Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

[Παραδοσιακοί οικισμοί] του Νίκου Τσαγκανέλια ~ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ


ε
ισαγωγή

ΓΑΛΑΤΙΣΤΑ - ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η κατοικία επιτελεί την ανάγκη του ανθρώπου να προστατευθεί από το φυσικό περιβάλλον και να απομονωθεί στον ιδιωτικό του χώρο. Όμως εκτός από  ατομική ανάγκη, η κατοικία εκφράζει και τις κοινωνικές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η παρέμβαση στο χώρο γίνεται από τα μέλη της κοινότητας σε πολλαπλά επίπεδα και αποκτά διευρυμένο χαρακτήρα. Η παραδοσιακή κατοικία  εκφράζει κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους και αντικατοπτρίζει το πολιτιστικό υπόβαθρο της κοινωνίας. Δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική - οικογενειακή κατοικία, αλλά επεκτείνεται στο ευρύτερο φάσμα της κοινότητας, όπως στα δημόσια κτίρια και τους χώρους λατρείας. Στην παρούσα εργασία, θα επιχειρήσουμε μια αναψηλάφηση παραδοσιακών οικισμών και θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις οικογενειακές και κοινωνικές δομές, όπως εντάσσονται μέσα σε αυτούς. Θα εντοπίσουμε πως η αρχιτεκτονική καθρεφτίζει συγκεκριμένες  αντιλήψεις της κοινωνίας σε καθορισμένο ιστορικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα θα δούμε πως εκδηλώνεται η κοινωνική ιεραρχία μέσα από τη διάσταση του δομημένου χώρου. Ο οποίος δομημένος χώρος εκφράζει παράλληλα τις αντιλήψεις για το φύλο και υπάρχει σαφής διαχωρισμός εσωτερικού και εξωτερικού χώρου που αντιστοιχεί σε προκαθορισμένους ρόλους για τα δύο φύλα. Επίσης η μελέτη μας θα επεκταθεί και στην διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και τις παραγωγικές του δραστηριότητες, καθώς τα δύο αυτά στοιχεία καθορίζουν εν πολλοίς και την μορφολογία του δομημένου χώρου, σε συνάρτηση πάντα με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία.

     



Άνθρωπος και περιβάλλον

Ο άνθρωπος λοιπόν επεμβαίνει στο περιβάλλον, διαμορφώνοντας μια διαλεκτική σχέση με αυτό. Επιδίωξη του είναι να τιθασεύσει τον χαώδη και πολλές φορές εχθρικό φυσικό χώρο.[1] Στην προσπάθειά του επιστρατεύει συχνά τελετουργίες, ώστε να καθαγιάσει και να εξανθρωπίσει τον χώρο του. Στην παραδοσιακή κοινότητα και όχι μόνο, οι θρησκευτικές επικλήσεις τηρούνται με ευλάβεια, όπως το γκαίνιασμα του χωριού ή της πόλης. Η οριοθέτηση του φιλικού προς την κοινότητα χώρου, έναντι του άγνωστου και ξένου γίνεται με την περιμετρική τοποθέτηση ξωκλησιών ή και σταυρών σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.[2] Η πρακτική αυτή προστατεύει τα μέλη της κοινότητας και δημιουργεί τον πρώτο άξονα, δηλαδή το πρώτο από τα δίπολα που θα μας απασχολήσουν σε αυτή την εργασία. Πρόκειται για το κοινωνικό που καθορίζεται εντός της κοινότητας και το φυσικό που ορίζεται έξω από αυτήν.

Η αλληλένδετη σχέση με το περιβάλλον αντικατοπτρίζεται σε παραδοσιακούς οικισμούς, όπως της Μάνης, όπου το τραχύ πετρώδες έδαφος συμβάλλει στην διάρθρωση των οικισμών με λίθινους όγκους.[3] Φυσικά οι πύργοι της Μάνης, όπως θα δούμε και παρακάτω δεν οφείλουν την επιβλητική τους παρουσία μόνο στη σχέση τους με το περιβάλλον. Οι συνθήκες του περιβάλλοντος, προτρέπουν τους ανθρώπους κάθε φορά να παρέμβουν και να διαμορφώσουν τη ζωή τους, πάνω σε αυτή τη λογική. Ανάλογα με όσα προσφέρει το περιβάλλον γίνεται και η προσαρμοστικότητα των ανθρώπων. Στη Σίφνο, οι άνθρωποι καλλιεργούν στους αναβαθμούς (πεζούλες) και στρέφονται στα εσωτερικά κοιτάσματα του νησιού,  ενώ στην Ύδρα οι άνθρωποι ακολουθούν μια διαφορετική διαδρομή και στρέφονται προς τη θάλασσα.[4] Όπως αντιλαμβανόμαστε, κάθε φορά ο πολιτισμικός παράγοντας επιδρά επικουρικά στην ένταξη των οικισμών με το περιβάλλον. Επίσης η ένταξη και η δόμηση αναφέρονται πάντα σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, όπου η κοινωνία χρησιμοποιεί τα μέσα που διαθέτει για να προσαρμόσει τις ανάγκες της.

Ένας άλλος παράγοντας που διαμορφώνει την οικιστική παρέμβαση είναι ο κλιματολογικός. Σε νομαδικές κοινότητες όπως των Σαρακατσάνων, οι κλιματολογικές συνθήκες επιβάλλουν κάθε φορά και τις αντίστοιχες παρεμβάσεις. Οι Σαρακατσάνοι το χειμώνα καταλύουν στα πεδινά και τα μαντριά με τα ζώα βρίσκονται πολύ κοντά στις καλύβες τους. Το καλοκαίρι αντίθετα αυτή η απόσταση μεγαλώνει σε μερικά χιλιόμετρα. Το χειμώνα, η ποιμενική κοινότητα λαμβάνοντας υπόψη τις κλιματολογικές συνθήκες διαμορφώνει το χώρο της με τρόπο που να προστατεύει τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία, δηλαδή τα ζώα.[5] Οι κλιματολογικές συνθήκες επηρεάζουν τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Οι πόρτες των σπιτιών που αποφεύγουν το βόρειο άνεμο, οι αγροικίες που χτίζονται κοντά στο χωράφι κατά την εποχή της σποράς, το τελευταίο πάτωμα των πηλιορείτικων αρχοντικών που χρησιμεύει για θερινή κατοικία, συνηγορούν στην εκτίμηση πως οι άνθρωποι ακολουθούν τις αλλαγές θερμοκρασίας στις επιλογές τους. 





Κοινωνικές σχέσεις και κοινωνική ιεράρχηση

Οι μορφολογία του οικισμού και οι καλύβες των Σαρακατσάνων, αναδεικνύουν μια βαθιά ιεραρχική σχέση. Στο κέντρο στέκεται μεγαλοπρεπής η καλύβα του αρχηγού τσέλιγκα και πλαισιώνεται από τις καλύβες των εκτεταμένων οικογενειών και πιο απόμερα των συζυγικών οικογενειών. Η οργάνωση των Σαρακατσάνων με βάση τη συγγένεια και όχι την εντοπιότητα που απαντάται συνήθως στην Ελλάδα, καθρεφτίζεται στη διάρθρωση του χώρου αντανακλώντας τις κοινωνική διαβάθμιση.[6] Η κοινωνική ιεραρχία είναι εμφανής και στο Καστελλόριζο, όπου το λεγόμενο κορδόνι, η ακτογραμμή που περιβάλλει το λιμάνι, κατοικείται από τους πιο εύρωστους Καστελλοριζιούς. Η κοινωνική ιεραρχία απλώνεται προς τα πάνω, καθώς όσο ψηλότερα και απόμακρα από τον πυρήνα του νησιού κατοικούν οι χαμηλότερες κοινωνικά βαθμίδες. Επίσης οι γειτονιές φέρουν τα ονόματα των πιο εύπορων και αρχοντικών οικογενειών. [7] Η κοινωνική καταξίωση επιβεβαιώνεται και με άλλους τρόπους, αρκεί να αναλογιστούμε τη μαρτυρία ερευνητή για το χωρίο Έλυμπος της Καρπάθου, όπου κάθε πλάκα του πλακόστρωτου πρόναου στην εκκλησία, αναλογεί σε κάθε μία εύπορη γυναίκα του νησιού. [8]

Η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση κοινωνικής καταξίωσης είναι το μέγεθος και η πολυτέλεια της ατομικής κατοικίας. Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, οι φτωχότεροι πολίτες περιορίζονται σε μονές και στενάχωρες κατασκευές, οι πιο εύπορες οικογένειες διαθέτουν ευρύχωρα και πολυτελή σπίτια. Είδαμε παραπάνω πως η καλύβα του αρχιτσέλιγκα δεσπόζει ανάμεσα στις υπόλοιπες καλύβες της ομάδας του. Στο Σουφλί, μια πόλη που άκμασε τον 18ο και 19ο αιώνα, εξαιτίας συγκεκριμένων ιστορικών και οικονομικών συνθηκών, οι περισσότερες κατοικίες έχουν τυπική δόμηση, άμεσα συνυφασμένη με την επεξεργασία της σηροτροφίας. Οι πιο δυνατές οικογένειες διαθέτουν μεγαλύτερα οικήματα, τα οποία όμως δεν αντανακλούν πρωτίστως την προσωπική τους διαβίωση, αλλά τη μεγαλύτερη ποσότητα σηροτροφίας που μπορούν να επεξεργαστούν, κατ επέκταση μαρτυρούν το εύρος μεγαλύτερου εισοδήματος και κοινωνικής ανέλιξης. [9]     



Οι σχέσεις των δύο φύλων

Ο ρόλος των δύο φύλων, όπως εκφράζεται στην ολότητα της κοινωνικής τους διαφοροποίησης, αποτελεί ένα σημαντικό δίπολο που αντανακλάται σε πολλούς άξονες. Το δίπολο αρσενικού – θηλυκού έχει συγκεκριμένους προσανατολισμούς, ρόλους και τομείς δραστηριότητας. Ο οίκος και το εσωτερικό του είναι ο κατεξοχήν χώρος της γυναίκας. Αντίθετα ο εξωτερικός χώρος ανήκει εξολοκλήρου στον άντρα. Διακρίνουμε πως ταυτόχρονα διαπλέκεται και το δίπολο του μέσα – έξω, όπως επίσης και του δημόσιου – ιδιωτικού, παρότι θα παρατηρήσουμε πως συχνά, τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας αλλά και συγκρητισμού, οι αντιφάσεις είναι εμφανείς.[10] Η γυναίκα, στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας, ζει απομονωμένη στο σπίτι και οι δραστηριότητες της περιορίζονται εντός των ορίων του οίκου της. Η διαφύλαξη  της τιμής, αποτυπώνεται στην αρχιτεκτονική του σπιτιού, όπου οι ψηλοί τοίχοι κρατούν μακριά τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών και γειτόνων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες της Θράκης, της Μάνης, της Κρήτης, αλλά και πλήθους άλλων περιοχών.[11]

Στα νησιά, η γυναίκα εξαιτίας παραδοσιακών αντιλήψεων αλλά και συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών βιώνει μια κάπως μεγαλύτερη αυτονομία. Το σπίτι κληρονομείται από την πρωτότοκη κόρη και ο άντρας εγκαθίσταται στο χώρο της. Η μακρά απουσία των αντρών κα η ενασχόλησή τους με τη θάλασσα, ορίζει τη γυναίκα απόλυτο αφεντικό του σπιτιού. Όμως οι δραστηριότητες της περιορίζονται μέχρι εκεί. Στο Καστελλόριζο, η δημόσια εμφάνιση της γυναίκας γίνεται μόνο υπό την συνοδεία του συζύγου της η κάποιου αρσενικού συγγενή. Η πολεοδομία του νησιού είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε η γυναίκα για τις περιπτώσεις που χρειάζεται να μεταβεί εκτός της οικίας, διανύει συγκεκριμένα σοκάκια και περάσματα και όχι τον δημόσιο δρόμο.[12] Η απομόνωση στο εσωτερικό του σπιτιού είναι αδύνατη, καθώς δεν υπάρχουν χωρίσματα στα δωμάτια. Ακόμα και το δωμάτιο  που αποκτά η πρωτότοκη κόρη όταν φτάνει σε κάποια ηλικία, διατηρεί επαφή με το υπόλοιπο σπίτι. Αυτό γίνεται για λόγους σύσφιξης των οικογενειακών δεσμών, αλλά και για την περιφρούρηση της γυναικείας τιμής.[13]



Παραγωγικές δραστηριότητες – οικονομικές σχέσεις

Ο παράγοντας που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αρχιτεκτονική της οικογενειακής εστίας, αλλά και τον ευρύτερο χώρο της κοινότητας είναι ο οικονομικός και οι σχέσεις των ανθρώπων με τα μέσα παραγωγής. Στις παραδοσιακές κοινωνίες η διάκριση του οίκου από την παραγωγική δραστηριότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι αγροικίες που βρίσκονται διάσπαρτες στην ελληνική επικράτεια, υποδηλώνουν την άμεση σχέση του ανθρώπου με τη γη. Χτίζονται πολύ κοντά στ χωράφι και λειτουργούν ως χώρος αποθήκευσης, σταυλισμού των ζώων και εγκατάστασης, έστω προσωρινής, των ιδιοκτητών τους. Όμως και το χαρακτηριστικότερο σπίτι της ελληνικής υπαίθρου, το μονόχωρο, χρησιμοποιείται από την οικογένεια για όλες τις δραστηριότητες της. Ο διαχωρισμός του σπιτιού σε ισομερή δωμάτια σχηματίζεται με την πρόσθεση καμάρας.[14]  Στο Σουφλί, που ήκμασε λόγω της σηροτροφίας, η διαμόρφωση του σπιτιού, γίνεται με γνώμονα την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης εργασίας. Η επεξεργασία του μεταξοσκώληκα απαιτεί ειδικές συνθήκες και χώρο, με αποτέλεσμα η οικογένεια, τουλάχιστον για τους μήνες αυτούς να περιορίζεται σε μικρότερο χώρο. [15]

Η οικονομική ευμάρεια ενός τόπου, δημιουργεί προϋποθέσεις υψηλής και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Η ανάπτυξη του εμπορίου, πρόσδωσε στο Πήλιο  οικονομική άνθηση, που αντικατοπτρίζεται στην ιδιαίτερη κατασκευή των αρχοντικών του και αποτύπωσε την ακμή του τόπου σε αυτό το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Το ίδιο ισχύει και για τα Αμπελάκια, όπου η βιοτεχνία βαφής των νημάτων και η εξαιρετική ποιότητα τους, επέφερε σημαντική οικονομική άνθηση στον τόπο και τα αρχοντικά τους σπίτια είναι εξίσου μεγαλοπρεπή. Φυσικά και στις δύο περιπτώσεις, η αμοιβαιότητα και κοινή προσπάθεια των κατοίκων προεξέτεινε την συγκεκριμένη εξέλιξη. Η υψηλή αρχιτεκτονική και κατανομή των χώρων υποδηλώνει και την κινητικότητα ικανών μαστόρων, οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους, σε περιοχές που γνώριζαν ιστορικά άνθηση. Οι Πυρσογιαννίτες μάστορες, γνωστοί για την τεχνική πέτρινων κτισμάτων, σύστηναν συντεχνίες και μετακινούνταν ομαδικά προς τις περιοχές που μπορούσαν να αποζημιώσουν την υψηλή τεχνική και εργασία τους.[16]

Ο άνθρωπος της αγροτικής, ποιμενικής και νησιωτικής κοινωνίας, είναι όπως είδαμε άμεσα εξαρτώμενος με την βιοποριστική του εργασία. Το χωράφι, τα ζώα, τα εργαλεία, τα πλοία, η θάλασσα, του εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για τη ζωή του. Οι χώροι κατοικίας εξυπηρετούν ως επί το πλείστον την ανάγκη του να προφυλαχθεί και να απομονωθεί από τον έξω κόσμο. Τα μονόχωρα και μικρά σπίτια αιτιολογούν αυτή την εξίσωση. Οι άνθρωποι είναι προσηλωμένοι στην καθημερινή τους εργασία. Άλλοι παράγοντες που διαμορφώνουν το τοπίο είναι αμυντικοί. Τα σπίτια που βρίσκονται κοντά σε κάστρα, όπως τη νησιωτική Ελλάδα,  είναι μικρά και τοποθετημένα με την πόρτα τους στο εσωτερικό, ενώ περιμετρικά σχηματίζουν ένα τοίχος. Σε περίπτωση που οι ανάγκες της οικογένειας μεγαλώσουν τότε επιλέγεται να χτιστεί επιπλέον πάτωμα. Συχνά οι αυλές των σπιτιών είναι κοινές.[17] Οι πύργοι της Μάνης, οφείλουν την παρουσία τους κυρίως από τον αμυντικό μηχανισμό που παράγουν, ταυτόχρονα με τις αντιλήψεις της τοπικής κοινωνίας, για την βεντέτα την τιμή τον οπλισμό.   

χ

Χώροι λατρείας και τα όρια του κόσμου
Οι χώροι λατρείας, υποδεικνύουν καταρχάς το θρησκευτικό συναίσθημα και τις αντιλήψεις της κοινότητας. Δεν παύουν όμως να είναι χώροι που εκδηλώνονται, κοινωνικές ανισότητες, τόσο μεταξύ των δύο φύλων, όσο και ιεραρχικές διαφορές. Οι γυναίκες έχουν συγκεκριμένες θέσεις μέσα στο ναό, ενώ ο χώρος του προαυλίου είναι καθαρά αντρικός. Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, ανάλογο με τις πλάκες της Ελύμπου που αναφέραμε παραπάνω, τα στασίδια, οι θέσεις και σημεία του ναού να ανήκουν σε οικογένειες και να κληρονομούνται από γενιά σε γενιά. Η κοινωνική διαστρωμάτωση και η κοινωνική κινητικότητα, έσπαζαν συχνά αυτές τις γραμμές και οι θέσεις είχαν νέους κατόχους ή μεταβιβάζονταν σε όσους ανέρχονταν στην κοινωνική κλίμακα.[18] Αλλά και τα νεκροταφεία ακολουθούν την ίδια λογική, καθώς οι τάφοι των πιο επιφανών διαθέτουν πιο επιβλητική παρουσία. Σε όλες τις περιπτώσεις οι χώροι λατρείας αντιπροσωπεύουν σύμβολα[19] που υποδεικνύουν στα μάτια τις κοινότητας και στους ξένους τις παραδόσεις του τόπου, τις πεποιθήσεις των κατοίκων και μια θέαση του κόσμου απέναντι στο κακό που εξοστρακίζεται έξω από τα όρια της ανθρώπινης συσσωμάτωσης.[20] Οι χώροι λατρείας σχηματίζουν ένα ακόμη δίπολο που αναπαράγεται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Πρόκειται για την ταυτόχρονη σύγκλιση και σύγκρουση του κοσμικού με το ιερό.
Όταν μιλάμε για δόμηση του χώρου, δεν περιοριζόμαστε στην οικογενειακή κατοικία, αλλά επεκτείνουμε τις ορίζοντες μας στα δημόσια κτίρια, δρόμους, τους λατρευτικούς χώρους και την αγορά. Η αγορά αποτελούσε πάντα το κεντρικό σημείο συνάντησης των πολιτών.[21] Βρίσκεται πάντα στο κέντρο της πόλης και οι δρόμοι είναι σχεδιασμένοι για να οδηγούν προς αυτήν. Παράλληλα όμως επεκτείνονται και δίκτυα που οδηγούν έξω από την πόλη ή το χωριό, με σκοπό την επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Τα γεφύρια είναι αρχιτεκτονικά στοιχεία που δηλώνουν αυτή τη λειτουργία.[22] Επίσης ο σχεδιασμός εξυπηρετεί συχνά τις ανάγκες τις κοινότητας, όπως τα καλντερίμια της Ύδρας, που διοχετεύει τα όμβρια ύδατα στη θάλασσα.[23] Τα δέντρα λειτουργούν ως φυσικά σύνορα, ανάμεσα σε χωράφια ή αποτελούν εκδήλωση αντιλήψεων, όπως το φύτεμα της λεύκας στην Ήπειρο, από τον πατέρα που απέκτησε κόρες[24] Τα νεκροταφεία τοποθετούνται στα όρια του οικισμού, σφραγίζοντας τη διαχωριστική γραμμή του ζωντανού από το νεκρό κόσμο.[25].

Ο χώρος που βρίσκεται εκτός των ορίων της κοινότητας, είναι ένας κόσμος ξένος, αφιλόξενος και άγριος. Είναι παράλληλα ο χώρος που δεν έχει δαμάσει ο άνθρωπος και κατοικείται από υπερφυσικά όντα. Συνήθως τα πλάσματα αυτά φέρουν γυναικεία ονόματα, όπως οι νεράιδες, οι λάμιες, οι γοργόνες. Τα πλάσματα αυτά φέρουν τις αρετές και τα ελαττώματα της γυναίκας, σύμφωνα πάντα με την παράδοση και την κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι οι εξωτικές γυναίκες, σε αντίθεση με τις εξημερωμένες γυναίκες που κατοικούν μέσα στην κοινότητα. Η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι η συμπεριφορά τους κρίνεται μη συμβατή, μη ανθρώπινη, υποδηλώνοντας την κυρίαρχη ανδροκρατική αντίληψη για τον κόσμο.[26] Οι γυναίκες, πλήρως εντασσόμενες στο πολιτισμικό περιβάλλον, οφείλουν να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται όπως τα μυθικά αυτά πλάσματα και να συμμορφώνονται με τους κανόνες της κοινωνίας. Ειδάλλως κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν αρνητικά. Ο άνδρας είναι ο μεσολαβητής των δύο κόσμων και ο μόνος που μπορεί από τη φύση του να δαμάσει και να κυριαρχήσει πάνω σε αυτές τις δυνάμεις. [27]



Σύνοψη  - συμπεράσματα

Όπως είδαμε οι άνθρωποι επεμβαίνουν στο περιβάλλον και σχηματίζουν οικισμούς, πραγματοποιώντας την ανάγκη τους να προστατευθούν, αλλά και να οργανωθούν, δημιουργώντας κοινωνικά σύνολα. Η παρέμβαση στο φυσικό χώρο γίνεται με γνώμονα την κυριαρχία απέναντι σε ένα χαώδες εχθρικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτό το χώρο, διαμορφώνονται οι σχέσεις των ανθρώπων και εκδηλώνονται οι αντιλήψεις και οι ιδεολογίες τους. Η αρχιτεκτονική των ιδιωτικών και δημόσιων χώρων, αποτυπώνει τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, την κοινωνική ιεράρχηση και τις σχέσεις των δύο φύλων. Η παραδοσιακή κοινωνία, είναι άμεσα συνυφασμένη με τα μέσα παραγωγής και οι οικογενειακές εστίες αποτυπώνουν ρητά αυτή τη σχέση. Η διάρθρωση του χώρου παράγει ένα πλέγμα σχέσεων, τόσο μεταξύ των ανθρώπων, όσο και των ανθρώπων απέναντι στο περιβάλλον. Αυτές οι αμφίδρομες σχέσεις διαφαίνονται στα σπίτια, τους δρόμους, την αγορά, τις εκκλησίες, τα μονοπάτια. Οι άνθρωποι διαχωρίζουν τον κόσμο τους, με τον κόσμο των ξένων, οριοθετώντας τον χώρο τους. Εντός της κοινότητας είναι ο κόσμος του εμείς και εκτός ο χώρος των άλλων, ο οποίος πολλές φορές αποκτά υπερφυσικές ιδιότητες οι οποίες πρέπει να υπερνικηθούν. Η αρχιτεκτονική λοιπόν και η δόμηση του χώρου, αποτυπώνει όλες αυτές τις συνθήκες, που δημιουργούνται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο.             
           
 














Βιβλιογραφία

Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ε.,  Κεφάλαια 3, («Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική»), στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη – Ε. Ολυμπίτου-Ε. Σπαθάρη-   Μπεγλίτη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι, τόμος    Β, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ.  111- 158

Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ε.,  Κεφάλαια 9,«Οικισμοί, χωριά, πόλεις: Μορφές κοινωνικής οργάνωσης – ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας», στο Γ. Αικατερινίδης - Δ. Τζάκης -  Ε. Σπαθάρη-   Μπεγλίτη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι, τόμος    Α, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σελ.  259- 280

   Νιτσιάκος Β.,Παραδοσιακές Κοινωνικές Δομές,Οδυσσέας Αθήνα     20044



Τσενόγλου, Ε. , «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία τ. 2, 1993 σελ. 59-90



Σκουτέρη – Διδασκάλου Νόρα, «Γυναίκες “εξωτικές” και γυναίκες “οικόσιτες”», Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 217-242.

Γκαγκούλια, Π.  "Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική οργάνωση του χώρου στο    Σουφλί  και η σηροτροφία», στο Π. Γκαγκούλια-Α. Λούβη- Α. Οικονόμου-   Στ.Παπαδόπουλος-Μ. Ρηγίνος, Η    σηροτροφία στο Σουφλί, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα    1992, σελ. 109-123.







[1] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη – Ε. Ολυμπίτου-Ε. Σπαθάρη-   Μπεγλίτη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι, τόμος    Β, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ. 113

[2] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη,,«Οικισμοί, χωριά, πόλεις: Μορφές κοινωνικής οργάνωσης – ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας», στο Γ. Αικατερινίδης - Δ. Τζάκης -  Ε. Σπαθάρη-   Μπεγλίτη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι χρόνοι, τόμος    Α, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σ.  268

[3] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σ. 123   

[4] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη,,«Οικισμοί, χωριά, πόλεις:, σ.265

[5] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σ. 115

[6] Αυτόθι, σ. 116

[7] Ε.Τσενόγλου, «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία τ. 2, 1993 σ. 61

[8] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σ. 113

[9] Π. Γκαγκούλια, "Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική οργάνωση του χώρου στο  Σουφλί  και η σηροτροφία», στο Π. Γκαγκούλια-Α. Λούβη- Α. Οικονόμου-   Στ.Παπαδόπουλος-Μ. Ρηγίνος, Η    σηροτροφία στο Σουφλί, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα
   1992, σ. 121

[10] Νόρα Σκουτέρη – Διδασκάλου, «Γυναίκες “εξωτικές” και γυναίκες “οικόσιτες”», Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος -20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 219

[11] Βασίλης Νιτσιάκος. Παραδοσιακές Κοινωνικές Δομές ,Οδυσσέας Αθήνα  20044  σ.31

[12] Ε.Τσενόγλου, «Η αθέατη διάσταση του χώρου», Εθνολογία τ. 2, 1993 σσ. 70 -71

[13] Αυτόθι, σ. 66

[14] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σσ. 118 - 121

[15] Π. Γκαγκούλια, "Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική οργάνωση του χώρου…. σ.115

[16] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σσ. 132 - 135

. [17] Αυτόθι, σσ. 122 - 123

[18] Βασίλης Νιτσιάκος, s. 31

[19] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σ. 146

[20] Βασίλης Νιτσιάκος, s. 25

[21] Αυτόθι, σ. 27

[22] Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, «Αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική», σ. 147

[23] Αυτόθι, σ. 146

[24] Βασίλης Νιτσιάκος, s. 23

[25] Ε.Τσενόγλου, σ.79

[26] Νόρα Σκουτέρη – Διδασκάλου, σσ. 218 -219


[27] Αυτόθι, σσ. 232 -233

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news