Τρίτη 13 Μαΐου 2014

[Άνθρωποι που δεν ήξεραν να τραγουδάνε] Γιώργος Σαραντάρης ~ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε το 1908 στην Κωνσταντινούπολη και απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1941 στην Αθήνα. Η οικογένεια του μετά την γέννηση του ποιητή μετακόμισε στην Μπολώνια μετά από μια σύντομη παραμονή στον Πειραιά. Ο Σαραντάρης ζούσε σε ελληνικό περιβάλλον αλλά μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε κατά τέτοιο τρόπο που η πρώτη του γλώσσα ήταν τα ιταλικά. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την ζωή του στην δεκαετία του 1920 παρά από δύο ιταλικά πεζά κείμενα, "Γνωριμίες και φιλία" και "Η αυλή", που έγραψε ο ίδιος περιγράφοντας αναδρομικά τα πρώτα του χρόνια. Κατά την διάρκεια της επικράτησης του Μουσολίνι στην Ιταλία αρχίζει την πνευματική του ζωή.Υπήρξε λάτρης των σύγχρονων ρευμάτων στην Τέχνη και την φιλοσοφία. Δέχτηκε επιρροές από τους τότε μοντέρνους ποιητές Μπωντλαίρ και Ρεμπώ αλλά η προσήλωσή του ήταν σε ένα από τους μεγάλους ποιητές και φιλόσοφους του 19ου αιώνα, τον Τ.Λεοπάρντι. Διαβάζει πολύ το έργο του Ουγκαρέτι και συμπαθεί τους ποιητές της σκιάς και του λυκόφωτος. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Μπολώνια αλλά λόγω της χρεωκοπίας του πατέρα του μετακομίζουν και συνεχίζει και ολοκληρώνει τις σπουδές του στα νομικά στο πανεπιστήμιο της Ματσεράτα. Μετακόμισε στην Αθήνα το 1931 και δεν επέστρεψε ξανά στην Ιταλία παρά μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του.


Το έργο του

Το φιλοσοφικό έργο του Σαραντάρη περιέχεται σε τρία αυτοτελή βιβλία που εξέδωσε από το 1937 έως το 1939 και σε διάφορες μελέτες και άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Δίκαια, λοιπόν, κατατάσσεται στους ποιητές-φιλόσοφους και μάλιστα το έργο του ήταν υπαρξιακό με θέμα την αυθεντική ύπαρξη του ανθρώπου με θεολογικό θεμέλιο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1933 "Οι αγάπες του χρόνου" ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές "Τα Ουράνια", "Αστέρια", "Στους φίλους μιας άλλης χαράς". Ο αδόκητος θάνατος του ποιητή άφησε ένα μέρος του έργου του που ο ίδιος δεν είχε προλάβει να εκδώσει.


Άνθρωποι που δεν ήξεραν να τραγουδάνε

Άνθρωποι που δεν ήξεραν να τραγουδάνε
Άλλαξαν ζωή και ήρθανε κοντά μας

Κάναμε ειρήνη και τώρα περπατάμε όλοι μαζί
την άκρη της λίμνης

Δεν μιλάει κανείς όλοι σωπαίνουν
κι εύχονται να μην πεθάνει ο ήλιος

Σταμάτησαν οι φωνές μας
Σα να βρεθήκαμε κάποτε μπροστά σε μαγικό ποτάμι

Γράμματα σε μια γυναίκα (απόσπασμα ΙV)

(ο λυρισμός δεν είναι άλλο παρά η πλέρια αισιοδοξία μας)

Από την φύση σου φεύγεις, τώρα που νιώθεις πως υπάρχεις.
Τώρα καταλαβαίνεις το φοβερό εμπόδιο του χρόνου, την αναπότρεπτη
μικροπρέπεια του θανάτου. Και ποθείς την προσήλωση σε τούτη την αλήθεια,
σ' αυτό τον εαυτό σου που βγήκε ξαφνικά από το χάος, και γέμισε 
με την πεποίθησή του σαν ογκώδες φως το κενό, προίκησε με ένα 
μοναδικό παλμό μια καρδιά που πήγαινε να ξεψυχήσει.
Σα μια σιγή υπήρξες στο παρελθόν, τώρα μετουσιώθηκες, και παρδαλή
εικόνα του βίου σου βλέπεις τις χτεσινές αγάπες. 
Γιατί ο εαυτός σου δεν πλαγιάζει εκεί. Τρέχει μπροστά, και αυθόρμητα 
σηκώνεσαι να τον προφτάσεις, για να είσαι εσύ, να είσαι εσύ πριν 
σκορπιστεί η πίστη, κάθε πίστη από το σύμπαν.
Τώρα δεν έχεις πια καμώματα. Δεν κρύβεσαι, δεν οπισθοχωρείς.
Γιατί στον ανοιχτόν αγώνα η τύχη σου, ο αγώνας η τύχη σου 
ευγενική συμπεριφορά θ' αναδείξουν. Κι η μοναξιά σου,
αν χαθεί η ειδή σου, σαν άγαλμα θα παραμείνει.


Παρενθέσεις (αποσπάσματα)

Ζούμε σε μια γη, όπου το σώμα μας δεν πιάνει τόπο,
και γι αυτό έρχεται η ματαιοδοξία να πιάσει τον τόπο,
που θα προτιμούσαμε για το σώμα μας, και 
που, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, επιθυμούμε
ν' αποκτήσει εκείνη η παραίσθηση του εαυτού μας,
που είναι η ματαιοδοξία  

Υπάρχει ένας καθρέφτης μέσα μας, είναι ο ήλιος.

Η ζωή κάποτε σ' εμένα μου φαίνεται ένα με την θάλασσα.
Γιατί η ζωή κάποτε σ' εμένα μου φαίνεται ένα με την θάλασσα;

Τι είναι αυτό το πράγμα που λέγεται ύπνος;


Πότε ολάκερη η γη θα μπει σε μια γλώσσα;


Δώρον Άδωρον

Δώρον άδωρον γίνηκε στα χέρια μας η αγάπη
Του κάκου είπαμε στον εαυτό μας να μην τ' ομολογήσει
Η φήμη έτρεξε πρώτα από εμάς και μας διαπομπεύει τώρα
Όπου κι αν πάμε όπου και αν ζητήσουμε τη μοναξιά 
Κι έτσι ο εφιάλτης του θανάτου μας παρακολουθεί
Δεν μας αφήνει να ανασάνουμε και να κυττάξουμε τη ζωή μας
Κάτι σαν τρομερότερη μοίρα μας φαίνεται σ' εμάς τους ίδιους
Σταλμένος από τη δικαιοσύνη 

Ακόμα κι η Σελήνη

Ακόμα κι η σελήνη μας θυμάται
Ήπιαμε νερά πολλά σε χίλιους κόσμους
Ήπιαμε πρόσωπα γυναικών γεμάτα ρόδα
Κρασιά που άναβαν όχι τον πόθο 
Αλλά το ήρεμο τρικύμισμα μέσα στην πλάση
Σταθήκαμε μπροστά στην πόρτα της αυγής
για να περάσει ο ήλιος
Φιλήσαμε τη χλόη 
που είχε πατήσει ο Αυγερινός
Μιαν εποχή τραφήκαμε με πορτοκάλια

Τώρα τραβάμε τον καιρό από την μέση

Γλεντοκοπάμε αλύπητα όταν σκάει η μέρα
Τα βράδυα σε κορυφές βουνών
μας ανεβάζει ο αγέρας
Και φέρνουμε μαζί γυναίκες και παιδιά
για να μιλήσει ο τόπος
Να χαίρονται τα σπλάχνα
που δεν μας τρώει το σκοτάδι

Πηγή κειμένων : "Γιώργος Σαραντάρης Έργα"
έκδοση Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2001


 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news