της Melissa Harlloween
Σωτήριο έτος 1317
μονή Αγίου Φραγκίσκου
Μήνας Δεκέμβριος
ώρα μετά τον εσπερινό
και πριν το απόβραδο.
Λιτό το κελί με ένα
εσταυρωμένο μοναδικό στολίδι στο παλιό πέτρινο τοίχο, κάποια βιβλία με
δερματόδετη ράχη σε μια εσοχή και μια φθαρμένη Βίβλος ακουμπισμένη σε ένα μικρό
γραφείο. Το κρεβάτι στενό με μάλλινες κουβέρτες , διπλωμένες με τάξη και το μικρό
παράθυρο που επιτρέπει την θέα προς τη χιονισμένη αυλή σφαλισμένο γερά κρατώντας
τις δαγκωματιές του ψυχρού αγέρα απ’ έξω. Το τρίξιμο των ξύλων στο τζάκι και η
πένα της μαυροντυμένης φιγούρας είναι τα μόνα που σπάνε την απόλυτη σιγή. Ένα
κερί αχνοφέγγει πάνω στο γραφείο γεννώντας κι άλλες σκιές που σέρνονται σα
μικρά φίδια στο πάτωμα. Το χέρι που ξεπροβάλλει από το μανίκι κατάλευκο με
μικρές φλέβες να ασελγούν πάνω στο αγνό του χρώμα. Τρέμει ελαφρά καθώς βουτάει την
πένα στο μελάνι και μια στάλα του σαν αίμα γκρεμίζεται πάνω στο κίτρινο χαρτί.
«Αδερφή μου, το τέλος
πλησιάζει. Το μέλλον μου σα βελόνα που έκαμε τη τροχιά της φτάνει στο σημείο
ορισμού. Όλες οι απαντήσεις που χρόνια μάζευα κατάφεραν νέες ερωτήσεις να
γεννήσουν. Και ο όγκος, αθέλητο παιδί στα σπλάχνα του νου μου, από μόνος του
γρίφος και λύση μαζί. Αδερφή μου άκουσε με. Το Θεριό είναι εδώ. Προσπαθήσαμε
όλες να κρατήσουμε τον Δαίμονα εκτός των τειχών. Μα ορισμένες από μας γονάτισαν
μπροστά του. Και τώρα είναι Ανάμεσά μας. Οσφρίζομαι, αδερφή, το Κακό να πλησιάζει προς
το μέρος μου. Μαύρος καβαλάρης του ανήμερου αγέρα φορώντας στο πρόσωπο πύρινη μάσκα σφυρηλατημένη στα καμίνια
του Άδη. Στο στήθος του κρέμονται οι ψυχές της κόλασης και στα χέρια του κρατά
τα κρανία αυτών που τον αψήφησαν. Ακούω, αδερφή, το Κτήνος να ξύνει τα γαμψά
νύχια του έξω από το παραθύρι μου. Δεν έχω άλλο χρόνο. Δεν έχει σημασία που θα
πεθάνω, δεν έχει σημασία πως θα πεθάνω. Για την αθάνατη ψυχή μου νοιάζομαι.
Φοβάμαι μην γίνω και εγώ τρόπαιο του.
Συγχώρα με, αδερφή, για τα μαντάτα που θα λάβεις. Πρόσεχε! Κανέναν μην
πιστεύεις. Όλοι αγγελιοφόροι του ψεύδους θα είναι. Κοίτα τους στα μάτια και θα
καταλάβεις. Ναι.. Θεέ μου, τα μάτια τους. Νεκρά είναι και στη θέση τους
σκουλήκια σέρνονται. Υπηρέτες του σκότους θα έρθουν να σε βρουν και θα
προσπαθήσουν την ψυχή σου να ρουφήσουν. Διπλοκλειδώσου, αδερφή και προσευχήσου
στον ελεήμονα Κύριο!
Στην αιωνιότητα θ’ ανταμωθούμε, στους πράσινους τόπους του Κυρίου μας θα αγκαλιαστούμε»
Δίπλωσε προσεχτικά το γράμμα και το έβαλε ανάμεσα στις σελίδες της βίβλου.
Έβγαλε το σκοινί από το ράσο της και ανεβαίνοντας πάνω στην καρέκλα το πέρασε
στα κάγκελα του παραθύρου . Το έδεσε σφιχτά και κάνοντας μια θηλιά το πέρασε
στο λαιμό της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της ενώ δυο δάκρυα έπεφταν καυτά πάνω
στις παλάμες της.
«Συγχώρησε με Θεέ μου» είπε και έδωσε μια γερή
σπρωξιά στη καρέκλα. Εκείνη την ώρα
μπήκαν στο κελί της τρεις μοναχές και μόλις την είδαν να αιωρείται έβαλαν τις
φωνές. Η πιο ψύχραιμη από τις τρεις ανέβηκε γρήγορα στη καρέκλα και την
κατέβασε. Την ακούμπησαν στο κρεβάτι και μια απ’ αυτές έτρεξε να φωνάξει την
νοσοκόμα. Μετά από λίγη ώρα την είχαν συνεφέρει. Η ηγουμένη της κράτησε τρυφερά
το χέρι.
«Εστέλλα είσαι καλύτερα; Ποιες βδελυρές σκέψεις, παιδί μου, σ’ έσπρωξαν σ’ αυτήν
την πράξη; Αλλά όλα θα πάνε καλά τώρα. Μην στεναχωριέσαι» είπε με νόημα ενώ τα μάτια της ήταν δυο τρύπες της αβύσσου. Η Εστέλλα έβαλε το χέρι της στο λαιμό και κοίταξε γύρω της χαμένη. «Ω Θεέ
μου..τα μάτια σας..τα μάτια σας..» φώναξε απελπισμένα. Στην πόρτα του κελιού η
σκοτεινή φιγούρα χαμογέλασε και πλησίασε αργά προς το μέρος της.
Ένα κοράκι έκραξε δυνατά έξω από το παράθυρο και πέταξε ψηλά ανακοινώνοντας τον ερχομό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)