Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Γκραβούρα εποχής

διήγημα
του Αλέξανδρου Κατσούδα
Μάρκος Ερέτης

«Όταν κάναμε αυτά που τώρα σού διηγούμαι παιδί μου, δεν σκεφτόμασταν και πολύ.Δεν υποψιαζόμασταν ποιες συνέπειες θα είχε αυτή μας η δράση. Σαν κάτι άλλο, έξω από εμάς, να μάς οδηγούσε.
Γι’αυτό γράψαμε ιστορία την στιγμή που εκείνη απουσίαζε»

Ακριβώς μ’αυτά τα λόγια, με αποχαιρέτησε για κόσμους άλλους, ο άνθρωπος που λάτρεψα περισσότερο απ’οτιδήποτε. Ο παππούς μου, ατίθασο λευκό άλογο μέχρι τον θάνατό του και μ’ένα τσιγάρο στο χέρι που ο καπνός του μύριζε πιο βαρειά κι από πούρο, μ’έμαθε πολλά πράγματα.
                 

Να μην λησμονώ όσους έφυγαν,
να σέβομαι τον εαυτό μου και να μην αφήνω κανέναν να μιλήσει με καταφρόνια για τα χέρια μου. Σ’αυτά στηριζόμαστε.
Ν’αγαπώ τις μανάδες όλου τού κόσμου,
να καρτερώ τον αυριανό ήλιο και μόνο και να φέρομαι στις γυναίκες, όπως φέρεται ο κηπουρός στα λουλούδια. Ακόμη κι όταν τα ξεγυμνώνει κλαδεύοντάς τα, σκοπός του είναι να ξανανθίσουν δυνατά και πιο όμορφα.

Δεν μ’έμαθε όμως ν’αποχωρίζομαι.
Κάθε ανάμνηση και μια στοιχειωμένη εικόνα. Η μνήμη γλυκός εφιάλτης.
Πώς ν’αποχωριστώ το ποδήλατο που με δασκάλεψε ν’αντέχω στον πόνο κάθε φορά που πέφτω;
Το εισιτήριο που μού θυμίζει εκείνα τα μέρη στα οποία ταξείδεψα μ’ένα μολύβι στο χέρι;

Κι αν δεν πήγε σχολείο ο παππούς μου ο Παύλος, ήξαιρε την αλφάβητο απ’την καλή και την ανάποδη. Όσες στιγμές έχανα το δρόμο μου, φανέρωνε μπροστά μου μυστικά μονοπάτια με καμέλιες και αιμάτινα αγκάθια.

Θυμάμαι μια φορά που καθώς καθάριζα ένα ρόδι, λερώθηκα και το πουκάμισό μου με τα κοντά μανίκια το οποίο μού είχε κάνει δώρο, από λευκό έγινε κατακόκκινο!
Δυστυχώς δεν ξέφυγα από το γρήγορο βλέμμα του και μ’ένα έντονο μειδίαμα στο πρόσωπο, είπε: Τώρα πρέπει να κατάλαβες πως με ό,τι καταπιάνεσαι, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Το ρόδι δύσκολα φεύγει. Το ίδιο και η ρετσινιά. Δεν σε σώζει κανείς.

Πάντοτε αναρωτιόμουν, γιατί σε κάθε μου κίνηση είχε να μού εξηγήσει χίλιες δυο άλλες. Με προετοίμαζε θαρρώ για τα λάθη που θα’κανα αργότερα. Εγώ, για να γεφυρώσω το χάσμα αυτό τής ηλικίας, φερόμουν σαν μεγάλος, άλλοτε σαν μικρός, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα «ν’αρπάξω» τους αναστεναγμούς του απ’τα μαλλιά, όπως ακριβώς την τύχη.
Συνέχεια, πρωϊ και βράδυ, με ταλαιπωρούσαν τα λόγια του. Είτε θα’πρεπε να βιώσω αυτά που βίωσε, πράγμα αδύνατον, είτε να έκανα τα τόσα αχ! που έβγαιναν απ’το πλατύ του στέρνο, φυλαχτό στο μαξιλάρι.

Μακάρι να μ’αξιώσει ο Θεός, να κυτταχθώ στον καθρέφτη γυμνός από ιδέες και ενοχές και να δεχθώ τον εαυτό μου ως έχει.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, σήμερα, λίγα χρόνια μετά τον χαμό του με ταλαιπωρούν ακόμη τα λόγια του και ο ίδιος επιζητώ αυτήν τη δοκιμασία.

Θα’ναι επειδή ήξαιρε πώς γράφεται η λέξη ζωή και η λέξη θάνατος. Ίσως, διότι ευτύχησε να χορέψει ξιππόλυτος στη βροχή ενώ οι άλλοι χάνονταν στα αμέτρητα ζευγάρια παπούτσια αφού γνώριζε πως οι βροχές και τα χιόνια, σίγουρα, θα φέρουν την άνοιξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news