Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

[Ακριτική Ποίηση] ~ ΔΟΚΙΜΙΟ

Ποιοι ήταν οι ακρίτες

Το μυστικό της γοητείας και της δύναμης κάθε μεγάλης ποίησης βρίσκεται στην πραγματικότητα της ζωής που εκφράζεται μέσα από αυτήν. Και αυτή η ζωή είναι εξίσου αλήθεια και όνειρο, ιστορικό συμβεβηκός και ανθρώπινο πάθος. Κι αν αυτό το συναντάς στην προσωπική, ατομική ποίηση, συμβαίνει πολύ περισσότερο στην ανώνυμη ποίηση που είναι επική δημιουργία των λαών.

Η λέξη Ακρίτης αναφέρεται για πρώτη φορά στο έργο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου «Περί Βασιλείου Τάξεως» (10ος αιώνας). Εκεί σαν Ακρίτες θεωρούνται οι στρατιώτες των ακριτικών θεμάτων. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από την βυζαντινή λέξη ‘άκραι’ ή ‘άκρα’ που δηλώνει το σύνορο. Αλλά αν η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια των Μακεδόνων, οι Ακρίτες έχουν την αρχή τους στην στρατιωτική οργάνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Τα απέραντα σύνορα του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσαν μόνιμες φρουρές και οχυρώσεις λόγω των συνεχών επιθέσεων. Στους στρατιώτες που βρίσκονταν στις συνοριακές αυτές περιοχές, όταν έφευγαν από τον στρατό τους παραχωρούσαν γη. Έτσι αναπτύχθηκαν πολλές μεθοριακές αποικίες που στην συνέχεια εξελίχτηκαν σε πόλεις όπως π.χ η Κολωνία και η Βιέννη.
Ο Διοκλητιανός (285-305) και έπειτα απ αυτόν ο Κωνσταντίνος(306-337) αναδιάρθρωσαν τον στρατό σε δύο μεγάλα σώματα :
Το ένα στατικό, που επιτηρούσαν τους βαρβάρους και προστάτευαν την αυτοκρατορία από εισβολές, οι ripariensis limitanei.

Το δεύτερο κινητό, ένα ευέλικτο στρατιωτικό σώμα που σε κάθε εισβολή έσπευδε να κλείσει τα ρήγματα και να αποκαταστήσει την ρωμαϊκή ειρήνη, οι comitanses palatine.
Το Βυζάντιο κληρονόμησε την στρατιωτική οργάνωση της Ρώμης. Μέχρι τα χρόνια και του Ιουστινιανού όμως η φρούρηση των συνόρων εγκαταλείφθηκε. Η αναμόρφωση φαίνεται να άρχισε με τον Ηράκλειο και τελειοποιήθηκε από τους Ισαύρους  «Αρχή του στρατιωτικού συστήματος ήταν ορισμένα  συντάγματα στρατοπεδευμένα σε συγκεκριμένες επαρχίες και υποδιαίρεση του συντάγματος η τούρμα. Κάθε σύνταγμα το αποτελούσαν δυο ή τρεις τουρμαχίες με διοικητή τον τουρμάρχη. Την τούρμα την αποτελούσαν τρεις μοίρες που είχαν διοικητές τους δρουγγάριους. Την μοίρα την διαιρούσαν σε δέκα ομάδες ή τάγματα με διοικητή τον κόμητα».

Όμως ορισμένες μεθοριακές περιοχές βρίσκονταν έξω από αυτήν την οργάνωση. Ονομάζονταν ‘κλεισούρες’ και είχαν σαν διοικητή τον ‘κλεισουράρχη’. Με αυτές τις μεθοριακές φρουρές συνδέονταν οι Ακρίτες που πολλές φορές δρούσαν ως επικεφαλής τους. Πολεμούσαν κατά των Αράβων και των Απελατών (άτακτα πολεμικά φύλα που δρούσαν στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας).
Ακριτικές οικογένειες όπως οι Δούκες, οι Φωκάδες, οι Αργυροί και οι Μελισσηνοί είχαν αποκτήσει τέτοια δύναμη τον 9ο και 10ο αιώνα που πολλές φορές με στάσεις απειλούσαν την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Η παρακμή των Ακριτών άρχισε με από τα χρόνια του Φωκά όπου το Βυζάντιο άρχισε την νικηφόρα πορεία του προς την Ανατολή.

Ακριτική Ποίηση


Δύο χιλιάδες περίπου ποιήματα αποτελούν τον ακριτικό κύκλο. Και ιστορούν σε πλούσια και καθαρή νεοελληνική γλώσσα τους αγώνες των ακριτών, τον ηρωισμό, τις περιπέτειες και την λάμψη της ζωής τους.
Ο Βουτιερίδης μας λέει ότι η σύνθεση αυτών των πολυάριθμων ποιημάτων έγινε από τον 6ο ‘έως τον 12ο  άλλοι ερευνητές κατεβάζουν το όριο στον 10ο αιώνα
Τα γεγονότα που ιστορούν τα ποιήματα του ακριτικού κύκλου μιλούν για τις ανατολικές άκρες της αυτοκρατορίας, Αραβία, Καππαδοκία, Αμόρι, Άγκυρα. Ο Ν. Πολίτης θεωρεί σαν κοιτίδα του Ακριτικού Πολιτισμού την Καππαδοκία.
Η λαική ποίηση των ακριτών είναι βαθιά ανθρωποκεντρική και ελληνοκεντρική. Δεν υπάρχουν επώνυμοι δημιουργοί αν και σίγουρα υπήρξαν συγκεκριμένοι ποιητές αλλά η λαϊκή ψυχή των ποιημάτων, ο τρόπος διάδοσης και ο τρόπος ύπαρξης την καθιστούν απρόσωπη. Πολλοί είναι οι ήρωες που συναντάμε στην ακριτική ποίηση όπως ο Φωκάς, ο Δούκας, ο Ανδρόνικος, ο Αλέξης, ο Νικηφόρος,, ο Πορφύρης και ο πιο μεγάλος απ όλους ο Διγενής. Τα τραγούδια του Διγενή αποτελούν ιδιαίτερο κύκλο μέσα στην Ακριτική ποίηση, τον πιο μεγάλο και πιο σημαντικό. Ο Ν. Πολίτης τα υπολογίζει γύρω στα 700. Μιλούν για τον ηρωισμό του αλλά και για την ζωή του με τους γονείς του, την γυναίκα του, τα χρόνια της ειρήνης και τέλος για τον θάνατό του. Πολλοί μελετητές της Ακριτικής ποίησης προσπάθησαν να συνδέσουν και ως ένα μεγάλο βαθμό τα κατάφεραν, τους ήρωες της ποίησης με ιστορικά πρόσωπα. Έτσι ο Διγενής συνδέεται με τον Τουρμάρχη των ανατολικών Διογένη που σκοτώθηκε όπως αναφέρει ο Θεοφάνης το 788 σε μάχη εναντίον των Σαρακηνών.

Η νεοελληνική γλώσσα εμφανίζεται στην ακριτικό κύκλο ολοκληρωμένη και θα προκαλούσε μικρότερη έκπληξη αν γνωρίζαμε περισσότερα για την δημοτική ποίηση και την εξέλιξη της δημοτικής γλώσσας στα χρόνια του Βυζαντίου. Ελάχιστα όμως σώζονται αλλά φαίνεται καθαρά πως διαμορφώθηκαν σε καθαρά ελληνικά πλαίσια μακριά από κάθε δυτική επίδραση. Η γλώσσα λειτουργεί χωρίς παραμορφώσεις και δεν υπάρχουν χασμωδίες. Είναι ελεύθερη από τα δεσμά του αττικισμού έχοντας αναπτύξει τις γραμματικές δομές που είναι σύμφωνες με την φωνητική και την λειτουργία της. Υπάρχει μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα σε φωνήεντα και σύμφωνα. Η συνίζηση όπως παρατηρεί ο Βουτιερίδης είναι ένας βασικός λόγος για την μορφική και ακουστική τελειότητα του δημοτικού στίχου.

Το ποίημα "του Αρμούρη" εικάζεται ως το πιο παλιό από τα ηρωικά ποιήματα μιας και εξελίσσεται από τον 7ο μέχρι τον 9ο αιώνα.  Είναι συγχρόνως από τα σημαντικότερα και ωραιότερα ποιήματα τόσο για την τεχνική όσο και για την γλώσσα. Ό, τι απέμεινε από αυτό - μόνο 200 στίχοι σώζονται - δείχνουν μια υπόθεση αρρενωπή και άρτια. Ο πατέρας του Αρμούρη, άρχοντας και φοβερός πολεμιστής, πέφτει στα χέρια των Σαρακηνών. Για χρόνια βρίσκεται φυλακισμένος στις φυλακές του εμίρη. Ο γιος του, το μικρό Αρμουρόπουλο, 12 μόλις ετών θέλει να πάρει μέρος στη ελευθέρωση του πατέρα του από την πολύχρονη αιχμαλωσία του. Λίγοι ενδεικτικοί στίχοι ακολουθούν

του Αρμούρη

Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα,
σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει·
μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει.
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει:
«Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου,
νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω».
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει:
«Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει.
Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς,
ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου,
τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν,
ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι·
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο,
καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς».
Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν,
κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει.
Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον,
εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη.
Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει.
«Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;»
Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει:
«Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον·
στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε,
ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη,
καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον».
Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον,
ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης.
Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια,
ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε.
Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην,
ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει.
Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον:


Όλο το διασωθέν ποίημα θα το βρείτε εδώ



Του μικρού βλαχόπουλου



Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλον, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουσι και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμ΄έχουν τους μαύρους των 'σ΄τον πλάτανο δεμένους.

Του Κώστα τρώγει τα σίδερα, του Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.

"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην."

Ώς πού να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.

"Για σύρε συ Βλαχόπουλο σ΄τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν' πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."

Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους,
τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνασαι, μαύρε μ', δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μανδήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ' την ζάλη.

-Σαΐττες μου αλεξανδριανες, καμιά να μη λυγίση,
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ', ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε πα νά μπουμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλη!"

Σ΄τα έμπα του εμπήκε σαν αετός, σ΄τα ξέβγα σαν πετρίτης,
σ΄τα έμπα του χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.

Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.

Στοn δρόμον όπου πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού΄σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη ανδρειωμένε;
αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."



Ο Θάνατος Του Διγενή  
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τ΄ς ανδρειωμένους.
Νά΄λθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, νά΄λθει κι υιός του Δράκου,
Νά΄λθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Κι επήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένον.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
« Σαν τι να σ’ ηύρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις ;
- Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθίσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλιν φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργιές κοντάρι.
Βουνά καί κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που έζησα δω στον απάνω κόσμο,
κανέναν δεν φοβήθηκα απ΄ τους ανδρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλητον καὶ λαμπροφορεμένον,
πούχει της λύγκας τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλεύσουμε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυό να παίρνει την ψυχήν του. »

Κι επήγαν και παλεύσασι στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθεν κτυπά ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάμνει,
κι όθεν κτυπά ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάμνει.



Επίλογος



Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοτική ποίηση
ξαναπλάθεται αδιάκοπα στην φαντασία και στα χείλη του λαού, ότι συνδέεται με τον καινούριο κόσμο μες στον οποίο εξακολουθεί να ζει, ότι καινούριοι ήρωες και νέοι εχθροί κρύβονται πίσω από τα συμβολικά ονόματα.



Πηγή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνία, εκδόσεις Σταφυλίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)

Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)

Blogger templates


Blogger news