Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

[Κλέφτικα Τραγούδια] ~ ΑΡΘΡΟ


Στην λαϊκή συνείδηση οι κλέφτες και οι αρματολοί καταξιώθηκαν με τον ίδιο τρόπο και όπως σε άλλες εποχές υμνήθηκαν οι ακρίτες από την λαϊκή ποίηση έτσι υμνήθηκαν τώρα οι καινούριοι ήρωες, οι κλέφτες και οι αρματολοί, έτσι αυθόρμητα ανέβλυσαν από την λαϊκή ψυχή τα τραγούδια για την ζωή και την παλληκαριά τους.
Το δημοτικό τραγούδι «της νύχτας οι αρματολοί» σώζεται σε δεκατρείς παραλλαγές από τις οποίες οι επτά έχουν δημοσιευθεί. Ο Νικόλαος Πολίτης, χρησιμοποίησε σαν βάση για την αποκατάσταση του ποιήματος την παραλλαγή που κατέγραψε ο Σ.Ν. Δραγούμης και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Πανδώρα» το 1864. Μία από τις παραλλαγές του ποιήματος συνδέεται με τον Κολοκοτρώνη. Η αφήγηση του Ν.Πολίτη σχετικά με το γεγονός και η ερμηνεία του για την προέλευση του ποιήματος έχουν ως εξής :

“Το άσμα συνέδεσεν ο Κολοκοτρώνης προς ανδραγάθημά του την εποχή που ήταν κλέφτης στα βουνά. Το γεγονός διηγείται ο ίδιος, και την διήγησιν αυτήν την κατέγραψε ο Τερτσέτης ακούσας παρά γραίας εκ της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων. Έχει ως εξής «Ήταν Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδόντα σύντροφοι και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου. Από ημέρες τους είχαν είδηση δωσμένη, ότι θα πάνε αλυσοδεμένους 150 ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μισούς συντρόφους στο άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, διά να κάμωμε την Λαμπρή μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα : “E, αδερφοί Χριστιανοί να είμαστε συγκεντρωμένοι, όχι , όχι που μας ονομάζουν οι άρχοντες και το γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Άν θέλετε να με ακούσετε, να κραμάσωμε τα χαμαλιά μας εις τα έλατα, αυτά είναι η εκκλησιά μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμε και να ελευθερώσουμε τους αδερφούς μας που πάνε να τους φυλακίσουνε δια παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθήσαμε να φάμε είπα πάλε : “Αν είμαστε αδελφοί, να χύσωμε το αίμα μας δια τους αδελφούς μας» Πρώτα τους ωρμήνευσα ομιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το τραγούδησα. Απάνω που εκόψανε τ’ αρνιά τα ψημένα, ο θεός τους πήγε τους Τούρκους και τους εκτύπησαν. Ελαβώθηκε ένας πρώτος από τα παλικάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος εξάδερφος του Κολοκοτρώνη και πήραν το κεφάλι του. Έκαμαν πόλεμο. Ήσαν δύο χιλιάδες στρατιώτες. Από τους Τούρκους εσκοτώθησαν ογδοήντα επτά. Μας βοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος και η καθαριότητα μας όπου επήγαμε να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας»

«της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφτες
οληνυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμώνται,
κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ήσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
Μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν’ν τα παλληκάρια
Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει :
«καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
-        
ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια-
να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγη της χήρας το παιδί , π’ άλλο παιδί δεν έχει,
π’ αυτή τόχει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο»

Το ποίημα «των Κολοκοτρωναίων» ανήκει στα κλέφτικα τραγούδια που έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Η λαϊκή μνήμη πλέκει τον μύθο των Κολοκοτρωναίων ξεκινώντας από πραγματικά γεγονότα. Το σημείωμα που προτάσσει ο Ν. Πολίτης στο ποίημα μεταξύ των άλλων λέει : «Κατά τον Ιανουάριον του 1806 έφθασε φιρμάνι εις την Πελοπόννησον διατάσσον τους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς να καταδιώξουν συντόνως και να εξολοθρεύσουν τους Κολοκοτρωναίους και τους λοιπούς κλέφτες της χερσονήσου. Συγχρόνως δε και ο Πατριάρχης, υπείκων εις αυστηράν διαταγήν της Πύλης, εξέδωκε συνοδική εγκύκλιο κατ’ αυτών. Μαθών αυτά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνήθροισε τους κλέφτες της Πελοποννήσου περί τους 150 εν όλο και συνεβούλευσε να καταφύγουν εις Ζάκυνθον και να καταταχτούν εις τον στρατόν των κατεχόντων τότε την Επτάνησον Ρώσων. Αλλά αυτοί δεν εδέχθησαν, προτιμώντες να αποθάνουν εις την πατρίδα των. ...»

 «Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τα ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια
όπου δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
Καβάλλα παν στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
Καβάλλα παίρν’ν τ’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους,
Και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια»
κι ο Θοδωράκης μίλησε κι ο Θοδωράκης λέει :
«Τούτ΄οι χαρές που κάνουμε σε λύπες θα μας βγάλουν
απόψ΄είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’ στον τόπο σου , Νικήτα στο Λιοντάρι
Εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
Ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,

Τι θα περάσω θάλασσα, στην Ζάκυνθο θα πάω»


πηγή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Σταφυλίδη, 1977

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news