της Κασσάνδρα Αλογοσκούφι
Μια φορά και έναν καιρό ήταν
δυο ανώφελα δέντρα. Είχαν απλώσει μάλιστα τις αρίδες τους στους πιο κεντρικούς
δρόμους –σ’ένα σταυροδρόμι- και καμώνονταν τους πολύξερους.
-Ξέρεις;
-Ναι ξέρω.
Έλεγαν σαν ηχώ ο ένας στα λόγια του άλλου.
Κι όχι μόνο αυτό έστηναν αυτί στις κουβέντες των περαστικών. Και ακόμα
χειρότερα και εδώ είναι και το ανήθικο της ιστορίας, τα δυο ανώφελα δέντρα
έκλεβαν τα φύλλα των άλλων δέντρων και όταν ερχόντουσαν οι περαστικκοί να
πάρουν έναν υπνάκο, τα ανώφελα δέντρα απλώναν τρομερά ριζίδια προεκτάσεις των
κακόβουλων ριζών τους, αγκάλιαζαν το κεφάλι των κοιμωμένων και απομυζούσαν τα
όνειρα και τις αναμνήσεις τους.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που
χάσαν κάθε μνήμη.
Ύστερα περιφέρονταν σαν ανώφελοι άνθρωποι
δίχως μνήμη, πατρίδα και όνομα. Αυτοί οι άνθρωποι οι λεγόμενοι ανώφελοι
άνθρωποι ή ξεριζωμένα δέντρα σκάρωναν την ίδια παρωδία σε όποιον έβρισκαν.
Τρυπώναν στις πιο περίοπτες πολιτείες. Μαθαίναν γράμματα κι ό,τι άλλο
χρειαζόταν και καταλάμβαναν θέσεις πολιτικές, διοικητικές. Και σαν ερχόντουσαν
άνθρωποι να ξαποστάσουν σιμά τους ή να τους ζητήσουν βοήθεια, εκείνοι λέγαν -οι
ανώφελοι άνθρωποι δηλαδή:
-Στάσου μια στιγμή,
ξεκουράσου ή ονειρέψου.
Τα θύματα εντελώς ανυποψίαστα
ξεκουράζονταν, χαλάρωναν ή ονειρεύονταν κοντά τους, ενώ εκείνοι άπλωναν νοητά
ριζίδια -τα ίδια ριζίδια που τους είχαν απλώσει τα ανώφελα δέντρα για να
κλέψουν τις αναμνήσεις τους- κι έτσι τα ριζίδια των ανώφελων ανρώπων έκλεβαν τα
όνειρα του κόσμου, των υπηκόων και πολιτών. Κι έτσι προέκυψαν οι ανώφελοι
πολίτες και οι ανώφελοι κόσμοι.
Κι ετούτη την ιστορία την
έμαθα ως εξής:
Είχα μεγάλη επιθυμία να αποδράσω από την
πολιτεία. Να αποδράσω από τα προβλήματα, από την ανεργία, τη γκρίνια του κόσμου
και τα γκρίζα όνειρα της μεγαλούπολης.
Πήρα δρόμο, άφηκα δρόμο και έφτασα μέχρι
τα πρόθυρα του υπαρκτού κόσμου με εκείνον του ονείρου. Στα σύνορα των δύο
κόσμων, φανερώθηκαν σαν από το πουθενά δύο τρεμάμενα δέντρα.
Με το μου με αντικρίσαν τρίψανε τα κλαδιά
τους με ευχαρίστηση. Μου συστήθηκαν ότι είναι τα πιο ανώφελα δέντρα. Τους ρώτησα
τι σημαίνει;
Μου απάντησαν ότι τα ανώφελα δέντρα
χρειάζονται το πιο ανώφελο νερό για να ζήσουν, το οποίο εν μέρει προκύπτει από
το νερό της λήθης.
Τους ρώτησα αν διψούν κι αν
χρειάζονται έναν κουβά νερό να πάω να τους το φέρω.
Με
ρώτησαν: μέσα στην ερημιά που θες να βρεις τέτοιο μονάκριβο νερό;
Τους έδειξα το βλέμμα μου
που θόλωνε από τη συγκίνηση.
Τους είπα σα νερό δεν
υπάρχει θα σας φτιάξω λίγο.
-Αρκεί
να σταθώ και να σκεφτώ, ή για την ακρίβεια να σταθώ να θυμηθώ το παρελθόν μου,
αλλά και να κλάψω για το μέλλον και τα χαμένα όνειρα που έκαμα σαν ήμουν παιδί.
Τα ανώφελα δέντρα
κοιτάχτηκαν συναμεταξύ τους.
Τα κλαδιά τους έλαμψαν από
φυλαργυρία και άρχισαν να ρίχνουν αγκωνιές και σκουντήματα το ένα στο άλλο.
Κάπου το πήγαιναν.
-Θέλετε νερό; Είπα.
-Ναι, θέλουμε.
-Αλλά βρε
καημένε γιατί να σε βάλουμε να κλάψεις και να υποφέρεις για δυο κουβάδες νερό.
-Θα μας σώσεις,
εννοείται, αλλά να πώς να αντέξουμε τη θλίψη σου και πώς να σου ανταποδώσουμε
μετά;
-Θέλω δύο στάλες γη για
να πεθάνω.
-Αν αυτό θες θα στο
δώσουμε.
-Να σου
στρώσαμε να κοιμηθείς για να ξυπνήσεις φρέσκος για τα κλάματα.
Μου εδειξαν στα ριζά τους.
Τους εμπιστεύτηκα και ξάπλωσα ανάμεσα στα
δυο ανώφελα δέντρα.
Τα όνειρά μου ήταν ανάστατα.
Δέντρα αιμοβόρα με κύκλωναν και ζήταγαν για μερτικό τη ζωή μου.
Σα ξύπνησα συνέβη κάτι
ολότελα δυσάρεστο.
Βρέθηκα σε ένα ξύλινο κλουβί
καμωμένο από τις πιο φριχτές ρίζες του κόσμου.
Ήμουν φυλακισμένος μέσα στο
σώμα των δέντρων.
-Τώρα να, είχαμε το εξής
δήλημμα: Θα μπορούσαμε την ώρα που κοιμόσουν να σου ρουφήξουμε όλο το μυαλό,
όλα τα όνειρα και τις αναμνήσεις και να σου μεταδώσουμε την ασθένεια μας. Να σε
κάνουμε ένα αιμοβόρο ανώφελο δέντρο.
-Ζυγιάσαμε όμως την
καλοσύνη σου, την ανεξάντλητη φαντασία και την καλή πίστη που μας έδειξες με το
να προσφέρεις τα δάκρυα μιας ολάκερης ζωής για να μας ξεδιψάσεις και τελικά
αποφασίσαμε να σε κρατήσουμε εδώ ανάμεσά μας.
Κι έμεινα χρόνους τριάντα. Μέσα στην πιο
ανώφελη φυλακή. Ήταν το ξύλινο υποσυνείδητο κελί που μου πλέξανε η συνήθεια και
η γλώσσα της πόλης που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Χρόνο με τον χρόνο η στ’αλήθεια
πλούσια φαντασία μου ξεθώριασε.Συνέχισα να κλαίω. Ένα δάκρυ την ημέρα. Σήμερα,
κλείνω 10 χιλιάδες 950 γεμάτα κρυστάλλινα δάκρυα για την αλόγιστη και ανώφελη
ζωή που έζησα μέσα στο αστικό ξύλινο κελί μου.
Δε μετανοιώνω, ίσως έτσι να γίνω πιο
χρειαστός σε αυτούς που θα έρθουν. Μόνο μία αμαρτία διέπραξα. Τις ιστορίες μου
τις έγραψα στα κλεμμένα ανώφελα φύλλα των ανώφελων δέντρων που στη συνέχεια τα
πήρε ο άνεμος και τα έδιωξε μακρυά. Ίσως ετούτη η ιστορία να κρύβει ένα σιωπηλό
θαυμασμό προς τη δεσμοφυλακή μου.
Να με
συμπαθάτε δηλαδή. Τέτοια η φύση του ανθρώπου, όλα να τα ξεχνά και όλα να τα
συγχωρεί κάποτε. Και ενώ αρνήθηκα να γίνω ανώφελος άνθρωπος σαν κι αυτούς, εν
τούτοις συμβιβάστηκα με την ιδέα και συγχώρησα τους ανώφελους ανθρώπους και τις
ανώφελες πολιτείες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)