Μοιάζω τοὺς γέρους
ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...
VITA NUOVA
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ
νὰ ζῶ
ἔτσι ὅπως
ἕνα δέντρο,
ὁποὺ
θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ
τοῦ Ἀπρίλη
μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.
Kώστας Ουράνης (Κλέαρχος Νιάρχου 1890-1953)
μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.
Kώστας Ουράνης (Κλέαρχος Νιάρχου 1890-1953)
_______________________________________________
Σκαραμαγκάς
Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι κ΄ οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά
κ΄ οι βάρκες στην ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά γι΄ αλλού
τα παραγάδια και τ΄ αγκίστρια κ΄ οι πετονιές αραδαριά.
Όλος γαλήνιο αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά
κι αντίκρυ η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια
κόττερα μάγα, καραβάκια, τράτες, που σέρνονται αργά,
κι άλλα πλεούμενα που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια.
Γλυκόχρωμα γαλάζια ως πέρα τα τρεμοσάλευτα νερά,
τα κύματα μ΄ αφρόν ολάσπρο, κάπου στο βάθος των κατάρτια
και τα βουνάκια και τα βράχια, τα δεντελλένια στη θωριά
και κάποτε και κάπου – κάπου πανάκια ολόλευκα και ξάρτια.
Κι απ΄ όλα, από τις αχτιβάδες, και τα πετράδια στ΄ ακρογιάλι
ως τα βουνάκια και τα ψάρια, που τ΄ αγκιστρώνουν πετονιές
λάμπει μια υγεία και μιαν αύρα φυσάει σα νίκη ή μαϊστράλι
πνέει απ΄ τα βάθη κ΄ ένα ρέμα, παίρνει και ρέει απ΄ τις ρονιές.
Κι απ΄ το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα
ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά
σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ΄ οι γλάροι στο γλαυκό του αιθέρα
και νανουρίζεται η ψυχή μας στο κύμα αιθέρια και γλυκά.
Madona mia
Ανάλαφρη, απαλή σαν πεταλούδα,
σαν της δροσιάς το στάλαγμα στα κρίνα,
σα μια πνοή που αγγίζει σε βελούδα,
σαν της αυγής την πρώτη χρυσακτίνα,
σαν της δροσιάς το στάλαγμα στα κρίνα,
σα μια πνοή που αγγίζει σε βελούδα,
σαν της αυγής την πρώτη χρυσακτίνα,
ήρθες αργά, όπως στην εκκλησία
θα 'μπαινεν η θλιμμένη Παναγία,
ανάλαφρο ένα στέναγμα στα χείλη,
σαν μυστική σκιά μέσα στο δείλι.
θα 'μπαινεν η θλιμμένη Παναγία,
ανάλαφρο ένα στέναγμα στα χείλη,
σαν μυστική σκιά μέσα στο δείλι.
Ήρθες... κι εγώ τον ερχομό σου νιώθω
σαν κάτι που δεν φτάνω με τον πόθο,
σαν αποκάλυψη αγνώστου κόσμου,
που άστραψεν άξαφνα μπροστά στο φως μου!
Ρώμος Φιλύρας (Γιάγκος Β.Οικονομόπουλος 1898-1942)
σαν κάτι που δεν φτάνω με τον πόθο,
σαν αποκάλυψη αγνώστου κόσμου,
που άστραψεν άξαφνα μπροστά στο φως μου!
Ρώμος Φιλύρας (Γιάγκος Β.Οικονομόπουλος 1898-1942)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ταχυδρομική Διεύθυνση Εντύπου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΟΔΕΙΑ
ΛΙΝΑ Κ. ΤΖΙΑΜΟΥ
Τ.Κ. 18050 | ΣΠΕΤΣΕΣ
(αποστολή βιβλίων)
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο | SODEIA@ymail.com
(αποστολή κειμένων, προτάσεων κ.α.)