε τις ικεσίες του Λύκου και σκεφτόταν πως είναι κρίμα να πεθάνει κάποιος χωρίς να παλέψει για τη ζωή του. Πλησίασε περισσότερο. «Και τι να κάνω; Πως μπορώ να σε βοηθήσω;» «Σκύψε λίγο το κεφάλι σου να πιάσω ένα από τα κερατάκια σου και να με τραβήξεις. Έλα μπορείς να το κάνεις,  είσαι μικρό μα γερό και δυνατό, μπορείς να το κάνεις, μπορείς να με σώσεις.». Το ελαφάκι άκουγε τα λόγια του και σκεφτόταν ότι ναι, ίσως μπορούσε, αλλά μετά; Τι θα γινόταν μετά; Ο λύκος είχε βγει να βρει φαγητό, πεινούσαν μέρες είχε πει, και ήξερε ότι αυτός που θα τον έσωζε, αυτός θα ήταν και το φαγητό του. Η φωνή του λύκου τον έκανε να σταματήσει ν αναρωτιέται. «Σε παρακαλώ! Πέφτω, το καταλαβαίνεις; Πλησίασε να σε πιάσω να σωθώ! Γρήγορα! Δεν αντέχω άλλο!» Το κλάμα του λύκου τον έκανε να πάρει φόρα. Πλησίασε πιο πολύ, κι έσκυψε το κεφάλι του για να πιαστεί ο λύκος από τα μικρά του κέρατα. Ένιωσε τα πόδια του λύκου να τον γραπώνουνε γερά και τον άκουσε να λέει. « Τώρα πήγαινε προς τα πίσω! Τώρα! Γρήγορα και δυνατά! Πιάστηκα! Σώσε με!». Τα βήματα του έκαναν  πίσω τραβώντας με όση δύναμη μπορούσε τον μεγάλο λύκο. Λίγο, κι άλλο λίγο, κι άλλο, και ναι!! τον ανέβασε ασφαλή πια στο βουνό. Ο λύκος έπεσε στο χιόνι εξαντλημένος, κι εκεί δίπλα του σταγόνες από αίμα σχημάτιζαν αχνά μια καρδιά. Το ελαφάκι είχε πληγωθεί στα κέρατα από την προσπάθεια. Ο λύκος κοίταξε το αίμα, κοίταξε το ελαφάκι και με αδύναμη φωνή από την ταλαιπωρία είπε «Φύγε τώρα! Σε παρακαλώ φύγε! Δε μπορώ, παρά όταν βρω τις δυνάμεις μου να σε κυνηγήσω. Έχουμε μέρες να φάμε στο είπα. Θα ήταν άδικο, αλλά θα το κάνω. Γι αυτό σε παρακαλώ φύγε! Μέχρι να βρω τις δυνάμεις μου, όσο έχεις ακόμα καιρό! Φύγε!»  Το ελαφάκι, εξαντλημένο, ματωμένο και φοβισμένο πισωπάτησε , γύρισε κι άρχισε να τρέχει με όση δύναμη είχε. «Τι έκανα!- σκεφτόταν- Τι έκανα; Αχ! πόσο φοβάμαι τώρα! Αλλά τι είναι κι αυτό που νιώθω; χαρά; ναι! ευχαρίστηση που βοήθησα κάποιον χωρίς να πρέπει. Ναι! Τον βοήθησα χωρίς να σκεφτώ τι πρέπει!» Σκεφτόταν κι έτρεχε, έτρεχε πολύ γρήγορα. Σχεδόν πετούσε. Ναι!.Πετούσε! Δεν ήταν δυνατόν! Τα ποδαράκια του είχαν αφήσει το έδαφος κι όλο ανέβαινε, ψηλά. Πιο ψηλά! Τρελάθηκε από τη χαρά του, και κοιτώντας κάτω στην κατάλευκη γη, είδε τον λύκο να σηκώνεται και να κοιτάει ψηλά όλο απορία. Στο πλάι του σχηματισμένη πάνω στο λευκό μια  κόκκινη, κατακόκκινη καρδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news