της Θεοδώρα Τζόκα
Νικόλα,
Ίσως και να μη σε γνώρισα ποτέ, αν και ήσουν αυτό
που μέσα μου έσκουζε σαν πρωτόγονη ανάγκη, όταν, περιπλανώμενη κι εγώ, έψαχνα
να βρω τους δικούς μου «κροκάνθρωπους» μέσα στο αχανές πλήθος των «Έτσι».
Δύσκολη η αναζήτησή μας στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, Νικόλα. Το ξέρω! Μάθε,
όμως, πως στη «λασπόσφαιρα» που σήμερα κατοικούμε - ναι, μ’ αρέσουν και μένα τα
λογοπαίγνια! - τίποτα δεν έχει αλλάξει. Βλέπεις, εσύ το «Φευγιό» σου καλά το κατέστρωσες
στο μαγαζάκι της Καλλιδρομίου (σύμπτωση το όνομα;), μα εγώ, ακόμα, βολοδέρνω
στη «Χώρα των Έτσι». Η μοναξιά, όπως ξέρεις, αφήνει ανεξίτηλα και εσαεί τα
σημάδια της στις ψυχές των ανθρώπων. Σαν σε παρασύρει κοντά της, κολλάει πάνω
σου σαν βδέλλα και δεν σ ’αφήνει ποτέ! Κρίμα που δεν συναντηθήκαμε ποτέ! Ή μήπως τελικά συναντηθήκαμε; Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο και αγαπητό. Σήμερα, μαθαίνω πως κυκλοφορούσαμε στους ίδιους χώρους την ίδια χρονική περίοδο: στο σκονισμένο με τα γύψινα αγάλματα υπόγειο της Φιλοσοφικής Σχόλης, εκεί, που είχες στήσει το θεατρικό «ναό» σου, στη ντισκοτέκ Apple, στο δώμα του Λευκού Πύργου, στις μπουάτ, στους αδειανούς από «κροκανθρώπους» ελικοειδείς δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά παρά μόνο στην καταστροφή.
Τώρα, που έστω αργά σου μιλώ και ξέρω πως μ’ ακούς εκεί που βρίσκεσαι με τον «μπαγάσα» σου, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ μήπως η μνήμη μου με διχάζει. Είναι, όμως, Νικόλα, το γεγονός ότι μόλις σήμερα είδα φωτογραφίες σου στο ιντερνέτ να περπατάς μαζί με το φίλο μου τον Αργύρη. Έτριψα τα μάτια μου μην μπορώντας να πιστέψω στην εικόνα που φιγουράριζε στην οθόνη μου! Και σαν έμβρυο, καταχωνιασμένη μέσα μου, μια ενθύμηση κλωτσάει ζητώντας να βγει κι αυτή στο φως. Το μυαλό μου έχει πάρει φόρα και μέσα στα λεπτά τειχία του στροβιλίζονται πολλά βασανιστικά ερωτήματα. Μήπως είχαμε, τελικά, γνωριστεί; Μήπως κάποτε προσπεράσαμε ο ένας τον άλλον, μήπως κάποτε κοιταχτήκαμε φευγαλέα στα μάτια, μήπως κάποτε άγγιξα το μανίκι σου στο πέρασμά μου, μήπως κάποτε καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι με τον Αργύρη; Είναι δυνατόν οι δρόμοι μας να διασταυρώθηκαν και να μη «χαμπάριασα» πως ήσουν εσύ ο κροκάνθρωπος που τόσο καιρό αναζητούσα; Συγχώρεσέ με αλλά η μνήμη μου με τα χρόνια έχει εξασθενήσει και σαν το εκκρεμές του ρολογιού παραπαίει αποδώ και αποκεί, ανάμεσα στην οπτασία και την ψεύτικη πραγματικότητα που μας σερβίρουνε οι άλλοι, οι "δήθεν" και οι "έτσι".
Νικόλα, έχω να σου εξομολογηθώ και κάτι …με μεγάλη μου ντροπή! Τα τραγούδια σου τα γνώρισα πολύ αργά στη ζωή μου. Ήταν καλοκαίρι του 1992 στη Χαλκιδική. Περνούσα μια πολύ άσχημη φάση. Γνώρισα έναν ψαρά, ωραίο παιδί με γαλανά μάτια και μια ατίθαση σπίθα στα μάτια του. Πήγαμε στο καΐκι του να τηγανίσουμε ψάρια και να πιούμε λευκό κρασί. Μου μίλησε για σένα, για τη ζωή σου, για το έργο σου, για τις ευαισθησίες σου, αλλά κυρίως για τη μοναδικότητά σου. Και μου χάρισε μία κασέτα με τα τραγούδια σου.
«Άκου», μου είπε, «άκου, και δεν θα είσαι ποτέ η ίδια». Η φωνή σου, μεστή και ρωμαλέα, συνάμα σκληρή και τρυφερή έφτανε στα αυτιά μας ενώ ο ήλιος έδυε πίσω από τις πλάτες μας. Η εικόνα έμεινε ανεξίτηλα μέσα μου γιατί, Νικόλα, αποτέλεσες ορόσημο στη ζωή μου. Εσύ και ο Έσσε με τον λύκο της στέππας του.
Νικόλα, εκεί που βρίσκεσαι «κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω» και εγώ, στο υπόσχομαι, θα «σου φτιάχνω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν».
Βιογραφικό υστερόγραφο για τον Νικόλα Άσιμο, με πηγή την Βικπαίδεια
Ο Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 - 17 Μαρτίου 1988, πραγματικό όνομα: Νικόλαος Ασημόπουλος) ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Τραγούδησε και πολλά άλλα τραγούδια σε λαϊκό ύφος. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που ιδεολογικά δεν ανήκε σε κάποιο χώρο. O ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε την "ταξινόμηση" σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του "κολλούν ταμπέλες".
Ο Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 - 17 Μαρτίου 1988, πραγματικό όνομα: Νικόλαος Ασημόπουλος) ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Τραγούδησε και πολλά άλλα τραγούδια σε λαϊκό ύφος. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που ιδεολογικά δεν ανήκε σε κάποιο χώρο. O ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε την "ταξινόμηση" σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του "κολλούν ταμπέλες".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)