Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Αλλαγή χρόνου της Φράνση Παπουτσάκη ~ ΔΙΗΓΗΜΑ


Τ-ι-κ τ-α-κ. Στο άκουσμα του στιγμιαίου ήχου, το αίμα κυκλοφόρησε ξανά στο σώμα του κι η καρδιά του συνέχισε να χτυπάει υπερβαίνοντας τη σιωπή που μεσολάβησε ανάμεσα στην παύση και την εκκίνηση του ρολογιού, ανάμεσα στο αυτί του και τα γρανάζια. Έσπρωξε το εκκρεμές πίσω στον τοίχο κλείνοντας το πορτάκι του μηχανισμού. Πήρε μια βαθιά ανάσα τρίβοντας τις παλάμες του μεταξύ τους, είπε στον εαυτό ότι πέρασε ο κίνδυνος και ξεκίνησε για την έφοδο.
 Από το σαλόνι πήγε κατευθείαν στην κουζίνα, ξεκρέμασε τον κούκο, τον ακροάστηκε, βεβαιώθηκε πως χτυπάει, τον έβαλε στην θέση του, δυο λεπτά ακόμα για να πάει ο δείκτης στο ακριβώς, κράτησε την αναπνοή του, κάρφωσε το βλέμμα του στην ώρα, περίμενε ˙ ο κούκος λάλησε δυνατά την ίδια στιγμή με τη βαριά καμπάνα του εκκρεμούς που σκέπασε τη φωνή του. -Ανάσα βαθιά- βγήκε από την κουζίνα, πήγε στο υπνοδωμάτιο, έπιασε στα χέρια του το ρολόι που ήταν στημένο πάνω στο γραφείο του, το άκουσε να κινεί τους δείκτες του, το έβαλε πίσω στη θέση του, περίμενε πάλι, έλεγξε την ώρα στο ρολόι του αριστερού του χεριού – ποτέ στο δεξί πάντα στη μεριά της καρδιάς να χτυπάνε μαζί- βεβαιώθηκε πως δείχνουν την ίδια ώρα, άφησε να φύγει από μέσα του ο συμπιεσμένος αέρας και πιο ήρεμος τώρα προχώρησε να ελέγξει τα υπόλοιπα ρολόγια του σπιτιού, ανοίγοντας συρτάρια, ντουλάπες και θήκες μέχρι να σιγουρευτεί απόλυτα πως όλα είναι εντάξει και να σωριαστεί έπειτα κατάκοπος στον καναπέ.

Έξι ώρες απόμεναν για να αλλάξει ο χρόνος. Έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια. Όχι μόνο απόψε αλλά κάθε στιγμή. Ήθελε να νιώθει με την διαίσθηση του να κυλάει ο χρόνος κυκλικά και ακατάπαυστα πάνω στους δείκτες των ρολογιών, να ακούει την μικρή  εύθραυστη καρδιά τους να χτυπάει δίνοντας κίνηση στα γρανάζια, να φαντάζεται πως κάτω από το λεπτό τζάμι του καντράν έχει παγιδεύσει και ορίζει ένα κομμάτι του χρόνου και με αυτό το κομμάτι μπορεί να τιθασεύσει τον δικό του ρου στην ιστορία.
 Όταν ήταν παιδί, ο καθηγητής της μουσικής, ο κύριος Ρόμπερτ, τον μάλωνε με μισά αγγλικά μισά ελληνικά, σχεδόν κάθε πέντε λεπτά επειδή βιαζόταν. Δίκιο είχε. Χτυπούσε τις χορδές της κιθάρας λες κι ανάμεσα στις νότες της παρτιτούρας, έβλεπε το πρόσωπο του Χάρου να τον προειδοποιεί ότι έρχεται, ότι είναι ολοένα και πιο κοντά του. Σώθηκε όταν ο δάσκαλος του επέβαλλε τον μετρονόμο. Ακόμη θυμόταν τον γυάλινο χτύπο που έκανε όταν ο δάσκαλός του τον επέβαλε με δύναμη πάνω στο πιάνο με το οποίο τον συνόδευε όταν έπαιζε. Ανάμεσα στα δυο άκρα του τόξου του μετρονόμου ανακάλυψε ένα άχρονο Σύμπαν. Όσο γρήγορα κι αν χτυπούσε όσο κι αν τον περιόριζε τόσο περισσότερο έσπαγαν τα δεσμά του. Μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ανακάλυψε πως υπήρχε άπλετος χρόνος για μια κοσμογονία μουσικής. Μια θάλασσα χρόνου ανάμεσα σε δυο μαύρες τελείες πάνω σε ένα χαρτί. Δυο μαύρες τελείες όριζαν το άπειρο. Δυο μαύρες τελείες του έμαθαν να  αφήνει το χρόνο να κυλάει χωρίς να χάνεται. 
Ήταν καλεσμένος απόψε στο ρεβεγιόν της δεσποινίδας που έμενε απέναντι του στον όροφο της πολυκατοικίας. Όλοι οι ένοικοι ήταν καλεσμένοι. Δεν ήξερε αν θα πάει. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο αυτή η κοπέλα είχε την πρόθεση να μαζέψει στο σπίτι της ένα σωρό αγνώστους που το πολύ πολύ να αντάλλασσαν μεταξύ τους ένα τυπικό και βαρύ χαιρετισμό κάθε φορά που προσπερνούσαν ο ένας τον άλλο στη σκάλα χωρίς να κοιταχτούν καν. Ηλίθια ιδέα. Δεν είχε νόημα. Δεν θα πήγαινε. Αν προλάβαινε τα μαγαζιά, θα κατάφερνε να μαγειρέψει ένα υπέροχο δείπνο για τον εαυτό του και να πέσει για ύπνο αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου γλιτώνοντας από όλες αυτές τις αηδίες. Ο χρόνος θα άλλαζε έτσι κι αλλιώς.
Κοίταξε την ώρα, είχε πάει επτά, υπολόγισε μέσα στο μυαλό του διαδρομές και χρόνους και βγήκε από το διαμέρισμα του. Ο διάδρομος άδειος. Το φως στη μία λάμπα τρεμόπαιζε, η άλλη ήταν από καιρό καμένη. Κατέβηκε ένα ένα σκαλί τους έξι ορόφους που τον χώριζαν από την γη, έφτασε στην είσοδο, διερεύνησε από μακριά το γραμματοκιβώτιο, δεν υπήρχε λόγος να πλησιάσει, χάσιμο χρόνου           -παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν περνάει ο ταχυδρόμος- άνοιξε την πόρτα, βγήκε στο δρόμο, διάλεξε τη συντομότερη διαδρομή προς την  αγορά, θα μαγείρευε μακαρόνια - μακαρόνια με τι; - προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε στο σπίτι και τι χρειαζόταν.
Στα ράφια μπροστά, ήταν έτοιμος, γέμιζε το καλάθι με ρυθμό χωρίς να ψάχνει, στο ταμείο είχε ουρά, δεν μπορούσε να την αποφύγει, πριν μπει στη σειρά βαριαναστέναξε, ένας κοντός φαλακρός τύπος με καρότσι μπήκε στην πορεία του -τον άφησε όμως να περάσει- μια κοπέλα ντυμένη τάρανδος – μα γιατί τάρανδος, δεν το καταλάβαινε καθόλου, γιατί δεν φορούσε τη στολή του Άϊ Βασίλη ή έστω του βοηθού του; - μπήκε μπροστά του κολλώντας του στο πρόσωπο ένα κουπόνι:
«Σήμερα, έχουμε προσφορά στα οινοπνευματώδη. Αν αγοράσετε ένα μπουκάλι από οποιοδήποτε ποτό παίρνετε δώρο μια σαμπάνια»
Άφησε το καλάθι του στη θέση του για να μην χάσει τη σειρά του στην ουρά, διάλεξε ένα κόκκινο κρασί στην τύχη και η ταρανδοϋπάλληλος του έδωσε το στολισμένο με ένα κόκκινο βελούδινο φιόγκο κουτί της σαμπάνιας. Δεν της είπε ευχαριστώ.
«Καλή χρονιά, κύριε» του χαμογέλασε εκείνη.
Εισπνέοντας κι εκπνέοντας από τη μύτη, άντεξε την αναμονή μέχρι το ταμείο. Στην επιστροφή παρατήρησε πως οι δρόμοι είχαν αρχίσει να ερημώνουν. Όλοι πήγαιναν σπίτι να ετοιμαστούν για το ρεβεγιόν. Κι όσοι είχαν μείνει ακόμη έξω, μόνοι τους ή με παρέα, έμοιαζαν να βιάζονται κάπου να πάνε. Όλοι είχαν κάπου να πάνε. Κι αυτός είχε κάπου να πάει. Αλλά δεν θα πήγαινε. Αυτός δεν βιαζόταν.
Με τις σακούλες στα χέρια ανέβηκε πάλι σκαλί σκαλί όλους τους ορόφους μέχρι τον έκτο. Ο διάδρομος άδειος. Τα κλειδιά τα έβρισκε πάντα αμέσως. Όλα τα έβρισκε πάντα αμέσως επειδή τα είχε πάντα στη σωστή θέση.  Άφησε τα ψώνια στον πάγκο της κουζίνας. Ο κούκος πετάχτηκε έξω κελαηδώντας. Οκτώ η ώρα. Γιατί κούκος και όχι αηδόνι; Ποτέ δεν κατάλαβε τη διαφορά. Πολύ θα ήθελε να είχε ένα ρολόι με αηδόνι. Με τη νέα χρονιά, θα αγόραζε οπωσδήποτε ένα.
Κάθισε στον  καναπέ για λίγο, είχε χρόνο, πήρε στα πόδια του τον υπολογιστή του κι άρχισε την εξερεύνηση. Τα βλέφαρα του βάρυναν από νύστα ύστερα από λίγα λεπτά. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της οθόνης. Από βαθιά μέσα του ξεσηκώθηκε η ανάγκη να κάνει άλλο έναν γύρο σε όλα τα ρολόγια. Η σκέψη τον εξάντλησε.  Άφησε τον εαυτό του να γείρει κι από τη χαραμάδα που άφηναν τα νυσταγμένα του μάτια, χάζευε το θολό φως από τα φωτάκια που αναβόσβηναν στο μπαλκόνι του γείτονα στην  άλλη μεριά του δρόμου. Από το παράθυρο φαίνονταν τα κεφάλια των ανθρώπων που πήγαιναν κι έρχονταν μέσα στο σπίτι. Αναρωτήθηκε αν κι εκείνοι κατασκόπευαν ποτέ πότε να δουν το δικό του κεφάλι από τη μεριά τους.
Στη γειτονιά που μεγάλωσε όλοι φορούσαν γραβάτες και καπέλα και κρατούσαν μαύρες ομπρέλες, ακόμη κι όταν είχε ήλιο. Εκτός από τον ωρολογοποιό που πήγαινε κάθε πρωί να ανοίξει το μαγαζί του φορώντας μια ολόσωμη φόρμα σαν αυτές που φορούν οι παπουτσήδες κι ένα ζευγάρι ξεχαρβαλωμένες αρβύλες. Κάποτε χάλασε το παλιό ρολόι του παππού, αυτό με την αλυσίδα, κι όταν πήγαν με τον πατέρα του να το πάρουν επισκευασμένο πια, ο μάστορας του χρόνου, του χάρισε ένα μικρό ρολογάκι με χάλκινο περίβλημα, λέγοντας του:
« Ορίστε, να ένα κομμάτι τούρτα για το μικρό μου φίλο!». Όταν τον είδε να στυλώνει τα μάτια του με απορία του εξήγησε: « Ο χρόνος είναι μια μεγααάλη στρογγυλή τούρτα και κάθε ρολόι έχει μέσα του κι ένα από τα κομμάτια της…»
«Και τι γεύση έχει;»
Ο πατέρας πλήρωσε κι έφυγαν άρον άρον χωρίς να μάθει ποτέ την απάντηση. 
Όλες του οι σκέψεις εξαφανίζονταν αργά. Το ρολόι του μυαλού του αντηχούσε στο χάος του ασυνείδητου πριν  να βυθιστεί ολόκληρος στην ανυπαρξία του ύπνου. Εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου τον βρήκε η συμφορά και πετάχτηκε από τον καναπέ σαν πεινασμένος βρικόλακας από το φέρετρο του. Πώς ξεγελάστηκε έτσι; Είχε αγοράσει μια φορητή συσκευή για να ακούει μουσική με ακουστικά. Όταν την άνοιγε, στην οθόνη της πρόβαλε ένα ηλεκτρονικό ρολόι. Πίσω από τους δείκτες ήταν κρυμμένος ένας απαίσιος κούνελος με μοχθηρό ύφος. Όσες φορές κι αν το είχε ρυθμίσει στη σωστή ώρα, εκείνο είχε τη δική του αναρχία κι όταν το έκλεινε και το ξανάνοιγε έδειχνε πάντα δώδεκα. Μόνο όταν το άφηνε πολλή ώρα ανοιχτό επανερχόταν από μόνο του στη σωστή ώρα. Το είχε παρατήσει. Δεν το άντεχε. Δεν μπορούσε να υποφέρει την όψη του κουνελιού που το στοίχειωνε και την απειθαρχία του στο χρόνο.
Ίσως να ήταν αργά, ίσως και να μην ήταν. Έτρεξε να το βρει, έκανε άνω κάτω όλο το σπίτι, το βρήκε, πάτησε το κουμπί, αρνήθηκε να ανοίξει, κατάλαβε πως δεν είχε μπαταρία, βρήκε το φορτιστή, το έβαλε στην πρίζα – ανάσα βαθιά- ευτυχώς, να το χρονοβόρο κουνέλι με τους δείκτες στα χέρια! Σωριάστηκε στο πάτωμα έτοιμος να βάλει τα κλάματα επειδή δεν θυμόταν πόση ώρα χρειαζόταν για να αποβάλλει το ρολόι της οθόνης την αναρχία του και να ενταχθεί στο σύστημα της τούρτας. Εννιά η ώρα. Η οθόνη έδειχνε μεσάνυχτα. Δέκα η ώρα. Η οθόνη έδειχνε μεσάνυχτα. Έντεκα η ώρα. Η οθόνη έδειχνε μεσάνυχτα. Μια τρομερή σκέψη τον αναστάτωσε. Αν αυτό το ρολόι δεν επέστρεφε στην κανονική ροή του χρόνου πώς θα άλλαζε ο χρόνος αφού θα έδειχνε ήδη μεσάνυχτα; Η παρόρμηση να ελέγξει από τη αρχή όλα τα ρολόγια, του έσφαξε τον εγκέφαλο και τον ένιωσε να αιμορραγεί από παράλογες σκέψεις.
 Το στομάχι του να ανακατεύτηκε. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο, έχωσε το κεφάλι του στην μπανιέρα κι έκανε εμετό. Έπρεπε να βγει από αυτό το σπίτι. Δεν ήθελε να είναι άλλο εδώ μέσα. Σηκώθηκε, πήρε τη σαμπάνια του σουπερμάρκετ, άνοιξε την πόρτα κι ο διάδρομος με το τρεμάμενο φως του φάνηκε τεράστιος και γεμάτος αρπακτικές σκιές. Βήμα βήμα και με το δεξί χέρι στον τοίχο να τον στηρίζει έφτασε απέναντι σχεδόν ράκος από την πίεση που ασκούσε στον εαυτό του. Χτύπησε το κουδούνι, δεν τον άκουσαν, χτύπησε με το χέρι δυνατά. Η πόρτα άνοιξε σε αργή κίνηση δολοφονώντας τη σιγή που είχε κλωσήσει μέσα του τόση φασαρία. Η μουσική έπαιζε τέρμα δυνατά, οι καλεσμένοι χόρευαν και τραγουδούσαν, τα φωτάκια του δέντρου αναβόσβηναν, η οικοδέσποινα τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο πάρτι. Όλοι τον άγγιζαν, τον χαιρετούσαν και τον χτυπούσαν στην πλάτη σαν να τον περίμεναν. Στο κέντρο του τραπεζιού με τα φαγητά δέσποζε μια τεράστια τούρτα και μαντεύοντας τη σκέψη του, του είπε χαχανίζοντας: 
«Δεν ξέρω να φτιάχνω βασιλόπιτα κι έφτιαξα τούρτα. Γεύση φράουλα. Την τρως;»
Πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news